ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ο βομβαρδισμός του Βόλου κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

ο-βομβαρδισμός-του-βόλου-κατά-τον-β΄-πα-340361

Αρθρο με αφορμή την 75η επέτειο από την απελευθέρωση της Ελλάδος τον Οκτώβριο του 1944

Του Ross J. Robertson

Photo: Courtesy of Tinus le Roux

Η μετάφραση στα ελληνικά έγινε από τον Γιώργο Κωστήρα

* Ο Ross J. Robertson ερευνά τα επίσημα αρχεία του πολέμου, για να αποκαλύψει περισσότερα για τον βομβαρδισμό του λιμανιού του Βόλου από τους συμμάχους κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Στις 13 Οκτωβρίου το 1944 ξημέρωσε για την πόλη του Βόλου μια Παρασκευή όπως κάθε άλλη συνηθισμένη μέρα. Πεινασμένοι και υποταγμένοι, οι πολίτες της κατάφερναν να διαχειρίζονται την καθημερινότητα τους όσο καλύτερα μπορούσαν, κάτω από τον ζυγό ενός ανελέητου ναζιστικού καθεστώτος. Η «Κίτρινη Αποθήκη», στη διασταύρωση των οδών Βασσάνη και Γαζή, εξακολουθεί να αποτελεί μαρτυρία για εκείνες τις σκοτεινές μέρες. Αμέτρητοι φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν εκεί μέσα, πίσω από τους επιβλητικούς γκρίζους τοίχους της. Πάρα πολλοί δεν επιβίωσαν. Μετά την αποτυχημένη εισβολή των ιταλών φασιστών το 1940, χρειάστηκαν μόλις τρεις εβδομάδες μετά τη διέλευση της συνοριακής γραμμής του Μεταξά στις 6 Απριλίου 1941 και μετά από ένα πόλεμο – αστραπή, για τους Γερμανούς να καταλάβουν επιτυχώς ολόκληρη τη χώρα. Εκτοτε, ο Βόλος συνέχιζε να υποφέρει κάτω από τους δυνάστες του.

Ωστόσο, έως το φθινόπωρο του 1944, οι παλίρροιες του πολέμου είχαν αρχίσει να στρέφονταν σοβαρά κατά του Χίτλερ. Μια σειρά από ήττες, που περιλάμβαναν την απώλεια της Βόρειας Αφρικής, την απόβαση (ημέρα D) στη Νορμανδία και την επιτυχημένη απελευθέρωση από τις συμμαχικές δυνάμεις της ιταλικής χερσονήσου έως τα γοτθικά σύνορα, χλεύαζαν την υποσχόμενη 1000ετία του Ράιχ. Μεγαλύτερη ανησυχία για τους Γερμανούς κατακτητές αποτελούσε το γεγονός ότι στόχοι στη Γιουγκοσλαβία και στην Αλβανία δέχονταν συνεχείς αεροπορικές επιθέσεις, φέρνοντας έτσι εκκαθάριση στην Αδριατική και προκαλώντας όλεθρο στις γραμμές εφοδιασμού προς την Ελλάδα. Σημαντικό επίσης το γεγονός, ότι ο Κόκκινος Στρατός αντιστεκόταν πολεμώντας τους Γερμανούς σε ένα μέτωπο που εκτεινόταν από τη Βαλτική έως τη Μαύρη Θάλασσα. Μέχρι τον Αύγουστο του 1944, είχαν απομακρύνει τη Βέρμαχτ από τη Ρουμανία και η πάλαι ποτέ δύναμη του Αξονα είχε απορροφηθεί στα αυξανόμενα σοβιετικά εδάφη. Η Βουλγαρία, η οποία είχε προσαρτήσει τις ελληνικές περιφέρειες της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης για τους Γερμανούς το 1941, θα ήταν η επόμενη.

Η αυξανόμενη απειλή της αποκοπής από την πατρίδα ήταν ένα πρόβλημα που γινόταν ακόμη πιο σύνθετο και εξαιτίας άλλων παραγόντων. Παρά τις θηριώδεις, αλλά επιτυχείς επιχειρήσεις του προηγούμενου έτους, που διεξήγαγαν ελίτ γερμανικά στρατεύματα, κατά του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, αυτές οι πολιτικά αντίθετες ελληνικές ομάδες αντίστασης παρέμεναν αγκάθι για τον δυνάστη. Επιπλέον, οι σύμμαχοι χρησιμοποιούσαν το έδαφος που είχαν ανακτήσει στην Ιταλία, για να εξαπολύουν έναν συνεχώς αυξανόμενο αριθμό αεροπορικών εξορμήσεων σε γερμανικούς ναυτιλιακούς και στρατιωτικούς στόχους στην Ελλάδα.

Ο όποιος ενθουσιασμός που ένιωσαν οι πολίτες του Βόλου, όταν έμαθαν ότι οι Γερμανοί τελικά εκκένωσαν την Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου, ήταν βραχύβιος. Μέχρι το πρωί στις 13 Οκτωβρίου, το λιμάνι του ήταν γεμάτο με πλοία που είχαν τραπεί σε φυγή από τον Πειραιά, δύο ημέρες νωρίτερα. Οι σύμμαχοι σύντομα έλαβαν γνώση του γεγονότος. Μία έκθεση επιβεβαιώνει ότι «μια ασυνήθιστη συγκέντρωση από πλοία βρισκόταν στο κύριο λιμάνι». Ο Βόλος είχε ξαφνικά γίνει στόχος υψηλής προτεραιότητας.

Θαμμένες στα επίσημα αρχεία για τα τελευταία 75 χρόνια, είναι οι λεπτομέρειες του τι συνέβη στη συνέχεια. Μόνο με προσεκτική εξέταση και διασταύρωση των αποχαρακτηρισμένων άκρως απορρήτων πολεμικών αρχείων των συμμάχων, μπορεί να αναδειχθεί ολόκληρη η ιστορία. Η ανταμοιβή για αυτή την ενδελεχή διαδικασία είναι ότι νέες γνώσεις και ανατροπές στην ιστορία μπορούν να τεκμηριωθούν.

Καθώς οι πολίτες του Βόλου κοιμόντουσαν εκείνη την Παρασκευή, τελικές προετοιμασίες για μια άλλη αποστολή σε εχθρικό έδαφος λάμβαναν μέρος. Η επιχείρηση 54 θα διεξαγόταν από την 25η Μοίρα της SAAF (Πολεμική Αεροπορία της Νοτίου Αφρικής). Στις 07.10 η ώρα, ένα σμήνος δώδεκα βομβαρδιστικών αεροπλάνων τύπου Ventura, υπό τη διοίκηση του αντισμήναρχου Shuttleworth, απογειώθηκε από το Biferno της Ιταλίας. Το κάθε αεροπλάνο, έφερε μαζί του από μια θανατηφόρα βόμβα των 2.500 λιβρών (1.200 κιλά). Στις 08.30, το σμήνος προσγειώθηκε στο Μπρίντιζι για ανεφοδιασμό και για μια τελευταία ενημέρωση. Δυστυχώς, ένα από τα αεροσκάφη παρουσίασε μηχανική βλάβη και αναγκάστηκε να αποσυρθεί. Οταν το υπόλοιπο μέρος του σμήνους απογειώθηκε πάλι στις 10.55, ένα άλλο αεροσκάφος καθυστέρησε να απογειωθεί, λόγω προβλημάτων εκκίνησης. Τελικά επέστρεψε στο Biferno στις 14.00, αφού δεν κατάφερε να προφτάσει το υπόλοιπο σμήνος. Καθώς τα υπόλοιπα δέκα αεροσκάφη κατευθύνονταν προς την Ελλάδα, συνοδεύονταν από τρία αεροπλάνα Spitfires της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας (RAF).

Μόλις τριάντα λεπτά πτήσης είχαν περάσει και ένα ακόμη αεροσκάφος ανέφερε προβλήματα κινητήρα και αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Μπρίντιζι. Μόνο εννέα αεροσκάφη είχαν απομείνει τώρα. Παραδόξως, ο επικεφαλής του σμήνους Shuttleworth, αντιμετώπισε επίσης προβλήματα με τον κινητήρα μόλις έφθασαν στην ελληνική ακτή. Γνωρίζοντας ότι η απόσυρσή του θα έθετε την αποστολή σε σοβαρό κίνδυνο, αποφάσισε να συνεχίσει. Ευτυχώς, το πρόβλημα επιλύθηκε τελικά.

Δίχως να το γνωρίζει ο Shuttleworth, περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον στόχο κατέφθαναν. Αναφορά των μυστικών πληροφοριών της RAF(αριθ. 226) δηλώνει ότι στις 10.10 η ώρα, «πάνω από 70 ενεργά πλοία βρίσκονταν στο λιμάνι, ανάμεσα στα οποία το ατμόπλοιο Adriana (4353 τόνων) και το ατμόπλοιο Lola (1.193 τόνων ), 2 αντιτορπιλικά Partenope (ιταλικά πολεμικά πλοία που διοικούνταν από τη γερμανική Kriegsmarine), 2 κορβέτες (πολεμικά πλοία περιπολίας και συνοδείας), 7 Coasters (εμπορικά πλοία) και το Danubes (φορτηγίδα), 17 καΐκια (ιστιοπλοϊκά σκάφη) και σχεδόν 40 μικρά συνοδευτικά σκάφη διαφόρων τύπων. Αυτές οι λεπτομερείς πληροφορίες ήρθαν «από το πεδίο», που σημαίνει ότι κατά πάσα πιθανότητα ένας πολίτης του Βόλου έστελνε πληροφορίες με σήματα Μορς, κατασκοπεύοντας τους Γερμανούς και θέτοντας έτσι τη ζωή του σε κίνδυνο.

Λίγες ώρες αργότερα και με καθαρό ουρανό, το σμήνος πλησίασε τον στόχο στα 10.000 πόδια (3.000 μ.) με κατεύθυνση 40 μοιρών. Δεν γνώριζαν ότι το ατμόπλοιο Lola και τα δύο αντιτορπιλικά είχαν αποφύγει την επικείμενη επίθεση και έπλεαν προς τη Θεσσαλονίκη.

Είκοσι επτά ισχυρές εκρηκτικές βόμβες των 500 λιβρών (220 κιλά) και τριάντα έξι των 250 λιβρών (110 κιλά) έπεσαν η μια μετά την άλλη. Καθώς έπεφταν κάτω, το πλοίο Adriana, το μεγαλύτερο εχθρικό μηχανοκίνητο σκάφος στην περιοχή του Αιγαίου, πυρπολήθηκε και άρχισε να καπνίζει. Μια από τις κορβέτες, το «Bridgette», βυθίστηκε, όπως και η φορτηγίδα του Δούναβη «Laudon» (378 τόνοι). Πλήθος μικρότερων σκαφών επίσης βυθίστηκε ή καταστράφηκε στη φωτιά. Ακόμα και ένα JU-52 υδροπλάνο στάλθηκε κατευθείαν στον πυθμένα μετά από ένα άμεσο χτύπημα. Μια τεράστια δεύτερη έκρηξη άφησε μια τρύπα ύψους 150 ποδιών (50 μ.) στην αποβάθρα και κατέστρεψε «τρία μεγάλα τετράγωνα κτιρίων δίπλα στην αποβάθρα». Είχε προκληθεί από μια αποθήκη πυρομαχικών που πυροδοτήθηκε μέσα στο χάος. Αλλες εκρήξεις αναφέρθηκαν ότι συνεχίστηκαν για πάνω από δέκα λεπτά μετά την επίθεση.

Η υλική ζημία ήταν σημαντική. Κανείς δεν ξέρει πόσες ήταν οι γερμανικές απώλειες. Σε ανταπόδοση, οι επιδρομείς αντιμετώπισαν «έντονα» ελαφρά και «περιορισμένα» βαριά αντιαεροπορικά πυρά από πολεμικά πλοία και θέσεις εδάφους. Ωστόσο, δεν χτυπήθηκε ούτε ένα αεροσκάφος. Καθώς επέστρεφαν προς τη βάση τους, σημειώθηκε ότι μαύρα σύννεφα καπνού από την καταστροφή που είχαν προκαλέσει ήταν ευδιάκριτα από 60 μίλια (100 χλμ.) μακριά.

Το σμήνος έφτασε στο Μπρίντιζι στις 14:15 και επέστρεψε με ασφάλεια στο Biferno στις 16.22. Η φωτογραφική αναγνώριση που έγινε την επόμενη ημέρα επιβεβαίωσε ότι η επιδρομή ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματική, παρά τη μείωση του αριθμού των συμμετεχόντων αεροσκαφών λόγω μηχανικής βλάβης. Οι βομβιστικές επιδρομές κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν αξιοσημείωτα ανακριβείς. Ωστόσο, η ακρίβεια της 25ης Μοίρας ήταν χειρουργική. Η πόλη είχε γλιτώσει από την πιθανότητα μιας σοβαρής καταστροφής. Σε μήνυμα συγχαρητηρίων που απέστειλε στο SAAF λίγο αργότερα, ο διοικητής Αεροπορίας περιέγραψε τη δράση ως μια «εξαιρετική απόδοση».

Τα αρχεία αναφέρουν επίσης μια άλλη αποστολή την 13η, αυτή τη φορά από μια διμοιρία της 6ης Μοίρα της RAF. Στις 07.45, τέσσερα αεροσκάφη τύπου Hurricane IV υπό τη διοίκηση του μοίραρχου R.H. Langdon Davies απογειώθηκαν από το πρόσφατα αιχμαλωτισμένο αεροδρόμιο του Αράξου, λίγο έξω από την Πάτρα. Αυτή η αποστολή αναγνώρισης έφτασε στον Βόλο ώρες πριν από τον βομβαρδισμό της SAAF, αλλά δεν αποτέλεσε ακούσια προειδοποίηση για τους Γερμανούς. Παρατηρήθηκαν πολλά πλοία στο λιμάνι, μεταξύ των οποίων «ένα μεγάλο εμπορικό ατμόπλοιο». Αν και παραμένει ανεπιβεβαίωτο, θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν το ατμόπλοιο Lola, που ετοιμαζόταν να φύγει για τη Θεσσαλονίκη. Κατά την επιστροφή, είδαν μια στάσιμη φάλαγγα περίπου 50 μηχανοκίνητων οχημάτων μεταφοράς κοντά στη Θήβα. Ανέφεραν επίσης μια άλλη φάλαγγα 30 μηχανοκίνητων μεταφορικών οχημάτων στον δρόμο από Θήβα προς Λαμία. Οι Γερμανοί που είχαν τραπεί σε φυγή σταμάτησαν μόλις εντοπίστηκαν. Ανεξήγητα, κάποιος από προπορευόμενο όχημα έριξε κόκκινη φωτοβολίδα στο διερχόμενο αεροσκάφος.

Παρά την απόλυτη επιτυχία της SAAF, η 25η Μοίρα διεξήγαγε την επιχείρηση 58 μόλις τρεις ημέρες αργότερα, στις 16 Οκτωβρίου. Παρά τα πολλά σύννεφα, ένα από τα οκτώ Venturas που στάλθηκαν στην επιδρομή σημείωσε άμεσο χτύπημα σε ένα πλοίο 1.000 τόνων, πυροδοτώντας το. Περαιτέρω χτυπήματα κοντά στην αποβάθρα όπου βρίσκονται σήμερα το κτίριο του Ελληνικού Λιμενικού Σώματος και η βόρεια σιδηροδρομική προβλήτα, κατέστρεψαν «τουλάχιστον 2 από τα 6 έως 8 πλοία που ήταν αγκυροβολημένα το ένα δίπλα από το άλλο». Η συνολική ζημιά αυτή τη φορά, ωστόσο, ήταν πολύ μικρότερη. Οι Γερμανοί είχαν μάθει από το λάθος τους και είχαν διασκορπίσει οποιοδήποτε λειτουργικό σκάφος είχε παραμείνει από την προηγούμενη επιδρομή έξω από το λιμάνι. Η υπηρεσία πληροφοριών της RAF ανέφερε ότι το πλοίοAdriana «ήταν πολύ έντονα μπαταρισμένο και εξακολουθούσε να φλέγεται». Επιβεβαιώνουν ότι μετέφερε στρατεύματα και βαρέα μηχανήματα από την περιοχή της Αθήνας.

Τον Βόλο επισκέφτηκαν και πάλι στις 17 Οκτωβρίου, αλλά αυτή τη φορά ήταν η 809η Μοίρα του Αεροπορικού Στόλου (δηλαδή η RAF αποσπασμένη στο Βασιλικό Ναυτικό). Δύο πτήσεις Supermarine Seafires (μια ναυτική προσαρμογή του Spitfire) ξεκίνησαν από το αεροπλανοφόρο HMS Hunter. Αφού κατέπλευσε από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, βρισκόταν τώρα στο Αιγαίο ως μέρος της επιχείρησης Manna (απελευθέρωση της Ελλάδας). Επιτέθηκαν στο λιμάνι του Βόλου, βυθίζοντας ένα Dornier Do-24 (ένα τρικινητήριο γερμανικό υδροπλάνο).

Στις 22 Οκτωβρίου, ένα μόνο Spitfire VB της RAF, κατευθυνόμενο από τον υποσμηναγό J.S. Ο. Αντερσον της 94ης Μοίρας πέταξε πάνω από το. Βόλο σε ύψος 1.000 ποδιών (300 μ.) σε μια αποστολή αναγνώρισης. Αναφέρει ένα πλοίο 1.000 τόνων «με την πρύμνη στην αποβάθρα». Την επόμενη μέρα ακολούθησε ένα Supermarine Spitfire VIII της RAF από την 32η Μοίρα. Είχε απογειωθεί από το αεροδρόμιο στο Καλαμάκι που πρόσφατα είχαν καταλάβει στην Αθήνα για να κάνει αναγνωριστικές πτήσεις στον Παγασητικό Κόλπο και την περιοχή γύρω από τον Βόλο. Εγκαταλειμμένο πλοίο έγινε ορατό στον κόλπο του Αλμυρού. Μεταξύ των πολυάριθμων βυθισμένων σκαφών παρατηρήθηκε το ίδιο πλοίο των 1.000 τόνων στο λιμάνι του Βόλου. Στα βορειοδυτικά δεν βρέθηκαν φάλαγγες στον δρόμο από τον Βόλο προς τη Λάρισα. Ολες οι γέφυρες στον δρόμο αναφέρθηκαν να έχουν ανατιναχθεί και η σιδηροδρομική γραμμή να έχει καταστραφεί σε διάφορα σημεία.

Ακόμη και πριν από αυτές τις τελευταίες αποστολές, το επίκεντρο της προσοχής είχε μετατοπιστεί από τον Βόλο και στα βόρεια, καθώς οι σύμμαχοι κυνηγούσαν και παρενοχλούσαν την αποχώρηση του εχθρού. Αποδείχθηκε ότι οι Γερμανοί μπορούσαν να υποχωρήσουν εξίσου γρήγορα όπως έφτασαν. Μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου βρίσκονταν εκτός της ηπειρωτικής χώρας, με μόνο την Κρήτη και τα απομονωμένα νησιά να παραμένουν κατακτημένα, αλλά αποκομμένα. Για καλή του τύχη, η μικρή πόλη του Βόλου είχε επιβιώσει κατά την απελευθέρωση αλώβητη. Ο ανθρώπινος απολογισμός σε ό,τι αφορά στα φρικιαστικά δεινά και τις ζωές που καταστράφηκαν και χάθηκαν είναι ένα άλλο θέμα εξ ολοκλήρου.

Οσο για τα πολυάριθμα ναυάγια που αφέθηκαν να ρυπαίνουν το λιμάνι, θα απομακρύνονταν τελικά και θα περισυλλέγονταν για παλιοσίδερα. Είναι, ωστόσο, μια ενδιαφέρουσα ιδέα ότι τα στριμμένα μεταλλικά κομμάτια και άλλα υπολείμματα των επιθέσεων, συμπεριλαμβανομένων των θρυμματισμένων τμημάτων και από τα δύο υδροπλάνα, πρέπει να βρίσκονται ακόμη στον βυθό. Ισως να παραμένουν και θραύσματα από τις ίδιες τις βόμβες που προκάλεσαν την καταστροφή. Καλυμμένα από λάσπη και κρυμμένα στον βυθό, αυτά τα αντικείμενα έχουν γίνει ένα με τη μνήμη αυτού του σημαντικού γεγονότος τοπικής ιστορίας. Και τα δύο είναι σε μεγάλο βαθμό ξεχασμένα καθώς σιγά – σιγά διαβρώνονται μέσα στον χρόνο.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου