ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

«Να σταματήσει τώρα η καύση σκουπιδιών στην ΑΓΕΤ»

να-σταματήσει-τώρα-η-καύση-σκουπιδιώ-292548

Του Κώστα Στεργίου, μέλους της Τ.Ε. Μαγνησίας του ΚΚΕ

Οι αδειοδοτήσεις στην ΑΓΕΤ – Lafarge για την καρκινογόνα καύση σκουπιδιών και τις νυπολόγιστες επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων της πόλης του Βόλου, επανάφερε στη συζήτηση

γενικότερα το ζήτημα της αέριας ρύπανσης στην πόλη.

Η ημερίδα που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 16 Νοεμβρίου από τους επιστημονικούς φορείς του Βόλου ανέδειξε τις σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων από αιωρούμενα σωματίδια ΑΣ 2,5 και ΑΣ 10. Ωστόσο αξιοποιήθηκε από μερίδα τοπικών ΜΜΕ προκειμένου να αθωωθούν οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, και η τοπική διοίκηση, που αδειοδότησαν την ΑΓΕΤ να μετατρέψει το Βόλου σε αποτεφρωτήρα εκατοντάδων χιλιάδων τόνων απορριμμάτων, σκορπώντας στην ατμόσφαιρα της πόλης τοξικούς αέριους ρύπους και καρκινογόνα στοιχεία όπως οι διοξίνες, τα φουράνια και ο πτητικός υδράργυρος, αέριοι ρύποι, στους οποίους δεν αναφέρθηκαν οι ειδικοί στη επιστημονική ημερίδα.

Η αέρια ρύπανση είναι ένα σοβαρό θέμα, που εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Και στο παρελθόν έχουν γίνει μελέτες και μετρήσεις για την αέρια ρύπανση και έχουν εντοπιστεί ρυπογόνες πηγές (εκφόρτωση χύδην φορτίων στο λιμάνι, ρύποι από τις βιομηχανικές περιοχές και τη ΑΓΕΤ, καυσαέρια μεταφορικών μέσων – κυκλοφοριακό πρόβλημα, αιθαλομίχλη, κ.ά.).

Η συζήτηση και στην πόλη μας καλώς άνοιξε και πρέπει όλοι οι δημόσιοι επιστημονικοί φορείς, με τη απαραίτητη χρηματοδότηση από το κράτος, να ερευνήσουν και να προτείνουν τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπισή της.

Γι’ αυτό ως κόμμα έχουμε αναδείξει και έχουμε κάνει πολλές παρεμβάσεις για την έλλειψη των κατάλληλων υποδομών, του απαραίτητου επιστημονικού δυναμικού και των αντίστοιχων υπηρεσιών, που σταθερά θα ασχολούνται όχι μόνο με μετρήσεις, ελέγχους και φυσικά την εφαρμογή των κατάλληλων μέτρων που χρειάζονται, αλλά κυρίως με την πρόληψη σε όλους τους χώρους, για όλες τις μορφές επιβαρύνσεις του περιβάλλοντος. Ιδιαίτερη βαρύτητα πρέπει να δοθεί στους χώρους δουλειάς, όπου οι εργαζόμενοι ειδικά στη βαριά βιομηχανία έρχονται σε επαφή με τοξικά υλικά, απόβλητα και αέριους ρύπους, ώστε να παίρνονται τα αναγκαία μέτρα προστασίας τους.

Κάνουμε, επίσης, ξεκάθαρο ότι σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει πίσω από το πρόβλημα γενικά της αέριας ρύπανσης να συγκαλυφθεί και να συμψηφιστεί το θέμα της καύσης των απορριμμάτων από την ΑΓΕΤ. Η εγκληματική αδειοδότηση του εργοστασίου από τις κυβερνήσεις της ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ μετέτρεψε την περιοχή του Βόλου σε αποτεφρωτήρα απορριμμάτων με ολέθριες συνέπειες για την υγεία, αφού η καύση έχει αποτέλεσμα την παραγωγή μιας σειράς καρκινογόνων τοξικών στοιχείων. Ανεξάρτητα από την ανάγκη παρακολούθησης της αέριας ρύπανσης και μέτρων καταπολέμησης της, οι Βολιώτες πρέπει να απαιτήσουν να σταματήσει η καύση RDF/SRF και πετ – κοκ.

Θεωρούμε τουλάχιστον ως επιλεκτικό το προσανατολισμό της συζήτησης που γίνεται στην Ε.Ε, και στη χώρα μας για το θέμα υπερθέρμανσης του πλανήτη, της «κλιματικής αλλαγής» και της αέριας ρύπανσης. Η συζήτηση βέβαια προσπαθεί να κρύψει τους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες που επιδρούν στην εξέλιξη του φαινομένου και στο πού βρίσκεται η πραγματική αντιμετώπισή τους.

Γιατί, εκτός από το ζήτημα της υπερθέρμανσης, το περιβάλλον δέχεται όλο και μεγαλύτερες καταστροφικές επιδράσεις από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.Θα χρειαζόταν ολόκληρο βιβλίο για να καταγράψει κανείς τις περιβαλλοντικές «επιδόσεις» των μονοπωλίων και των πολιτικών τους εκφραστών, τον κατάλογο των περιβαλλοντικών εγκλημάτων του σύγχρονου καπιταλισμού σε βάρος του πλανήτη και των λαών που τον κατοικούν.

Η «κλιματική αλλαγή» και «υπερθέρμανση» αξιοποιείται για την ενίσχυση των καπιταλιστικών επενδύσεων, ώστε το κεφάλαιο να βγάλει και κέρδος και απ’ τα προβλήματα που το ίδιο προκαλεί. Οι «πράσινες» τεχνολογίες και η λεγόμενη «πράσινη οικονομία» που προωθούνται στο όνομα της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, αποσκοπούν στο να ανοίξουν νέα επενδυτικά πεδία στα μονοπώλια με μεγάλα και γρήγορα κέρδη.

Στο επίκεντρο των ευρωενωσιακών επιδιώξεων βρίσκεται η επικράτηση των ομίλων της στον ανταγωνισμό των ΗΠΑ – Κίνας – Ρωσίας, ιδίως στο πεδίο της λεγόμενης «πράσινης ανάπτυξης» και των «ανανεώσιμων πηγών ενέργειας», όπου η ΕΕ έχει σχετικό πλεονέκτημα, έχοντας αναπτύξει τέτοιες τεχνολογίες. Παράλληλα, στόχος της ΕΕ και των κυβερνήσεων για την επένδυση στον τομέα των ΑΠΕ και στη λεγόμενη «πράσινη οικονομία» είναι και η λεγόμενη «ενεργειακή ασφάλεια», καθώς επιδιώκουν την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ενεργειακή απεξάρτηση από άλλες δυνάμεις, όπως είναι η Ρωσία.

Είναι, ακόμη, γνωστό ότι ως βασικός μηχανισμός για την καταπολέμηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη στην ΕΕ παρουσιάζεται το αισχρό «σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων», όπου βιομηχανίες που εκπέμπουν αέρια θερμοκηπίου χαμηλότερα από το πλαφόν που τους έχει τεθεί, μπορούν να πωλούν, για την ποσότητα που δεν κάλυψαν «δικαιώματα ρύπανσης ». Από την άλλη, όμιλοι με ενεργοβόρες εγκαταστάσεις μπορούν να αγοράσουν το «περίσσευμα» αυτό, αποκτώντας το «δικαίωμα» να ρυπαίνουν κατά το δοκούν. Πρόκειται δηλαδή για ένα μηχανισμό επικερδούς αγοραπωλησίας της ίδιας της ρύπανσης που προκαλούν οι καπιταλιστές, που όχι απλώς δεν προστατεύει, αλλά αποδεδειγμένα έχει εντείνει την υποβάθμιση του περιβάλλοντος.

Σε κάθε περίπτωση, η αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής γίνεται με τους γνωστούς όρους «κόστους – οφέλους» για το κεφάλαιο. Γι’ αυτό είναι προκλητική, όταν σύμφωνα με έρευνες «100 εταιρείες αποτελούν την πηγή άνω του 70% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου από το 1988, η επιχείρηση μετατόπισης της ευθύνης από τα μονοπώλια και τις κυβερνήσεις τους στα λαϊκά στρώματα, η προσπάθεια να περάσει ως αντίληψη στους εργαζόμενους το ζήτημα της «ατομικής ευθύνης» ή της «ευθύνη των γενεών».

Σε αυτό τον αποπροσανατολισμό των εργαζομένων, σημαντικό ρόλο παίζουν διάφορες ΜΚΟ, αφού συμπλέουν τελικά με τις στρατηγικές επιλογές του μεγάλου κεφαλαίου, αποδέχονται τη φιλοσοφία της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» και πιέζουν για το παραπέρα χαράτσωμα των εργαζομένων μέσα από την προώθηση των περιβαλλοντικών φόρων, αναγνωρίζοντας χώρο δήθεν φιλοπεριβαλλοντικής δράσης στο κεφάλαιο.

Σε κάθε περίπτωση αποτελεί τουλάχιστον πρόκληση, οι πολιτικοί εκπρόσωποι των μονοπωλίων, ΕΕ και κυβερνήσεις, αυτοί που ανεβοκατεβάζουν τα όρια των εκπομπών ρύπων ανάλογα με τα συμφέροντα των βιομηχανιών, να εμφανίζονται ως προστάτες του περιβάλλοντος. Η «νομιμότητά» τους είναι κομμένη και ραμμένη στην κερδοφορία τους. Συνεπώς είναι κοροϊδία, όπως στην περίπτωση της ΑΓΕΤ, οι όποιες «μετρήσεις», καθώς επίσης και σχεδιαζόμενες «επιτροπές ελέγχου», που νομιμοποιούν τις καρκινογόνες διοξίνες και τα δηλητηριώδη απόβλητα.

Η μείωση των εκπομπών ρύπων είναι αναγκαία. Για να επιτευχθεί, απαιτείται να λαμβάνονται μέτρα πρόληψης του κινδύνου στην πηγή, αξιοποιώντας τις δυνατότητες που δίνει η πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας.

Το ΚΚΕ στηρίζει την πάλη του εργατικού και λαϊκού κινήματος της περιοχής μας για να σταματήσει η καύση σκουπιδιών και πετ-κοκ στην ΑΓΕΤ, να μην προχωρήσει η κατασκευή μονάδας παραγωγής SRF/RDF στην περιοχή μας, να αλλάξει ο ΠΕΣΔΑ ώστε να απαγορεύει ρητά την καύση σκουπιδιών. Από τα πράγματα γίνεται ηλίου φαεινότερο ότι η προστασία του περιβάλλοντος, προς όφελος του λαού, προϋποθέτει ένα ριζικά διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης.

Η υγεία και η ζωή του λαού κινδυνεύουν από την ίδια την καπιταλιστική ανάπτυξη ως σύνολο και γι’ αυτό η αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος είναι αδύνατη κάτω από τις συνθήκες κυριαρχίας των εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής. Γι’ αυτό και η προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας των εργαζομένων πρέπει να γίνει στοιχείο της πάλης του λαού για την εργατική εξουσία, την ανατροπή των μονοπωλίων και των ιμπεριαλιστικών ενώσεων που τα υπηρετούν.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου