ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Από τον παράδεισο στην κόλαση του ΄40

από-τον-παράδεισο-στην-κόλαση-του-΄40-262862

Του Νίκου Τσεκούρα, συνταξιούχου δασκάλου

Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου του ’40-’41, μεταξύ των επιστρατευθέντων συγχωριανών μου (Μαγούλα Ν. Καρδίτσας) ήταν δύο παιδικοί φίλοι, ο Αντώνης που ήταν καροτσιέρης αγωγιάτης, και ο Αποστόλης που ήταν γεωργοκτηνοτρόφος. Οι συγχωριανοί μου τον Αντώνη τον φώναζαν Αντωνάκη, για το λόγο ότι ήταν κοντός και ήταν τύπος γελωτοποιού, σαν το μακαρίτη τον ηθοποιό Χατζηχρήστο. Αντίθετα, όμως, ο Αποστόλης ήταν ψηλό και σοβαρό παιδί, με κόκκινα μαλλιά και κόκκινα γένια, λες και ήταν Νεοζηλανδός. Οι δυο φίλοι, μόλις έλαβαν το χαρτί της επιστρατεύσεως, παρουσιάστηκαν στο 5ο Σύνταγμα Τρικάλων.

Την ίδια μέρα που παρουσιάστηκαν, τους επιβίβασαν σ’ ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο και τους σταμάτησαν στην Καλαμπάκα και συγκεκριμένα στην πολυθρύλητη γέφυρα του Μουργκάνη. Εκεί μέσα στη βαθιά χαράδρα, τους κατέβασαν για να πάρουν μια ανάσα. Όπως λοιπόν ξάπλωσαν στην πλαγιά να ξεκουραστούν, ξαφνικά άκουσαν μια ομοβροντία από κανονιές, που έριχναν οι Ιταλοί στα δικά μας προκεχωρημένα τμήματα. Ο λοχαγός αντιλαμβανόμενος την ψυχολογική κατάσταση των επιστράτων, τους έδωσε εντολή να σηκωθούν και τους έβγαλε έναν ολιγόλεπτο πατριωτικό λόγο για να τους ενθαρρύνει. Και ενώ ο λοχαγός τους μιλούσε ακόμη, ξανακούστηκε και μια δεύτερη δυνατότερη ομοβροντία, που έδινε την εντύπωση ότι οι Ιταλοί προχωρούν προς τα κάτω. Ο Αντωνάκης σκούντησε κρυφά το φίλο του τον Αποστόλη που ήταν κοντά και του είπε χαμηλόφωνα στο αυτί: «Φίλε Αποστόλη, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, δεν θα γλιτώσουμε, θα σκοτωθούμε». Τα μάτια του φίλου του βούρκωσαν και ένα καυτό δάκρυ αυλάκωσε το ηλιοκαμένο πρόσωπό του.

Μετά την ομιλία του, ο λοχαγός άρχισε και ρωτούσε τον κάθε επίστρατο τι δουλειά έκανε στο χωριό του. Όταν έφτασε η σειρά των δύο φίλων, πρώτα ρώτησε τον Αντωνάκη:

– Εσύ, παιδί μου, τι δουλειά έκανες στο χωριό σου;

Φούρναρης, απάντησε ο Αντωνάκης.

Δήλωσε φούρναρης, γιατί είχε ακούσει από άλλους παλαιούς στρατιώτες, ότι όσοι πάνε στην πρώτη γραμμή του μετώπου, εκείνοι δεν έχουν ψωμί να φάνε κάθε μέρα, γιατί τα μουλάρια που κουβαλούν τις κουραμάνες πολλές φορές πέφτουν φορτωμένα μέσα στις χαράδρες.

Στη συνέχεια, ο λοχαγός ρώτησε το φίλο του τον Αποστόλη:

– Και εσύ, παιδί μου, τι δουλειά έκανες στο χωριό σου;

– Φούρναρης, φούρναρης ήμουν και εγώ, κ. λοχαγέ.

Ο λοχαγός ξαναγύρισε και ρώτησε τον Αντωνάκη;

– Δε μου λες, παιδί μου, τι δουλειά έκανες στο φουρνάρικο, κλιβανεύς ή ζυμωτής;

Ο Αντωνάκης δεν κατάλαβε την ερώτηση και έμεινε αμίλητος. Ο λοχαγός αντιλήφθηκε ότι ο Αντωνάκης δεν κατάλαβε την ερώτηση αυτή και του εξήγησε.

– Αντωνάκη, μέσα στο φουρνάρικο ζύμωνες ή έψηνες το ψωμί;

Και ο Αντωνάκης χωρίς δισταγμό του απάντησε:

– Και τις δύο δουλειές έκανα, κυρ-λοχαγέ.

Ο λοχαγός δεν πονηρεύτηκε τίποτε. Φώναξε το λοχία του λόχου και του είπε:

– Πάρε αυτούς τους δύο στρατιώτες και πάτε στην αποθήκη και φορτώστε άλευρα και να τα πάτε στο φούρνο του Τάγματος.

Και γυρίζοντας ο λοχαγός προς τους δύο υποψήφιους φουρνάρηδες τους είπε ρητά και κατηγορηματικά:

– Απόψε πρέπει να δουλέψετε όλη τη νύχτα για να ετοιμαστούν 200 κουραμάνες, διότι πρωί-πρωί πρέπει να στείλουμε ψωμί στους συναδέλφους σας, που είναι στην πρώτη γραμμή. Ακούσατε τι σας είπα; Ακολουθήστε το λοχία και όπως είπαμε.

Ο Αντωνάκης μόλις άκουσε τη ρητή και κατηγορηματική διαταγή του λοχαγού, τρομοκρατήθηκε και αφού κοίταξε το φίλο του αινιγματικά, του είπε ψιθυριστά: «Άντε, φίλε Αποστόλη, δεν γλιτώνουμε, θα μας στείλει στο στρατοδικείο, γιατί δηλώσαμε ψεύτικο επάγγελμα». Και ο φίλος του ο Αποστόλης του απάντησε: «Εσύ φταις, με πήρες στο λαιμό σου».

Ο Αντωνάκης, όταν κατάλαβε ότι έκανε λάθος που δήλωσε ψεύτικο επάγγελμα, πήρε το θάρρος και παρουσιάστηκε στο λοχαγό του:

Κυρ-λοχαγέ, θέλω να εξομολογηθώ.

– Τι έκανες, Αντωνάκη;

– Σφάλαμε, σφάλαμε και οι δυο μας. Σου δηλώσαμε ψέματα ότι είμαστε φουρνάρηδες.

Ο κυρ-λοχαγός, όταν άκουσε ότι του δήλωσαν ψεύτικο επάγγελμα, εξεμάνη και τους είπε με οργίλο ύφος:

Θα σας στείλω και τους δύο στρατοδικείο.

Ο Αντωνάκης μόλις άκουσε στρατοδικείο, άρχισε να κλαψουρίζει και να παρακαλεί το λοχαγό του:

Κυρ-λοχαγέ, κάναμε μεγάλο λάθος, σφάλαμε, σφάλαμε, μην μας στέλνετε στο στρατοδικείο. Να λυπηθείτε τις φαμίλιες μας.

Ο κυρ-λοχαγός συγκινήθηκε από τα παρακάλια του και τα κλαψουρίσματα του Αντωνάκη και δεν τους έστειλε στο στρατοδικείο. Τους έφτιαξε όμως αμέσως το φύλλο πορείας, για να πάνε σε τάγμα της πρώτης γραμμής του μετώπου. Ο Αντωνάκης μόλις παρέλαβε το φύλλο πορείας του, ρώτησε το λοχαγό του:

– Κυρ-λοχαγέ, τι λέει αυτό το χαρτί; Εγώ δεν ξέρω γράμματα να το διαβάσω, ούτε και ο φίλος μου ο Αποστόλης.

– Αυτό το χαρτί, Αντωνάκη μου, λέει ότι αύριο πρωί-πρωί φεύγετε και οι δυο σας για την πρώτη γραμμή του μετώπου.

Όταν οι δύο φίλοι άκουσαν το κακό χαμπέρι, αλληλοκοιτάχτηκαν και δάκρυσαν. Στη συνέχεια, όταν βρέθηκαν παράμερα μόνοι τους, ο Αποστόλης διαμαρτυρήθηκε:

– Αντωνάκη, εσύ με πήρες στο λαιμό σου.

– Φίλε Αποστόλη, μη φοβάσαι, μη φοβάσαι. Εγώ θα τα καταφέρω με τον καινούργιο λοχαγό και δεν θα πάμε στην πρώτη γραμμή.

Την επόμενη μέρα οι δυο παρουσιάστηκαν σ’ ένα τάγμα, που για καλή τους τύχη ο λοχαγός τους είχε ανάγκη από ένα βοηθό σαλπιγκτή και από έναν ημιονηγό (μουλαρά). Ο νέος λοχαγός μόλις παρουσιάστηκαν ενώπιόν του, τους ρώτησε και αυτός τι δουλειά έκαναν στο χωριό τους. Τώρα οι δυο φίλοι δήλωσαν την αλήθεια, για να μην έχον και πάλι φασαρίες.

– Εγώ, λέει ο Αποστόλης, κυρ-λοχαγέ, ήμουν κτηνοτρόφος.

– Και εγώ, λέει ο Αντωνάκης, ήμουν αγωγιάτης καροτσιέρης.

Ο κυρ-λοχαγός γυρίζοντας προς τον Αποστόλη, που ήταν γεροδεμένο παιδί, του είπε:

– Εσένα, παλικάρι μου, θα σε στείλω να γίνεις ημιονηγός. Κατάλαβες τι είπα;

Όχι, όχι, κυρ-λοχαγέ, δεν κατάλαβα.

– Θα γίνεις μουλαράς. Θα φορτώνεις πυρομαχικά στο μουλάρι και θα τα πας στην πρώτη γραμμή.

– Μάλιστα, κυρ-λοχαγέ.

Και γυρίζοντας ο λοχαγός στον μικροσκοπικό Αντωνάκη, του είπε:

– Εσένα θα σε στείλω να γίνεις σαλπιγκτής του λόχου. Θέλεις;

– Θέλω, θέλω, θέλω, κυρ-λοχαγέ.

Έτσι οι δυο φίλοι, από φουρνάρηδες που είχαν δηλώσει αρχικά, τώρα πήραν καινούργιες ειδικότητες. Από το πρωί της επόμενης μέρας ανέλαβαν τα καθήκοντά τους. Ο Αποστόλης παρουσιάστηκε στο Λόχο Ορεινών Μεταφορών και μάθαινε να φορτώνει και να ξεφορτώνει πυρομαχικά. Ο Αντωνάκης πήγε κοντά στον αρχισαλπιγκτή και εκπαιδευόταν στην εκμάθηση των διάφορων σαλπισμάτων (εγερτηρίου, σιωπητηρίου, καθώς και τις εξορμήσεις της πρώτης γραμμής). Ο Αντωνάκης μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του, έβαλε όλες τις φιλότιμες προσπάθειές του, για να μάθει να σαλπίζει. Φυσούσε, ξεφυσούσε, πότε δυνατά και πότε αδύνατα. Μάταια όμως, δεν τα κατάφερνε. Τον έπιασε πανικός και άρχισε να φοβάται μήπως μέχρι το τέλος της προθεσμίας της εκπαιδεύσεως δεν τα κατάφερνε, οπότε θα τον έδιωχναν για την πρώτη γραμμή.

Το βράδυ εκείνο άρχισε να χιονίζει και να κάνει και τσουχτερό κρύο. Τα μεσάνυχτα οι Ιταλοί, που ήταν ψηλά στις κορυφές του βουνού της Κλεισούρας, έκαναν μια σφοδρή επίθεση και κατέλαβαν ένα ύψωμα, που το κατείχαν οι δικοί μας στρατιώτες. Πρώτος διατάχτηκε για αντεπίθεση ο λόχος του Αποστόλη. Ο Αποστόλης φόρτωσε γρήγορα – γρήγορα τα πυρομαχικά στο μουλάρι του και βρέθηκε από τους πρώτους στην πρώτη γραμμή. Μα πριν ακόμη προφτάσει ο άμοιρος να ξεφορτώσει τα πυρομαχικά, μια σφαίρα τον χτύπησε κατάκαρδα και έπεσε νεκρός.

Η μάχη συνεχίστηκε μέχρι το πρωί. Το μεσημέρι ο Αντωνάκης πήγε στο λόχο του φίλου του Αποστόλη για να μάθει νέα από το μέτωπο. Αφού πήρε με τη σειρά όλα τα στημένα αντίσκηνα μέσα στο χιόνι και έψαχνε να τον βρει, ένας στρατιώτης τον πληροφόρησε ότι ο Αποστόλης σκοτώθηκε και τον έθαψαν. Κεραυνός έπεσε στο κεφάλι του Αντωνάκη. Όταν γύρισε στο λόχο, συλλογιζόταν με τι τρόπο να ειδοποιήσει την οικογένειά του για το σκοτωμό του. Τα γράμματα περνούσαν από λογοκρισία. Δεν μπορούσε να γράψει ότι σκοτώθηκε. Ο Αντωνάκης, όμως, βρήκε την πιο έξυπνη λύση. Έγραψε ένα γράμμα συνθηματικό στον θείο του Αποστόλη, τον Κώστα.

«Μπαρμπα-Κώστα, εμείς εδώ ψηλά στα βουνά της Αλβανίας κάθε βράδυ έχουμε φασαρίες με τους μακαρονάδες τους Ιταλούς. Μας βομβαρδίζουν πότε με κανόνια, πότε με όλμους. Εμείς όμως δεν τους φοβόμαστε, τους πήραμε τον «αέρα» και τους κυνηγάμε και πότε-πότε πιάνουμε και κανέναν μακαρονά. Εγώ πιστεύω ότι σε λίγες μέρες θα τους ρίξουμε στη θάλασσα και θα γυρίσουμε στα σπίτια μας. Μπαρμπα-Κώτσιο, μέχρι προχτές εδώ κοντά μου είχα και τον ανηψιό σου, τον Αποστόλη. Χθες όμως έμαθα ότι ο Αποστόλης έφυγε από το λόχο που υπηρετούσε και πήγε στο λόχο του Θύμιου Γκόλια».

Διευκρίνιση: Ο Θύμιος Γκόλιας ήταν και αυτός στρατιώτης συγχωριανός μας, και είχε σκοτωθεί στις πρώτες μάχες και το ήξεραν όλοι οι συγχωριανοί μας.

Το πονηρό μήνυμα του Αντωνάκη ο μπαρμπα-Κώστας, αν και ήταν αγράμματος, το αποκρυπτογράφησε. Έθαψε, όμως, το πικρό μυστικό μέσα στα φυλλοκάρδια του για μια εβδομάδα. Τη δεύτερη εβδομάδα με τον τρόπο του και αυτός ενημέρωσε τη γυναίκα του Αποστόλη. Η κυρα-Αποστόλαινα, μόλις άκουσε το πικρό χαμπέρι, άρχισε να σκούζει και να τραβά τα μαλλιά της και βυθίστηκε στο πένθος. Η πικρή είδηση έβγαλε φτερά και κυκλοφόρησε απ’ άκρη σ’ άκρη σ’ όλο το χωριό. Αμέσως όλοι οι χωριανοί μας πήγαν στο σπίτι της κυρα-Αποστόλαινας και την συλλυπήθηκαν.

Έτσι ο Αντωνάκης έμεινε ορφανός. Δεν είχε όρεξη να κάνει πρόβες για σαλπίσματα, ήταν πολύ στεναχωρημένος. Δεν ήξερε κι αυτός τι τον περίμενε την μέρα που ξημέρωνε. Αφού πέρασε μια βδομάδα με μικρομάχες, την παραμονή των Χριστουγέννων οι Ιταλοί εξαπέλυσαν μια σφοδρή επίθεση με κανόνια, πολυβόλα και όλμους. Το χιόνι από τον καπνό των οβίδων μαύρισε.

Αμέσως, λοιπόν κινητοποιήθηκε ο λόχος του Αντωνάκη. Όταν δόθηκε το σύνθημα για αντεπίθεση, ο λοχαγός έδωσε διαταγή στον Αντωνάκη να σαλπίσει το σύνθημα «προχωρείτε-προχωρείτε»!!! Ο Αντωνάκης έβαλε τη σάλπιγγα στα τρεμάμενα χείλη του και άρχισε να σαλπίζει ξεψυχισμένα από το φόβο του. Ξαφνικά ακούστηκε άγρια η φωνή του λοχαγού:

– Αντωνάκη, Αντωνάκη, σάλπισε, σάλπισε πιο δυνατά.

Ο Αντωνάκης αφού πήρε μια βαθιά ανάσα και φούσκωσε σα μπαλόνι, τότε έσφιξε στα χείλη του τη σάλπιγγα και άρχισε να σαλπίζει δυνατά «προχωρείτε-προχωρείτε»!!! Οι στρατιώτες πήραν θάρρος από το πατριωτικό σάλπισμα και έκαναν ένα γιουρούσι, αναχαίτισαν τους μακαρονάδες και έπιασαν και μερικούς αιχμαλώτους. Οι στρατιώτες μας πήραν θάρρος και άρχισαν να ζητωκραυγάζουν και να τραγουδούν το: «Κορόιδο Μουσολίνι, κανείς δεν θα σου μείνει»…

Οι Ιταλοί όμως ύστερα από λίγη ώρα ανασυντάχθηκαν και εξαπέλυσαν νέα επίθεση. Στην επίθεση αυτή ένα βλήμα από όλμο τραυμάτισε τον Αντωνάκη στο αριστερό του πόδι. Η αρβύλα του γέμισε από αίματα και ξεχύθηκαν έξω και έβαψαν το χιόνι κόκκινο. Ο Αντωνάκης όμως, αν και ήταν τραυματισμένος, δεν λιποψύχησε, συνέχισε να τραγουδά και για μια στιγμή φώναξε: «Α! ρε μακαρονάδες, θα σας φάμε το τζιέρι (τα σκότια), δεν θα σας αφήσουμε να σκλαβώσετε την πατρίδα μας». Όταν, όμως, σε λίγη ώρα κρύωσε το τραύμα του ποδιού του και άρχισαν φοβεροί πόνοι, τότε άρχισε να κλαίει σα μωρό.

Ύστερα από λίγη ώρα πήγε ο τραυματιοφορέας, το έδεσε το τραύμα και τον μετέφεραν στο Νοσοκομείο των Ιωαννίνων μαζί με άλλους τραυματίες συναδέλφους του. Οι αδελφές νοσοκόμες τους υποδέχτηκαν με στοργή και αγάπη. Όταν μια μέρα, μια όμορφη νοσοκόμα πήγε στο κρεβάτι του Αντωνάκη να του αλλάξει το τραύμα, ο πονηρός Αντωνάκης την μερακλώθηκε και την έπιασε από το μπράτσο και της είπε:

Αδελφή, αν δεν ήμουν παντρεμένος, σίγουρα θα σε παντρευόμουν.

Η αδελφή δεν προσβλήθηκε, αντίθετα χαμήλωσε τα μάτια της για να του δώσει κουράγιο και τον ρώτησε:

– Δεν μου λες, Αντωνάκη, πως την λένε τη γυναίκα σου;

– Πηνελοπίτσα, Πηνελοπίτσα τη λένε.

– Είναι ωραία;

Εσένα, αδελφή, δε σε φτάνει.

– Αντωνάκη, λες υπερβολές.

– Όχι, όχι, σου λέω την αλήθεια. Εσύ μοιάζεις σαν την περίφημη Γκόλφω, την αγαπητικιά του Τάσου, που την παίζουν τα παιδιά θέατρο στο σχολείο μας.

Η αδελφή ξεκαρδίστηκε στα γέλια και αφού τον χάιδεψε στο μάγουλο, τον άφησε να περιμένει ότι κάτι μπορούσε να γίνει. Δυστυχώς, όμως, εδώ τελείωσε η κρυφή ερωτική του ελπίδα, διότι το απόγευμα της ίδιας ημέρας ήρθε διαταγή και τον πήγαν στο Νοσοκομείο της Άρτας. Εκεί ο Αντωνάκης παρέμεινε άλλες δέκα ημέρες, μέχρι που επουλώθηκε το τραύμα του και μετά τον μετέφεραν στο Νοσοκομείο των Τρικάλων.

Τηλεφώνησε στη γυναίκα του ότι την επομένη το πρωί θα πήγαινε στο χωριό με το πρώτο τρένο που θα ξεκινούσε από τα Τρίκαλα και ότι έπρεπε να βγάλουν στο σταθμό ένα ζώο για να τον μεταφέρει στο χωριό, διότι κούτσαινε. Η Πηνελοπίτσα, η γυναίκα του, όταν πήρε το τηλεγράφημα ότι έρχεται ο αγαπημένος της Αντωνάκης, πέταξε από τη χαρά της. Καθάρισε το κάρο, έστρωσε μια καινούργια κουβέρτα, για να ξαπλώσει ο αγαπημένος της. Στη συνέχεια ειδοποίησε όλους τους συγγενείς και φίλους, έζεψαν το κάρο τους και όλοι μαζί πήγαν στο σταθμό και τον περίμεναν. Μόλις έφτασε το τρένο στο σταθμό και σταμάτησε, ο Αντωνάκης βγήκε στο πλατύσκαλο του βαγονιού ακουμπισμένος στο αναπηρικό του μπαστούνι. Η γυναίκα του μόλις τον είδε, έβαλε τα κλάματα. Τον έπιασε προσεκτικά – προσεκτικά και τον κατέβασε. Τον σφιχταγκάλιασε και τον έπνιξε στα φιλιά. Στη συνέχεια, αφού τον καλωσόρισαν όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι του, η γυναίκα του τον ανέβασε προσεκτικά πάνω στο κάρο του και τον ξάπλωσε πάνω στην καινούργια κουβέρτα, που μύριζε ναφθαλίνη, γιατί την είχε κατάβαθα μέσα στο νυφιάτικο μπαούλο της.

Μετά από διαδρομή 15 λεπτών η πομπή έφτασε στο σπίτι του. Εκεί τον περίμεναν όλοι οι χωριανοί και έγινε σωστό λαϊκό προσκύνημα. Ύστερα από λίγη ώρα πήγε στο σπίτι του και η γυναίκα του φίλου του, του σκοτωμένου Αποστόλη, για να μάθει τα πικρά νέα. Ο Αντωνάκης, αφού της είπε το πώς σκοτώθηκε ο σύζυγός της, μετά για να της δώσει κουράγιο είπε:

– Κυρα-Αποστόλαινα, μην κλαις. Εσύ πρέπει να είσαι περήφανη που σκοτώθηκε ο άντρα σου στον πόλεμο. Η πατρίδα θα σε βοηθήσει οικονομικά. Θα σου δώσει σύνταξη. Και εγώ άμα γίνω καλά, θα σε οργώσω και θα σε σπείρω τα χωράφια και όλα θα πάνε καλά.

Σε όσους πήγαν αργοπορημένοι να τον υποδεχτούν και να μάθουν νέα για τα παιδιά τους, ο Αντωνάκης τους απάντησε με περηφάνια:

Μη φοβάστε, σε δεκαπέντε ημέρες θα τους ρίξουμε στη θάλασσα τους μακαρονάδες και όλα τα παιδιά από το χωριό μας θα γυρίσουν στην αγκαλιά σας.

– Μακάρι, μακάρι, Αντωνάκη. Άντε, Αντωνάκη, περαστικά σου.

– Ευχαριστώ, ευχαριστώ, με το καλό να δεχτείτε και σεις τα δικά σας παιδιά.

Αυτός λοιπόν ήταν ο συγχωριανός μου ο Αντωνάκης, από κλιβανεύς και ζυμωτής στο τέλος έγινε σαλπιγκτής.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου