ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Παραδοσιακό Καφενείο Το «Αρχηγείο» (Στο Πάρκο τής Παλιάς Βαμβακουργίας)

παραδοσιακό-καφενείο-το-αρχηγείο-σ-254674

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπαστημιακού

Το καφενείο στην Ελλάδα ήταν και εξακολουθεί να είναι ένας συμπαθητικός και απαραίτητος κοινωνικός χώρος, που αναγνωρίζεται και αγαπιέται απ’ όλους τους Έλληνες. Εδώ, «στου καφενείου τού βουερού το μέσα μέρος» αποκαλύπτεται ο χαρακτήρας και η σοφία τού Έλληνα. Κι όχι μονάχα μέσα στο καφενείο, μα και στον έξω κόσμο, ξοδεύουν οι Έλληνες τη ζωτικότητά τους, την περιέργειά τους και την ευρηματικότητά τους. Αυτό που εδώ συμβαίνει, συμβαίνει κι έξω. Και αντίστροφα. Αυτό που έξω συμβαίνει, συμβαίνει κι εδώ. Μόνο εδώ, μόνο στην Ελλάδα, πουθενά αλλού, τόσο ιδιοσυγκρασιακά, τόσο μοναδικά, αυτό συμβαίνει.

Το σπίτι τού Έλληνα έχει πολλές πόρτες, για να μπορεί να δραπετεύει ανοίγοντας όποια πόρτα θέλει. Όταν ο Έλληνας μιλάει για «καφενείο», τρίβει τα χέρια του. Μοιάζει μ’ εκείνον, που, βλέποντας τη χιονισμένη πλαγιά, τρίβει τα χέρια του και λέει: Τι ωραία! Δεν θα διψάσουμε το καλοκαίρι!

Σε ποιότητα, τα ελληνικά καφενεία ποικίλλουν, από γνήσια παραδοσιακά έως σύγχρονα και υποκουλτουριάρικα, χώροι μιας χαμηλής αισθητικής. Όμως, τα παραδοσιακά καφενεία είναι χώροι χαρούμενοι, όπου οι θαμώνες επιθυμούν να εκφράσουν τον συγκεκριμένο εαυτό τους, να υποδείξουν λύσεις στα προβλήματά τους και να εξηγήσουν τα μυστήρια του κόσμου. Η ζωή τού καφενείου ξεκινάει από την αυγή και φτάνει στο ξαφνικό σούρουπο. Με άλλα λόγια, από την παιδική ηλικία ως την άνδρωση, από την αθωότητα ως τη γνώση τού Κακού. Ο χρόνος που ξοδεύεται μέσα στο καφενείο, κλείνει μέσα του την ελληνική ψυχή. Το σούρουπο πέφτει ξαφνικά, έπειτα από το μεσημέρι, όπως, ξαφνικά,ξέσπασε ο πόλεμος, όπως, ξαφνικά, πέφτουν οι μπόρες στο μεσοστράτι τής ζωής μας. Το μεσημέρι, με τον εκτυφλωτικό του ήλιο, για τον Έλληνα και το αγαπημένο του καφενείο, είναι το κρίσιμο σημείο στη δύσκολη, παλιά πια ζυγαριά, που είναι η Ελλάδα, η οποία προσπαθεί να ισορροπήσει στους σκληρούς μας καιρούς.

Στο καφενείο, οι Έλληνες αυτόν που γυρεύουν, τον βρίσκουν. Αυτόν που αγνοούν, είναι οι ίδιοι. Εδώ, νιώθουν σαν νά’ ναι στην Κιβωτό τού Νώε, όπου προσπαθούν να σώσουν ακόμα λίγες λέξεις: ψωμί, ελευθερία, καημός, δίκιο, φιλία.

Στο «Αρχηγείο», δεν υπάρχουν ταξικές διακρίσεις, τις έχει συντρίψει ο άξιος της συντροφιάς όλων μας – ο Πέτρος – υπεύθυνος του μαγαζιού, φιλικός και αξιαγάπητος, που τιμά την παράδοση του ελληνικού καφενείου. Όλες οι παρεούλες: ψαράδες, ελαιοπαραγωγοί, αφεντικά, οικοδόμοι, δάσκαλοι, σχεδιαστές, τεχνίτες, εργάτες, δουλευτάδες, όλοι, έχουν ζυμώσει τη ζωή σαν πηλό – όλοι έχουν τα θάρρη τους, όλοι διασώζουν με συγκινητικό τρόπο την παράδοση του λαϊκού καφενείου – μία παράδοση καμωμένη από τον εαυτό τους για τον εαυτό τους. Είναι να χαίρεται κανείς και να παρηγοριέται, όταν το διαπιστώνει. Βλέπετε, ο Θεός βάζει πάντα το χέρι του να ψηθεί καλά το καρβέλι των ονείρων μας…

Τούτο το καφενείο βρίσκεται στο πάρκο της παλιάς βαμβακουργίας. Στον οπισθόδρομο, ήταν, κάποτε, τα χαμηλά σπιτάκια των κατοίκων τής Νέας Ιωνίας, κι όσα μείναν ακόμα (αν μείναν), αντέχοντας στη φθορά τού χρόνου και στην αστική ισοπεδωτική επανάσταση, θα τα φάει κι αυτά η μαρμάγκα! Τα μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού σπιτάκια θεωρούνται πια ιερά λείψανα χωρίς προσκυνητές. Εκεί μέσα, οι Μικρασιάτισσες μάνες ύφαιναν και κεντούσαν, με μυθικές σκηνές, το μεγαλείο των χαμένων πατρίδων…

Στο καφενείο τούτο, απαλλαγμένοι από μυστήριο, μικρότητες και υποκρισία, όλοι οι θαμώνες συζητούν μεταξύ τους, αλλά και με τα πρόσωπα του μαγαζιού, εκφράζουν τη γνώμη τους για την καθημερινότητα και τους αβέβαιους καιρούς. Κουβεντιάζουν καλόβουλα μέσα σε τούτη τη «μικρή βουλή», όπως κάνουν οι οπαδοί τής συμφιλίωσης και της νέας εποχής, που πρέπει, κάποια μέρα, από κάπου, ν’ ανατείλει. Πάνω απ’ όλα, οι άνθρωποι αυτοί μισούν τη βία, που καταστρέφει τις κοινωνίες και τις αξίες τους. Ξέρουν ότι τα μόνα κέρδη, που ο Θεός μας δεν ευνοεί, είναι τα κέρδη τής αδικίας και του ωμού συμφέροντος. Και καταδικάζουν με πάθος τούς ανόητους, που με τις άκαιρες κραυγές τους, υπονομεύουν τη γαλήνη τής ψυχής μας και μας στερούν τη χαρά.

Η εξυπηρέτηση και φροντίδα τού καφενείου είναι στα χέρια τριών πρόθυμων κοριτσιών, που μας κάνουν ν’ αναγνωρίζουμε την υπεροχή τους στο ρόλο τής άμεσης εξυπηρέτησης, αλλά και της φιλικής υποδοχής των θαμώνων τού καφενείου. Είναι η Λαμπρινή, η Λένα και η Μένια, που ανταποκρίνονται ευγενικά σε κάθε μας κάλεσμα, ξέροντας ότι η χαρά είν’ εκείνη, που αρματώνει τον άνθρωπο και τον ρίχνει στον αγώνα τής ζωής. Η Λαμπρινή, η Λένα και η Μένια αγαπούν τη δουλειά τους, τη θεωρούν ίσως και προσφορά, στην προσπάθειά τους να συντελεστεί το καινούργιο βήμα για τη διατήρηση της παράδοσης. Η Ελλάδα και το παραδοσιακό καφενείο είναι, για τον Πέτρο, την Λαμπρινή, τη Λένα και τη Μένια, καθρέφτης ο ένας του άλλου – Ελλάδα και καφενείο – καθρέφτες αντικριστοί, που αλληλοδιαβάζονται… Μέσα σ’ αυτούς τους καθρέφτες η ζωή είναι ο μοναδικός Θεός. Κι εμείς, με το να γινόμαστε πιο δυνατοί, γινόμαστε και πιο θεϊκοί. Αποκτούμε νέα μάτια, για ν’ ανακαλύπτουμε παλιά και νέα λάθη, μέσα από την επικοινωνία και την καλή καρδιά. Αλλά δεν είναι μόνο η επικοινωνία κι η καλή καρδιά, που ξεδιπλώνονται μέσα στο καφενείο. Στην καθημερινή μας γλώσσα, λέμε «νοστιμεύτηκα κάτι», εννοώντας ότι νιώσαμε την ανάγκη να έρθουμε πιο κοντά του, να το αποκτήσουμε, να το γευτούμε. Σε τούτο το παραδοσιακό, λοιπόν, καφενείο, όταν γεύεσαι τους καλούς μεζέδες του, αν ξέρεις ποιος είναι αυτός, που τους ετοίμασε, τότε έχεις γνωρίσει τον Πέτρο!

Ο πολιτισμός τού καφέ είναι η ένωση της Ελλάδας με τον Έλληνα. Ο καφές μάς ζευγαρώνει στον αγώνα για μία γόνιμη φιλία, που έχει το όνομα «επικοινωνία». Αυτή η επικοινωνία, με τον καφέ, το τσιπουράκι, το κρασί και τον μεζέ, γίνεται ένας φεγγίτης, απ’ όπου θωρείς τον μέσα άνθρωπο…

-Ας πιούμε, τώρα. Γιατί να περιμένουμε; Μένει μονάχα ένα δάχτυλο μέρα. Πιάσε, αγαπητή Λαμπρινή, ένα τεταρτάκι για μένα. Το κρασί χαρίζει ευφροσύνη και υγεία. Γέμισέ το ως τα χείλη. Κι εσύ, Λένα, φέρε και τον καλό μεζέ, που ξέρεις. Το κρασί δεν πίνεται χωρίς καλό μεζέ. Εσύ, Μένια, που συμφωνείς μαζί μου πως η κακοζωία δεν είναι καλό πράγμα, μην ξεχάσεις να φέρεις και λίγες φασόλες, αλλά και κείνο το χτεσινό γιουβετσάκι. Κι ας ακολουθήσει τό’ ναι ποτήρι τ’ άλλο. Το κρασί σε κάνει ελαφρό σα φτερό!

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου