ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η αποτυχία της δολοφονίας, τα επακόλουθα

η-αποτυχία-της-δολοφονίας-τα-επακόλου-340256

ΑΛΗΣΤΑ ΣΥΜΒΑΝΤΑ, ΔΥΣΘΡΟΟΙ ΛΟΓΟΙ

Του Γιάννη Ν. Καλαντζή

Ενας από τους ανώτατους αξιωματικούς, από τους βασικούς πρωταγωνιστές της συνωμοσίας (συνθηματική ονομασία «Επιχείρηση Βαλκυρία») της 20ής Ιουλίου 1944 εναντίον του Χίτλερ, ήταν ο Χάινριχ Γκραφ (=κόμης) φον Λέντορφ – Στέινορτ, ο δανδής Γερμανός, που καταγόταν από την ανατολική Πρωσία. Εκεί, στη σημερινή βορειοανατολική Πολωνία, στην καρδιά των λιμνών της Μαζουρίας, έζησε ο κόμης στο, πάνω από τρεις αιώνες, μέγαρο-παλάτι της αριστοκρατικής, πάμπλουτης οικογένειας των Λέντορφ και Στέινορτ, 20 χιλ/τρα μακριά από τη Φωλιά του Λύκου, το καταφύγιο του Χίτλερ.

Παραμονές κήρυξης του πολέμου, την περίοδο που υπηρετούσε στη Βέρμαχτ ως έφεδρος υπολοχαγός, ο Χάινριχ (είχε γεννηθεί το 1909) ζούσε ευτυχισμένος στο τεράστιο αρχοντικό τους, με την ιδιωτική λίμνη και την απέραντη δασώδη περιοχή, με τη γυναίκα του Γκοτλίμπε Λέντορφ και τις τρεις κόρες του, Μαρί Ελεανόρε, Βέρα και Γκαμπριέλ. Η γερμανική επίθεση το 1941 εναντίον της ΕΣΣΔ παρέσυρε στο Ανατολικό Μέτωπο και τον 32χρονο αξιωματικό Χάινριχ φον Στέινορτ, όπου οι φρικαλεότητες των Ναζί έμελλε να αλλάξουν τη ζωή του, αλλά και της οικογένειάς του.

Η συγγραφέας Αντγιε Φόλμερ, στο βιβλίο της «Διπλή Ζωή. Ο Χάινριχ και η Γκοτλίμπε και η αντίστασή τους κατά του Χίτλερ και του φον Ρίμπεντροπ», στα παρεπόμενα του πολέμου, περιλαμβάνει και δήλωση, που της εκμυστηρεύτηκε η Γκοτλίμπε, η μητέρα των τριών κοριτσιών: «Τη μέρα, που ο Χάινριχ ήρθε στο σπίτι μας από το Μέτωπο με άδεια ολίγων 24ώρων, ένιωσα ότι κάτι ιδιαίτερο θα πρέπει να είχε συμβεί. Σπίτι δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε, γι’ αυτό πήγαμε στο δάσος. «Ακουσέ με, πρέπει να σου πω κάτι», μου είπε ο Χάινι. «Είχα μια τρομακτική εμπειρία. Ενας άνδρας των SS άρπαξε ένα παιδί και άρχισε να το χτυπά σ’ ένα δένδρο, ώσπου το σκότωσε. Μετά από αυτό αποφάσισα να ενταχθώ στην Αντίσταση. Είμαστε μια ολόκληρη ομάδα γύρω από τον Μποκ. Ο Τρέσκοφ, ο Σλάμπρεντορφ, ο Χάρντεμπεργκ και άλλοι. Ολοι θέλουμε την εξόντωση του Χίτλερ».

Στις 20 Ιουλίου 1944, ο συνταγματάρχης Κλάους φον Στάουνμπεργκ πυροδότησε τη βόμβα στην αίθουσα, όπου συζητούσαν ο Χίτλερ και οι επιτελείς του. Και ενώ κατά την έκρηξη σκοτώθηκαν τέσσερεις αξιωματικοί, ο ναζιστής δικτάτορας επέζησε με τραύματα. Την επόμενη, κιόλας, ώρα, η Γκεστάπο άρχισε το άγριο κυνηγητό των συνωμοτών και το συνέχισε για μέρες. Από το σύνολο των συλληφθέντων, πολλοί βασανίστηκαν άγρια για να αποκαλύψουν τους συνεργάτες τους, άλλοι δε σύρθηκαν μπροστά στους δικαστές, στο «Φολκσγκερίχτσκοφ» (Δικαστήριο του Λαού) και εκτελέστηκαν αμελλητί…

Ο υποστράτηγος Χένινγκ φον Τρέσκοφ, ενεργό μέλος της γερμανικής Αντίστασης από το 1941, μέλος της συνωμοτικής ομάδας, πίστευε ότι ο Χίτλερ θα «έπρεπε να σκοτωθεί σαν σκυλί, γιατί έθετε σε κίνδυνο την ανθρωπότητα». Μετά την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα, αυτοκτόνησε. Ο Κλάους Στάουνμπεργκ, 36 ετών, κυριότερος πρωταγωνιστής της ιστορικής αντιστασιακής επιχείρησης, εκτελέστηκε με συνοπτικές διαδικασίες στην οδό που φέρει το όνομά του στο Βερολίνο. Τελευταία λόγια του ήταν: «Ζήτω η Αγία Γερμανία μας»! Ο διασωθείς Χίτλερ χαρακτήρισε τους συνωμότες ως «μια μικρή κλίκα φιλόδοξων, ασυνείδητων εγκληματιών και κουτών αξιωματικών»!

Ο κόμης Χάινριχ, για να σωθεί, κατέφυγε στο αρχοντικό του. Οταν τα χαράματα κατέφθασαν εκεί οι άνδρες των SS, διέφυγε από ένα παράθυρο του σπιτιού και κρύφτηκε στο δάσος, μετά, όμως, παραδόθηκε για να μην υποστεί η οικογένειά του τις συνέπειες. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1944 οι Ναζί τον οδήγησαν στην αγχόνη (ήταν 35 ετών), δήμευσαν το παλάτι της οικογένειας και οδήγησαν την εγκυμονούσα σύζυγό του και τις τρεις ανήλικες κορούλες του σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, απ’ όπου απελευθερώθηκαν το 1945.

Στους μήνες που ακολούθησαν, όλες οι οικογένειες των συνωμοτών έζησαν τρομακτικές εμπειρίες, υπέφεραν τα πάνδεινα μέχρι να ορθοποδήσουν. Πάρα πολύ ευνόησε η τύχη μια από τις θυγατέρες του Χάινριχ Στέινορτ, τη Βέρα ή Βερούσκα όπως έγινε γνωστή, η οποία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1960 διέγραψε λαμπρή καριέρα ως μοντέλο και έγινε εξώφυλλο σε αναρίθμητα περιοδικά μόδας, με ημερήσια αμοιβή ως και 10.000 δολάρια. Αποσύρθηκε από το επάγγελμα το 1975 μετά από διαφωνίες με τον διευθυντή της Vogue, επειδή ήθελε να τη μεταμορφώσει σε ένα μπουρζουά είδωλο.

Ευνοούμενη του καλλίγραμμου σώματός της ύψους 1,90 εκ., της ιδιαίτερης ομορφιάς του προσώπου της, των υψηλών γνωριμιών και της παγκόσμιας αποδοχής, έλαβε μέρος σε δυο κινηματογραφικές ταινίες. Το 1966, στην cult ταινία του Μικελάντζελο Αντονιόνι «Blow Up», με ένα σύντομο (5λεπτο), αλλά αισθητό πέρασμα, και αργότερα (2006) στην ταινία «Καζίνο Ρουαγιάλ». Το 2010, στα 71 της, περπάτησε στην Εβδομάδα Μόδας του Λονδίνου για τον οίκο Giles Deacon, ενώ μόλις πέρυσι συμμετείχε στο Look book του Acne Studios. Η Κόμισσα Vera von Lehndorff δεν παντρεύτηκε ποτέ.

Το 2007 επέστρεψε στο πατρικό της, για πρώτη φορά από την εκτέλεση του πατέρα της. Το κτήμα στις λίμνες της Μαζουρίας με το θεόρατο σπίτι, ένα οικτρό θέαμα, συγκίνησε τη Βερούσκα μόλις το αντίκρισε. Δεν έμεινε, όμως, άπραγη. Σύντομα δημιούργησε το Σύλλογο Λέντορφ του Στάινορτ και το 2009 το αγόρασε στη συμβολική τιμή του ενός ζλότυ (0,20 του ευρώ περίπου). Ο σύλλογος δραστηριοποιήθηκε και, υποστηρίζοντας το έργο γερμανικών και πολωνικών ιδρυμάτων, σχεδόν κατάφερε να τελειώσει την αποκατάσταση του παλατιού, το οποίο πρόκειται να λειτουργήσει ως ξενοδοχείο.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου