ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

«Χρήστος Μηλίτσης» (ένας ακόμη, καλός μου φίλος, «έφυγε»)

χρήστος-μηλίτσης-ένας-ακόμη-καλός-μ-275926

Του Σεραφείμ Αθανασίου

Οχι πάντοτε, αλλά κατά διαστήματα πρωινές ώρες παρακολουθώ τις ραδιοφωνικές εκπομπές των τοπικών μας σταθμών.

Το ίδιο έγινε και το προηγούμενο Σάββατο 30 – 11 – 2019 και ώρα 7 το πρωί.

Ο πρώτος σταθμός που άνοιξα ήταν το «ΡΑΔΙΟ ΒΕΡΑ» και άκουσα τη γνώριμη φωνή του δημοσιογράφου κ. Βητσόπουλου Νίκου τον οποίο δεν τον γνωρίζω προσωπικά ,όμως ιδιαίτερα συμπαθώ επειδή είναι ένας ευγενής άνθρωπός και, με τα όσα στην εκπομπή του λέει, μένω με την εντύπωση ότι αρέσουν σε πολλούς ακροατές του γιατί συνοδεύονται και με το ανάλογο χιούμορ του.

Ακούγοντας τα όσα είπε για λαϊκές αγορές ή ειδών ένδυσης και υπόδησης και σε ποιους δρόμους της πόλεως οι ενδιαφερόμενοι μπορούσαν να πάνε για τα ψώνια τους στη συνέχεια άρχισε να διαβάζει τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.

Από τις τρεις τοπικές μας εφημερίδες, εκτός των άλλων ειδήσεων, άκουσα μια είδηση που με συγκλόνισε.

Απεβίωσε, έλεγε η είδηση, ο πολυγραφότατος γνωστός δάσκαλος Χρήστος Μηλίτσης στην προσωπικότητα του οποίου αναφέρθηκε και ο ευγενής δημοσιογράφος κ. Νίκος Βητσόπουλος η δε συγκίνησή του, ακολουθούσε τα λόγια του.

Είχα συγκλονιστεί γιατί ο Χρήστος Μηλίτσης ήταν και δικός μου αγαπημένος φίλος τον οποίο πριν πολλές 10ετίες είχα γνωρίσει και θα μου επιτραπεί δυο λόγια να πω για αυτόν τον εξαίρετο άνθρωπο.

Η πρώτη μου γνωριμία, αν καλά θυμάμαι, είχε γίνει σε μια συγκέντρωση δασκάλων το 1967 ή 68 στην αίθουσα του κινηματογράφου Αττίκ, στο Βόλο, και σε μια ομιλία του επίσης αλησμόνητου δασκάλου και πολυγραφότατου λαογράφου Γιώργου Θωμά με τον οποίο η εκπαιδευτικός σύζυγος μου υπηρετούσαν μαζί και για χρόνια στο 15ο Δημοτικό Σχολείο της πόλεως Βόλου.

Εκεί μου τον συνέστησε η σύζυγός μου και στη συνέχεια κατ αραιά χρονικά διαστήματα μαζί και με άλλους δασκάλους και δικούς μου συναδέλφους (εγώ ήμουνα Αστυνόμος στο Δ΄ Αστυνομικό Τμήμα Βόλου) συναντιόμαστε στην παραλία της Αργοναυτών και κάναμε τις βόλτες μας.

Συν τω χρόνω με το Χρήστο Μηλίτση γνωριστήκαμε καλύτερα και μάλιστα όταν εκείνος είχε αναλάβει διαχειριστής (ταμίας) των δασκάλων τους οποίους κάθε 1η και 16 εκάστου μηνός πλήρωνε (έτσι γινόταν τότε και για πολλά χρόνια) τον γνώρισα περισσότερο.

Και τον γνώρισα επειδή ως «άνδρας δασκάλας»/ μια που η σύζυγός μου με είχε επιφορτίσει με αυτή την «φοβερή» εργασία/πήγαινα στο διαχειριστή της και έπαιρνα τα χρήματα της δασκάλας μου και εκεί εύρισκα ένα χαρούμενο Μηλίτση να έχει μπροστά του σωρό τα χρήματα τα οποία και για λογαριασμό των συναδέλφων του είχε εισπράξει από την τράπεζα χωρίς το φόβο ληστών που να κρατούν πελώριες χατζάρες.

Έπαιρνα λοιπόν τα χρήματα της συζύγου μου πριν όμως τα πάρω ανεβαίνοντας τις σκάλες του Σχολείου (είναι το Σχολείο που βρίσκεται απέναντι από το Δημαρχείο της Νέας Ιωνίας και εκεί πλήρωνε) φώναζα δυνατά να με ακούσει : Έρχεται να πληρωθεί ο « άνδρας της δασκάλας» και ο φίλος μου ακούγοντάς με γελούσε τρανταχτά και με καλωσόριζε.

Και γελούσε ο φίλος μου στο άκουσμα πως έρχεται να πληρωθεί

ο «άνδρας της δασκάλας» επειδή του είχα κάποτε πει το πιο κάτω περιστατικό που κάποτε στη Ρόδο είχα μάθει και εδώ για να γίνει αντιληπτό το γέλιο του φίλου μου ευχαρίστως το μεταφέρω.

Κάθε 1η και 16 εκάστου μηνός λέγανε πως ένας κυριολεκτικά τεμπέλης που δεν ήθελε να ακούσει για καμιά εργασία πέραν του ύπνου του και την ανάπαυσή του στις καρέκλες των καφενείων, κάθε λοιπόν 1 και 16 εκάστου μηνός πήγαινε και έπαιρνε το μισθό της δασκάλας συζύγου του και αυτή ήταν η εργασία του. Ένας δάσκαλος που συνέπεσε να βρίσκεται στο γραφείο του εκεί ταμία μια 1ηκάποιου μήνα βλέποντας τον άγνωστο που περίμενε να πληρωθεί τον ρώτησε σε πιο σχολείο υπηρετούσε ως συνάδελφός του. Και εκείνος σοβαρά και περήφανα απάντησε: -Δεν είμαι δάσκαλος αλλά «άνδρας δασκάλας» και αυτή είναι η δουλειά μου.

Αυτό που στη Ρόδο εγώ είχα μάθει το είπα κάποτε σε δασκάλους φίλους μου και τους το έλεγα συχνά όταν πήγαινα να πάρω το μισθό της συζύγου μου δεν τους έλεγα όμως ότι τα χρήματα που έπαιρνα τα έτρωγα όλα στα όμορφα ουζερί της πόλεώς μας. Κρατώ βλέπετε και κάτι για τον εαυτό μου.

Τα χρόνια περνούσαν και με το Χρήστο Μηλίτση είχαμε καλύτερα γνωριστεί και δεν το κρύβω ότι επιθυμούσα την παρέα του γιατί πολλά μάθαινα κοντά σε εκείνο το σοφό άνθρωπο.

Αλλά το σημερινό μου σημείωμα αλλού θέλω να το εστιάσω και όχι στα τότε κοινωνικά και τις δικές μου συναναστροφές που όλοι μας λίγες ή πολλές ως άνθρωποι έχουμε. Και εξηγούμαι.

Μετά την αποστρατεία μου από τη Χωροφυλακή ασχολήθηκα με κτηματικές συναλλαγές και κάποιο μεσημέρι σχεδόν βρέθηκα στη συνοικία Χρυσοχοΐδη, στον Ανω Βόλο.

Είδα το σπίτι που μου ανέθεσε πελάτης για πώληση και στο γυρισμό μου πριν βγω στην Ιωλκού και να πάρω το δρόμο της επιστροφής, στην πλατεία του Χρυσοχοΐδη, βλέπω μπροστά μου το Χρήστο Μηλίτση. Σταμάτησα και:

-Καλημέρα Χρήστο, τι κάνεις φίλε μου; Και εκείνος έβγαλε μια φωνή χαράς.

-Μάκη μου (έτσι με φώναζε) πόσο χαίρομαι που σε βλέπω, έλα βγες από το αυτοκίνητο να σε δω λίγο. Πάρκαρα σε κάποιο σημείο και η χαρά του ήταν απερίγραπτη που με έβλεπε εκείνος ο άκακος άνθρωπος..

Σε ερώτημά μου, μου είπε πως στο εκεί Σχολείο δίδασκε (ήταν Διευθυντής) και με παρακάλεσε να μείνω επειδή (ήταν μεσημέρι) και στα παιδιά του όπως τα ονόμασε παρέδιδε το τελευταίο της ημέρας μάθημα οπότε στη συνέχεια θα τα «λέγαμε» καλύτερα.

Στην επιμονή του υπάκουσα και μάλιστα μετά το διάλειμμα των παιδιών με τράβηξε στην αίθουσα που δίδασκε και μου πρόσφερε το κάθισμά του να καθίσω, όμως εγώ προτίμησα να θρονιαστώ δίπλα σε ένα μαθητή για να θυμηθώ, όπως του είπα, τα χρόνια της δικής μου νιότης.

Ιστορία το μάθημα της παράδοσης και από την πρώτη στιγμή είχα καθηλωθεί και δεν πίστευα εκείνα που έβλεπαν τα μάτια μου και άκουγαν τα αυτιά μου.

Είχα κυριευτεί από ένα δέος γιατί με τη διδασκαλία του με ταξίδευε όπως και τους μαθητές του σε διάφορα μέρη της Πατρίδας μας.

Χωρίς να ακούγεται ψίθυρος και σε εκείνη την ησυχία ακόμη και η ανάσα του διπλανού σου ακουγόταν εκείνος ο γίγαντας της τέχνης παράδοσης μαθήματος με ένα γαλήνιο, και φιλικό πρόσωπο και κάτι διαπεραστικά μάτια που τα περιέφερε σε όλα του τα παιδιά χωρίς να εξαιρεί και την αφεντιά μου και με μια γλαφυρή και πεντακάθαρη άρθρωση σε κάθε του λέξη και τις ανάλογες χειρονομίες ιστορικά μας πήγαινε στις Μηλιές Πηλίου για να συναντήσουμε τον Άνθιμο Γαζή και τον Κωνσταντά, μας μετέφερε στο Βελεστίνο προκειμένου και εκεί να αποτίσουμε φόρο τιμής στο Ρήγα Φεραίο και αστραπιαία ακολούθως μας οδηγούσε στην Αλαμάνα στην οποία και εκεί όλοι μας προσκυνούσαμε το θεριό καλόγηρο Θανάση Διάκο με το κομμένο του σπαθί.

Όμως ο καλός δάσκαλος είχε πάρει φόρα και χωρίς καθυστέρηση και συνεπαρμένος από τα όσα ιστορικά σκεπτόταν και συναισθηματικά φορτισμένος βρισκόταν μας πήρε από την Αλαμάνα και στο Χάνι της Γραβιάς μας προσγείωσε για να σκεφτούμε πως και εκεί κόκκαλα ηρώων έχουν θαφτεί και πλημμύρα αγνό πατριωτικό αίμα πότισε εκτός από το χώμα ακόμη πέτρες και τους θάμνους της γύρω, από το Χάνι της Γραβιάς, περιοχής του ηρωικού Βουνού της Οίτης.

Μας είπε πολλά ο φίλος μου τον οποίο εκείνη τον ώρα περισσότερο εγώ από τους άλλους τον ένοιωθα εγώ ως δάσκαλο και τον κοίταζα με συνεχή θαυμασμό!

Δεινός ιστορικός και πιστεύω πως είχε καλά συλλάβει το νόημα της αποστολής του και την βιοποριστική εργασία του την θεωρούσε χωρίς υπερβολή λειτούργημα οι δε μαθητές του όπως και εγώ σαν τον Παρνασσό μεγάλο τον βλέπαμε την δε άδολη ψυχή του να είναι στολισμένη με περίσσιο ολοκάθαρο χιόνι κάποιας κορυφής του Παρνασσού ή έστω του Ολύμπου!

Κάποτε και όταν τέλειωσε το μάθημά του βγαίνοντας από την τάξη εγώ ακόμη δεν είχα συνέλθει ταξίδευα στα ιστορικά μονοπάτια που εκείνος πριν λίγη ώρα με είχε μεταφέρει και δεν κρατήθηκα. Φορτισμένος όπως ήμουνα του είπα να μου επιτρέψει να τον συγχαρώ και να τον αγκαλιάσω συγχρόνως μπροστά στους άλλους δασκάλους. Το έκανα, με χτύπησε στην πλάτη, κατάλαβε τι σκεπτόμουνα και, για λίγο, με άφησε στους δικούς μου στοχασμούς.

Δεν με άφησε να φύγω με πήρε στο σπίτι του που βρίσκεται εκεί κοντά στο σχολείο και φάγαμε μαζί το μεσημέρι και για να κάνει μάλιστα καλύτερη ατμόσφαιρα πήρε τη σύζυγο μου τηλέφωνο λέγοντας της

ότι τον «άνδρα της δασκάλας» τον κράτησε εκείνο το μεσημέρι στο δικό του σπίτι όχι να του δώσει τα δικά της χρήματα του 15νθημέρου, αλλά να πιούμε μαζί ένα καφέ.

Δεν αναφέρομαι στις άλλες αξίες του που ο Ταχυδρόμος προχθές τα αράδιασε για τον πολυγραφότατο σοφό φίλο μου Χρήστο Μηλίτση (του οποίου η πνευματική τροφή την οποία στα κατά σάρκα τρία παιδιά του άφησε όπως το ίδιο έκανε σε χιλιάδες μαθητές του και όχι μόνο) παρά μόνο θα πω ότι ο φίλος μου είχε συλλάβει το νόημα του δικού του λειτουργήματος το οποίο με υπευθυνότητα στο τέλος της δικής του αποστολής το έφτασε.

Είχα πολύ επηρεαστεί από εκείνη τη διδασκαλία του που τον έβλεπα να διδάσκει και έμεινα με την εντύπωση πως δεν ήταν εκεί την ώρα της διδασκαλίας του παρά νοερά είχε απογειωθεί και με τα παιδιά του έτρεχε σε ιστορικά σημεία εκεί που έχουν πέσει προγονοί μας.

Ο Δάσκαλος, ο κάθε δάσκαλος όπου και αν διδάσκει έχει την αξία του όμως οι του Δημοτικού Σχολείου εκπαιδευτικοί ανήκουν σε άλλοι κατηγορία.

Αυτοί διαπλάθουν χαρακτήρες. Παίρνουν κοντά τους τα μικρά αγρίμια ή τα συνεσταλμένα παιδάκια που πολλά εξ αυτών τις πρώτες μέρες κρύβονται πίσω από το φουστάνι της μάνας τους γιατί φοβούνται το δάσκαλο και σε λίγες μέρες δεν απομακρύνονται από τον καλό τους δάσκαλο και την καλή τους δασκάλα.

Από εκεί αρχίζει η μάθηση, από το Δάσκαλο του Δημοτικού και εκείνος τα παραδίδει στους πιο πάνω από αυτόν για να φτάσουν κάποτε και στα ύπατα αξιώματα μιας καλύτερης κοινωνίας.

Θέλω να απευθύνω στο παιδιά του καλού μου φίλου τον αγαπημένο μας αρχικά γιατρό Μιλτιάδη και τα αδέλφια Βάιο και Πάρη τα πλέον θερμά συλλυπητήρια όλης μου της οικογένειας και να αισθάνονται περήφανα για τον σοφό πατέρα τους.

Όσο για σένα αγαπημένε μου φίλε Χρήστο καλή στράτα σου εύχομαι και καλή μας κάποτε αντάμωση για να τα λέμε και πάλι από κοντά δεν γνωρίζω όμως αν εκεί θα μας χρειάζεται και το μάθημα της Ελληνικής Ιστορίας.

ΑΙΩΝΙΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ Η ΜΝΗΜΗ ΣΟΥ.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου