ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Από τη θεωρία… στην πράξη!

από-τη-θεωρία-στην-πράξη-239007

Του Δημήτρη Χρυσόπουλου,

Φιλόλογου – Ιστορικού

Συνεχώς ακούμε και τονίζουμε με ιδιαίτερο στόμφο ότι η κριτική ικανότητα απουσιάζει από μεγάλο μέρος των πολιτών, πόσο μάλλον των μαθητών και κατ’ επέκταση της νέας γενιάς. Το να πραγματοποιούμε, όμως, μια απλή διαπίστωση που στη συνέχεια εξελίσσεται σε διαφόρων μορφών ευχολόγια δεν έρχεται να λύσει το πρόβλημα… Άλλωστε η διαδρομή από τη θεωρία… στην πράξη είναι μεγάλη και δύσβατη…

Αναντίρρητα η σημαντικότητα τόσο της κριτικής όσο και της αυτοκριτικής είναι αδιαμφισβήτητη, αν όμως δεν τονίζεται συνεχώς η αξία τους και πάνω από όλα αν δεν καλλιεργούνται αυτά τα δύο εφόδια από μικρή ηλικία τότε η παθητικότητα που διακρίνει τον σύγχρονο άνθρωπο απέναντι σε όσα διαδραματίζονται καθημερινά θα συνεχίσει να διαιωνίζεται με αμείωτους ρυθμούς!

Αρχικά, λοιπόν, σκόπιμο κρίνεται να αναφερθεί ότι η κριτική σκέψη υποβοηθά στην επικοινωνία μας με τους άλλους ανθρώπους. Κριτικός συνομιλητής είναι εκείνος ο οποίος προσπαθεί να συμβιβαστεί με το αντικείμενο κάθε συζήτησης… Ο άνθρωπος χωρίς κριτική σκέψη δεν είναι καλός ομιλητής, ούτε καλός αναγνώστης κειμένου. Ο καλός συζητητής ή αναγνώστης ή ακροατής, πρέπει την ίδια στιγμή που ενεργεί με τις ιδιότητες αυτές να λύνει κάποιο πρόβλημα επικοινωνίας και τότε πετυχαίνει την αποτελεσματική επικοινωνία.

Η κριτική σκέψη καθίσταται επίσης απαραίτητη στη μάθηση. Χωρίς την κριτική σκέψη, η μάθηση χάνει το βαθύτερο νόημά της. Ό,τι ακούμε ή ό,τι διαβάζουμε πρέπει να τα θέτουμε στον έλεγχο της κριτικής σκέψης και να μη γινόμαστε θύματα των επιτήδειων. Τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του κόσμου, στον οποίο θα εισέλθουν οι μαθητές, είναι η συνεχώς αυξανόμενες αλλαγές σε όλες τις περιοχές της ανθρώπινης δραστηριότητας και των κοινωνικών φαινομένων, ο πολλαπλασιασμός των πληροφοριών, που γρήγορα θεωρούνται απαρχαιωμένες και η καθημερινή αναδόμηση, επανεξέταση και δοκιμασία των ιδεών. Για αυτούς τους λόγους και η συμμετοχή του σχολείου στην ενδυνάμωση της κριτικής σκέψης είναι ζήτημα μείζονος σημασίας.

Εδώ και χρόνια στη μεταφοράς της γνώσης «προτιμάται» η προσφορά ποσότητας έναντι της ποιότητας παρά το γεγονός ότι η μάθηση έχει την ακριβώς αντίθετη άποψη. Με την εφαρμογή μιας τέτοιας λογικής στην πραγματικότητα δεν «αφήνουμε» χρόνο στη σκέψη να αναλύσει, να κατανοήσει και να καταλήξει σε συμπεράσματα. Η εκπαίδευση των νέων στο σχολείο οφείλει να αποβλέπει στον εφοδιασμό τους με εκείνα τα εργαλεία σκέψης που θα τους επιτρέψουν να παρεμβαίνουν με τη δικά τους κριτήρια αξιολόγησης στο αύριο της ζωής τους. Κάτι το οποίο είναι εντελώς διαφορετικό από την «κατασκευή σκέψης» με συγκεκριμένες προδιαγραφές που εξυπηρετούν συγκεκριμένους σκοπούς. Αυτό που χρειάζεται ο νέος είναι να του μάθουμε τη διαδικασία σωστής άντλησης, αξιολόγησης και ανάλυσης των πληροφοριών. Τότε του έχουμε καλλιεργήσει την κριτική σκέψη. Τότε προσφέρουμε τη δύναμη στη σκέψη του να διαβάζει πίσω από τις λέξεις ώστε να επιλέγει αυτές που πράγματι χρειάζεται.

Για να γίνουν όμως όλα τα παραπάνω πραγματικότητα θα πρέπει να καλλιεργηθεί ένα αίσθημα σεβασμού και ενδεχομένως ένα συναισθηματικό «δέσιμο» ανάμεσα σε εκπαιδευτικούς και μαθητές ώστε μέσα από τον γόνιμο διάλογο, τα επιχειρήματα, τις νουθεσίες, τις διορθώσεις, τις επιδοκιμασίες και την υιοθέτηση νέων πρακτικών και μέσων να κατορθώσει ο μαθητής να διαμορφώνει τη σκέψη του και κατ’ επέκταση τη γνώμη του με βάση τα αληθινά του «πιστεύω» και όχι όσα αναγκάζεται να υιοθετεί διότι δεν θέλει να διαφέρει από τη μάζα, έχοντας πάντα δίπλα του τους εκπαιδευτικούς να του ανοίγουν το δρόμο σε κάθε δυσκολία…

Παρόλα αυτά όμως δεν πρέπει να αμελούμε και την αυτοκριτική μας, δηλαδή την κριτική που ασκεί κανείς στο εαυτό του, μια διαδικασία αυτοελέγχου, κατά την οποία επιχειρείται η αποτίμηση πράξεων, συμπεριφορών και επιλογών. Η αυτοκριτική με τη σειρά της αποτελεί μια ιδιαίτερα απαιτητική διαδικασία, καθώς το άτομο χρειάζεται να αντικρίσει και να αξιολογήσει με απόλυτη ειλικρίνεια τον εαυτό του και τις πράξεις του, αν πραγματικά θέλει να βελτιώσει τη ζωή του και να ολοκληρώσει την προσωπικότητά του. Είναι, συνάμα, μια επίπονη διαδικασία, αφού το άτομο οφείλει να έρθει αντιμέτωπο με τις ελλείψεις και τις αδυναμίες του, χωρίς να επιχειρεί να δικαιολογήσει τον εαυτό του για όσα μπορούσε, αλλά απέφυγε να κάνει.

Μέσω της αυτοκριτικής το άτομο έχει τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσει τις πραγματικές κλίσεις και δεξιότητές του, τις αρέσκειες και τις απαρέσκειες, καθώς και τα τυχόν μειονεκτήματά του. Πρόκειται για μια διερεύνηση καίριας σημασίας, ιδίως κατά τα εφηβικά χρόνια, οπότε το άτομο καλείται να επιλέξει τον επαγγελματικό του προσανατολισμό. Είναι σαφές πως ένας ειλικρινής αυτοέλεγχος θα προφυλάξει τον νέο από μια λανθασμένη επαγγελματική επιλογή που θα έχει βασιστεί σε μια υπερεκτίμηση ή υποτίμηση των δυνατοτήτων του. Αντιστοίχως, θα τον αποτρέψει από το να κάνει μια επαγγελματική επιλογή που δεν ανταποκρίνεται σε όσα πραγματικά τον εκφράζουν και του κινούν το ενδιαφέρον.

Συνοψίζοντας στον κόσμο αυτό κανείς δεν μπορεί να ζήσει επιμένοντας στον πάγιο τρόπο τού σκέπτεσθαι. Τέτοιο πρόβλημα δεν συνάντησε ο άνθρωπος στη διάρκεια των χιλιετιών που πέρασαν. Η εκπαίδευση δεν είχε αντιμετωπίσει τέτοιο πρόβλημα ποτέ κατά το παρελθόν. Το λειτούργημα του εκπαιδευτικού βρίσκεται μπροστά σε μια -χωρίς προηγούμενο- τεράστια πρόκληση… Οι εκπαιδευτικοί, σήμερα, καλούμαστε να πετύχουμε κάτι πρωτόγνωρο προκειμένου να καταφέρουμε με τη διορατικότητα και τη δύναμή μας να αλλάξουμε την εκπαιδευτική διαδικασία ώστε οι έννοιες κριτική και αυτοκριτική να μην μένουν μόνο στη θεωρία… αλλά να προχωρούν στην πράξη!

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου