ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Διαβάζοντας μία θεσσαλική εφημερίδα

διαβάζοντας-μία-θεσσαλική-εφημερίδα-283006

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Οπως διαβάζω, για να τιθασευτεί ο Πηνειός, δεν είναι εύκολο. Θα φωνάξει παρευθύς για βοήθεια τα παιδιά του Ενιπέα, Πάμισο, Πορταϊκό, Ληθαίο, Τιταρήσιο, Καλέντζη, καθώς και δεκάδες ακόμα παραπόταμούς του. Όλες τις δυνάμεις του θα επιστρατεύσει και με τη μαχητική ορμή του θα χυμήξει και θα σμίξει με τα πανύψηλα κύματα του Αιγαίου. Μ’ αυτή τη μεγαλοφυή του εφευρετικότητα και με τη διαβολεμένη πονηράδα τού Οδυσσέα, θα μπει μέσα σε κάθε χαραμάδα γης. Θα παρακάμψει προς τα δεξιά, προς τ’ αριστερά θα προσπεράσει εμπόδια, θα παροχετεύσει τα νερά του, όπου μπορέσει, και καταφύγιο θα βρει κάτω απ’ το χώμα.

Αλλά, όπως διαβάζω, οι Θεσσαλοί, που τον αγαπούν, που στα τραγούδια τους τον τραγουδάνε, τον έχουν, τα τελευταία χρόνια, πολύ μελετήσει. Και όχι αργότερα από το 1910, χρονιά εξέγερσής τους ενάντια στα προνόμια των τσιφλικάδων, μα και του στραγγαλισμού των δικαιωμάτων τους, δεν λησμονούν το ιστορικό τούτο γεγονός. Έρχονται στο μυαλό τους οι πυροβολισμοί που έπεσαν, οι νεκροί, που τους σηκώσαν απ’ τη γη τού Κιλελέρ, καθώς και οι αμέτρητοι τραυματισμένοι. Τώρα, κοιτάζουν με αισθήματα ιστορικής δικαιοσύνης τα ορμητικά νερά τού αδερφού τους ποταμού και το μαύρο χώμα, που κόκκινο είχε βαφεί. Ο σιτοβολώνας καταπρασινίζει την άνοιξη. Κι εκείνα τα άγονα χρόνια έγιναν, σήμερα, γόνιμα χωράφια στα χέρια τους και τους ανταμείψανε με ψωμί κι ελευθερία.

Ο Πηνειός ο αδερφός τους! Όλοι ξέρουν πια πως υπάρχει ένας Μάρτης στην ιστορία διαφορετικός, αλλά κι ένας ποταμός τής αγροτιάς, που δεν στερεύει. Τώρα, έγινε και δικός μας αδερφός, βγήκαν τα νερά του στο «χωράφι» όλων μας, πλημμύρισε! Το καλύβι στον κάμπο αφανίστηκε, φύσηξε ένας ακατανόμαστος άνεμος και το παρέσυρε, και με την εφημερίδα στο στήθος μας ξαπλώνουμε τ’ απογεύματα πλάϊ στο ποτάμι, μέσα στη σκοτεινή καρδιά των θάμνων, και αναθυμούμαστε. Ο αγέρας έχει τη μυρωδιά τού χόρτου στα μαλλιά μας και το νερό τού ποταμού σκληρίζει ασταμάτητα στο Θεό για ειρήνη. Στη γλώσσα μας η γεύση είναι πικρή. Όλα ήταν όμορφα, τότε, όσο δεν ήτανε ποτέ, κι ούτε θα ξαναγίνουν. Ό,τι μας έχει απομείνει, είναι μονάχα τα μεγάλα πουλιά, που, τα απογεύματα, στο σκοτεινό ουρανό πια πετάνε. Το άδικο προχωράει με βήμα όλο σιγουριά. Οι καταπιεστές είναι πάντα έτοιμοι. Η βία, όπως ακριβώς είναι, έτσι θα μείνει. Αλλά όποιος ακόμα ζει, δεν λέει: Ποτέ! Ποιος θα τολμήσει να πει: Ποτέ; Ποιος φταίει, σαν η καταπίεση παραμένει; Εμείς. Ποιος φταίει, όταν γονατισμένος είσαι και δεν σηκώνεσαι όρθιος; Εσύ! Ποιος φταίει, όταν χαμένος νιώθω και δεν παλεύω; Εγώ! Ποιος φταίει για όλη τούτη την ένοχη σιωπή; Εμείς – καταπιεστές και καταπιεσμένοι…

Όμως, ο στρατιώτης σαν ακούσει πως έρχονται οι καταπιεστές, και άρρωστος νά’ ναι, θα σηκωθεί και πάλι. Μπορεί με δεκανίκια να’ ρθει, μπορεί ίσα ίσα να τα καταφέρει να συρθεί. Μα θα σηκωθεί, χωρίς άλλο, και θα’ ρθει ν’ αγωνιστεί ενάντια στους καταπιεστές και στους τυράννους. Ο στρατιώτης ξέρει καλά πως έχει πατρίδα, οικογένεια, γλώσσα και θρησκεία. Και κραυγάζει: «Όποιος το υνί απ’ το αλέτρι έμπηξε στη γη ένα εκατοστό βαθύτερα από οποιονδήποτε άλλο, αυτός είναι ο γενναίος στρατιώτης τής ανοικοδόμησης της κοινωνίας».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου