ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Σαν Πεινασμένοι κι Εξαντλημένοι Σκύλοι…

σαν-πεινασμένοι-κι-εξαντλημένοι-σκύλ-268192

Tου Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Καθώς, πριν από χρόνια, αφήναμε τα παράθυρα του σπιτιού μας ανοιχτά κι έμπαινε ζωή, φως και καθαρός αέρας, ξαφνικά, νιώσαμε σαν τον ληστή, μέσα στη σκοτεινή νύχτα, που κοιτάζει ολόγυρα, μήπως περνάει κάποιος αστυνομικός. Μ’ ένα τέτοιο συναίσθημα φόβου, κλείσαμε τα παράθυρα, κλειστήκαμε μέσα περιμένοντάς τον… Κι ο ληστής ήρθε!

Κάποιο πρωί, ανοίξαμε τα παράθυρα, μπήκε ξανά το φως, ο αέρας. Ηρθε η αλλαγή! Γίναμε φίλοι με τον νυχτερινό μας επισκέπτη, σχεδόν συγκάτοικοι – κόρακες που κοράκου μάτι δεν βγάζουν. Τινάζαμε τα φτερά μας κι αρχίζαμε, πεινασμένοι κι αδικημένοι, όπως ήμασταν, να τρώμε ό,τι βρίσκαμε μπροστά μας. Κάποια αλληλοτσιμπήματα, όμως, στάθηκαν αναπόφευκτα. Πολλές φορές, κρατούσαν ώρα, γίνονταν επικίνδυνα, μπαίναν βαθύτερα στο σώμα κι έτρεχε αίμα, ιδίως όταν η λεία ήταν αναπάντεχα πλούσια! Βλέπαμε τα σημάδια απ’ τις πληγές μας και, σαν έκανε κρύο, πονούσαμε.

Από τ’ ανοιχτά πια παράθυρα, πετούσαμε, συχνά, προς αναζήτηση νέας τροφής, πιο δελεαστικής. Ομως, σιγά σιγά αρχίσαμε να χωρίζουμε παίρνοντας ο καθένας μας διαφορετική στράτα. Δεν υπήρχε περίπτωση να μη βρούμε τροφή. Υπήρχαν μάλιστα φορές, που αμειβόμασταν πλουσιοπάροχα.

Ετσι, βρήκαμε κάποιο νόημα στα μεγάλα μας πρωινά και βραδινά πετάγματα, ζώντας πια απ’ τις ζημιές που προκαλούσαμε. Είχαμε μάθει ότι, όσο πιο πρωί σηκώνετε ο φτωχός, τόσο περισσότερο κέρδος έχει ο πλούσιος. Φαίνεται πως είχαμε σχεδόν ξεχάσει ότι ισχύει κάτι τέτοιο: Ο εργαζόμενος, μηδέ εσθιέτω.

Πετούσαμε από πόλη σε πόλη, από γειτονιά σε γειτονιά, από σπίτι σε σπίτι, λες και μας υπηρετούσε όλος ο κόσμος! Εμείς παραγεμίζαμε το στόμα μας, λες και πάσχαμε από λαιμαργία ακατάσχετη. Ηταν μαζί και η απόδειξη της χώνεψης, που λειτουργούσεμια χαρά. Χτυπούσαμε με ευχαρίστηση τους διπλανούς μας (όλοι τους μελλοντικοί μας πελάτες). Μία τέτοια κατάσταση, καταλαβαίναμε, μονάχα με την αρπαγή γινόταν να διατηρηθεί, μιας και πολύ μας ταίριαζε. Ξέραμε, άλλωστε, ότι, μ’ αυτόν τον τρόπο, πρέπει κάθε κατάκτηση της λογικής, είτε εφεύρεση είναι, είτε εφαρμογή, να οδηγεί σ’ ακόμα μεγαλύτερη προσδοκία…

Τέτοια και παρόμοια πράγματα αισθανόμασταν, όταν γυρίζαμε σπίτι, κρατώντας όλη την πραμάτεια στο αιχμηρό μας ράμφος και μη εννοώντας να την αποχωριστούμε ή έστω να τη μοιραστούμε. Ετσι, συνεχίζοντας να ζούμε, κάτω απ’ την ίδια στέγη, αλλά και με τον φόβο πως, κάποια στιγμή, ένα χέρι θα μας αρπάξει απ’ τον ώμο, αρχίσαμε να πιστεύουμε πως κομίζουμε τη νέα αλήθεια: Μη προδίδετε πια κανένα όμοιό σας!

Προχωράμε, λοιπόν, μαζί, σαν ασθενείς ενός ανίατου κοινωνικού έλκους, μαζί, ιδανικά ταιριασμένοι και προορισμένοι για το ίδιο χειρουργείο με τον όμοιό μας, μέσα σ’ έναν κόσμο μαγνητικής έλξης, ακολουθώνταςπάντα τους ομοίους μας, ακόμα κι αν είμαστε τυφλοί, ακόμα κι αν ξέρουμε πως δεν υπάρχει χειρουργός και χειρουργείο.

Εμείς θα προχωρούμε, θα προστεθούν κι άλλοι μαζί μας, έχουν ήδη έρθει ολόκληρες στρατιές πεινασμένων και αδικημένων. Θα προχωρούμε όλοι μαζί, οι κινήσεις μας θα’ ναι αργές, σαν των πεινασμένων κι εξαντλημένων σκύλων, που βλέπουν ένα κομμάτι κρέας να κρέμεται στο τσιγκέλι ενός κρεοπωλείου. Ενώ ένας ολόκληρος κόσμος αναδύεται μπροστά μας, υπόνομοι γεμάτοι από τα αιώνια καπιταλιστικά και κομμουνιστικά σκουπίδια και αποπνιχτική δυσοσμία…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου