ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Αγνός ποιμένας δύο ποιμνίων (Ευθυμογράφημα)

αγνός-ποιμένας-δύο-ποιμνίων-ευθυμογρ-345620

Του Σεραφείμ Αθανασίου

Παλιά ρουμελιώτικη ιστορία και σε πολλά σημεία αυτής η τότε γλώσσα της απόλυτα ταίριαζε με τη θεσσαλιώτικη και τούτο γιατί στα θεσσαλικά χωριά ίδια ήθη και έθιμα επικρατούσαν και με τα όσα κομμένα ή ραμμένα έλεγαν μια χαρά τα πήγαιναν.

Αλλά να και η ιστορία μας με, επιτρέψτε μου, λιγάκι αλατοπίπερο.

Εκατό και πλέον τα χρόνια που πέρασαν και στο ορεινό ρουμελιώτικο χωριό δεν είχαν ρεύμα, δεν είχαν νερό στα σπίτια τους και οι δρόμοι βρισκόντουσαν στα κακά τους χάλια.

Στενά τα δρομάκια μέσα στο χωριό, γεμάτα σκόνη το καλοκαίρι, τον δε χειμώνα με δυσκολία περπατούσαν οι άνθρωποι μέσα στις λάσπες και στις λακκούβες, που κρατούσαν νερά βροχής και περνώντας οποιοσδήποτε, ιδιαίτερα σε βαθιά σκοτάδια, μέχρις ότου πάει εκεί που ήθελε γινόταν λούτσα από νερά και λάσπες ανάμικτα.

Ο,τι όμως και να ήταν, όσες δυσκολίες και αν υπήρχαν στο χωριό, στο όποιο χωριό, εκείνοι που το κατοικούσαν με δύναμη ψυχής το αγαπούσαν και σαν τα μάτια τους το πρόσεχαν, παρά τη φτώχεια που τους …έδερνε.

Είπα φτώχεια και νομίζω πως κοροϊδεύω τον εαυτό μου με αυτή τη λέξη.

Και το λέω επειδή σε κανένα ελληνικό χωριό δεν πείναγε άνθρωπος και το τοποθετώ έτσι γιατί ο φτωχός καρβέλια ψωμί ονειρεύεται, ενώ στα χωριά οι παραδοσιακοί φούρνοι τα καλύτερα και πιο νόστιμα καρβέλια ψωμιού έψηναν…

Κλαιγόντουσαν ως φτωχοί (το ίδιο έκανα και εγώ) όμως με ένα στομάχι πάντα γεμάτο με τα καλύτερα και αγνότερα φαγητά και ας μη βρισκόταν μία στην τσέπη του μπαλωμένου παντελονιού τους.

Και επειδή δεν είχαν δραχμή στην τσέπη τους αυτοί οι πονηροί, υπό την καλή έννοια, χωριάτες, έλεγαν ότι είναι φτωχοί.

Κανένας τους δεν πείναγε γιατί από τους πολλούς ή λιγοστούς τους αγρούς γέμιζαν καλούδια τροφών τα κατώγια τους, ρεβίθια, φρέσκα και ξερά φασόλια, φακές, σιτάρι, λάδι, όσοι είχαν και ελιές, σταφύλια, σταφίδες, βαρέλια κρασιού, πεπόνια και θεόρατα καρπούζια που μοσχοβόλαγε ο τόπος, χώρια που στους κήπους τους πολλές κότες, κοκόρια, πάπιες και μικρά πουλάκια αυτών, χορτασμένα με σπόρους καλαμποκιών ή άλλες τροφές, περπατούσαν ανάμεσα σε αμέτρητα κουνέλια τα οποία κρυβόντουσαν σε χωμάτινες τρύπες, που με τα μπροστινά τους ποδαράκια κατασκεύαζαν, χωρίς φόβο όμως έβγαιναν για να φάνε το καταπράσινο φρέσκο χορταράκι που τους κουβάλαγε ο παππούς, η γιαγιά ή το εγγονάκι αυτών και τα οποία πουλερικά και συμπαθή κουνελάκια πολλές φορές, δυστυχώς αυτή είναι η μοίρα τους, μέσα από τις κατσαρόλες σπιτιών ανέδιδαν μια μοσχοβολιά που τάραζε ευχάριστα ρουθούνια πολλών.

Αλλά ας έρθουμε στην ιστοριούλα μας.

Ενα καλοκαίρι ο δεσπότης της Λαμίας αποφάσισε να κάνει περιοδεία σε χωριά δικαιοδοσίας του και να δει από κοντά τους ιερείς του.

Είχε για πρώτη φορά αποκτήσει η Μητρόπολη ένα μικρό αυτοκίνητο το οποίο είχε κάνει δώρο στον δεσπότη ένας του ξάδερφος που ήταν στην Αμερική και επιστρέφοντας στο χωριό του ο καλός «Αμερικανός», όπως τον είχαν βαπτίσει, είχε δώσει «καλό δείγμα γραφής» τόσο στον εξάδελφό του ιεράρχη, όσο και στο χωριό από το οποίο καταγόταν και μόνιμα πλέον σκεπτόταν να μείνει το υπόλοιπο της ζωής του.

Ετσι λοιπόν είχαν τα πράγματα και κάποιο απόγευμα Σαββάτου εκείνο το σεβάσμιο γεροντάκι με οδηγό τον διάκο του πήραν τον δρόμο του ορεινού χωριού και μέχρις ότου φτάσουν σε αυτό πολύ ταλαιπωρήθηκαν από τον γεμάτο σκόνη και λακκούβες δρόμο και εξαιτίας ενός προπορευόμενου μικρού φορτηγού οι επιβαίνοντες, μια που από τη ζέστη είχαν ανοιχτά τα παράθυρα, έγιναν ολόλευκοι.

Αρκετός ο κόσμος που βρισκόταν στο μοναδικό μεγάλο καφενείο και όταν διαπίστωσαν ότι το σεβάσμιο γεροντάκι ήταν ο δεσπότης τους έτρεξαν κοντά του να πάρουν την ευχή του.

Ενημέρωσαν τον πρόεδρο της Κοινότητος και τον παπα Γιώργη που ευτυχώς βρισκόταν σπίτι του και το «ευτυχώς» έλεγαν επειδή μια που ήταν και τσοπάνης μπορούσε να ήταν στα γιδοπρόβατά του.

Τότε οι ιερείς εργαζόντουσαν και σε δικές τους δουλειές όπως άλλωστε γίνεται και σήμερα που δυστυχώς τους σημερινούς ακόμη τους έχουν- και λόγω κρίσης- άμισθους.

Τρέχοντας, πρόεδρος και ιερέας, ήρθαν στο καφενείο και καλωσόρισαν τον δεσπότη ο οποίος δεν είχε ενημερώσει τον ιερέα γιατί στα χωριά όπως και στις πολιτείες και σε χιλιάδες σπίτια δεν υπήρχαν τηλέφωνα.

Κάθισαν λίγο στο καφενείο και τον μεν δεσπότη πήρε ο παπα Γιώργης σπίτι του, ο δε διάκος φιλοξενήθηκε από τον πρόεδρο.

Και μια που για πρώτη φορά δεσπότης ήρθε στο χωριό τους, κατά τη θεία λειτουργία της Κυριακής, καρφίτσα δεν έπεφτε στο δάπεδο της εκκλησιάς τους αφού όλο το χωριό εκεί βρισκόταν και μάλιστα περισσότερα ήταν τα νέα παιδιά αγόρια και κορίτσια.

Πρέπει δε να θυμίσουμε πως εκείνα τα χρόνια οι οικογένειες αποτελούντο, εκτός από παππούδες, γιαγιές, παιδιά αυτών των γερόντων, που ήταν έγγαμα και εκείνα είχαν αραδιάσει ένα σωρό δικά τους παιδιά που έμειναν στο ίδιο σπίτι και μπορούσαν να υπερβούν τα 10 – 12 άτομα μικρά – μεγάλα.

Πάντως, στα χωριά δεν υπήρχε σπίτι με μέλη οικογένειας κάτω των 7 ατόμων και τούτο επειδή και οι παππούδες ανάμεσα στους νέους ζούσαν και όχι σε γηροκομεία.

Μάλιστα θυμάμαι και στον πέρα μαχαλά του δικού μου χωριού σε ένα, ευλογημένο από τον Θεό, μικρό και φτωχικό σπιτάκι, ζούσαν, παππούς, γιαγιά, παιδί και νύφη αυτών των γερόντων και κάπου 9 εγγόνια από την ηλικία των 10 μέχρι και των 25 χρόνων.

Σε εκείνα τα θεοσκότεινα βράδια όλων των εποχών ιδιαίτερα τους χειμώνες που οι άνθρωποι δεν είχαν με τι να ασχοληθούν, ενώ δεν υπήρχαν ούτε τηλεοράσεις, ούτε ραδιόφωνα, ούτε κέντρα διασκέδασης, ούτε τίποτα, κοιμόντουσαν νωρίς και χόρταιναν ύπνο.

Ομως ενδιάμεσα του ύπνου τους και ως ζώντες οργανισμοί ξυπνούσαν επειδή άκουγαν και κάποιους «ποντικούς» να σκαλίζουν κουβέρτες ή κουζινοντούλαπα να βρουν τροφή.

Αυτά λοιπόν τα ποντικάκια με ευχαρίστηση τα πρόγκιζαν οι ιδιοκτήτες τους και εκείνα, σαν δώρο που τα άφησαν να ζήσουν, ύστερα από μερικούς μήνες σαν μάγοι εξ ουρανού τούς έστελναν δικά τους δώρα που έμοιαζαν με αγγελικές μορφές.

Τώρα, έχουμε νερό βρύσης, ρεύμα που μας αλλάζει τα φώτα, τηλεόραση που μας δείχνει βρακωμένες και ξεβράκωτες, κέντρα διασκέδασης που από την πολύ κραιπάλη και για ασήμαντη αφορμή στον άλλο κόσμο στέλνουν ακόμη και κολλητούς τους.

Ολα λοιπόν τα έχουμε, αλλά παιδιά δεν έχουμε και αυτοί οι τυφλοπόντικες που κάποτε μεσάνυκτα ξύπναγαν και ανάμεσα σε κουβέρτες για τροφή έψαχναν και αυτοί από πολλά σπίτια χάθηκαν αλλάζοντας δρόμο πλεύσης σε σκοτεινά ημισφαίρια ζητώντας τροφή έστω διαφορετικής και τελείως άνοστης γεύσης.

Τα χρόνια εκείνα της όμορφης παραγωγής επικρατούσε ζωντάνια χαράς και ευτυχίας παρά το ότι και τα παιδιά των χωριών μετά το Δημοτικό στα χωράφια δούλευαν και κοντά στις προβατίνες τους ζούσαν συμμορφούμενα και με τα τότε αυστηρά ήθη και έθιμα που χώριζαν «γαλάρια» από « στέρφα» και εννοώ κορίτσια από αγόρια ενώ σήμερα εάν το κορίτσι ή και αγόρι δεν έχει φίλο ή φίλη, ίσως θεωρηθεί και ψυχολογικά άρρωστο.

Καρφίτσα λοιπόν δεν έπεφτε στο δάπεδο με τόσο κόσμο, ιδιαίτερα νέους και νέες, είχαν γεμίσει την εκκλησία του χωριού για να δουν τον δεσπότη και εκείνος προσευχόταν να τα προστατεύει ο Θεός.

Στο τέλος της θείας λειτουργίας είπε τόσα πατρικά λόγια σε εκείνα τα παιδιά τα οποία πολύ ενθουσιάστηκαν και όλα πήγαν κοντά του να πάρουν αντίδωρο από το δικό του χέρι.

Στο σπίτι του παπά τούς περίμενε η παπαδιά η οποία για να ετοιμάσει τα καλύτερα φαγητά για τον δεσπότη και τον διάκο δεν είχε πάει στην εκκλησία και όταν άρχισαν μετ’ ολίγο να τρώνε ένιωθαν πως ο οισοφάγος τους δεν είχε άλλοτε γευτεί τέτοια νοστιμιά φαγητού όπως εκείνη που ένιωσαν στο σπίτι του ολιγογράμματου ιερέα ο οποίος για να διαβάσει τα Ευαγγέλια συνήθως έκανε πρόβες και κοντά στα ζωντανά του.

Εφαγαν, ήπιαν και αφού στην αυλή κάθισαν για τον καφέ τους ο καλός δεσπότης ενθουσιασμένος και με τα τόσα παιδιά που είχε δει στην εκκλησία ρώτησε τον παπα Γιώργη:

Πες μου παπα Γιώργη πώς τα πας με το ποίμνιό σου;

– Δόξα του Θειό δισπότιμ καλά τα πάου, μόνου που αυτό του γκιρό έχου ένα προβληματάκι θα πιράς όμους γλήγουρα.

– Τι προβληματάκι έχεις;

– Να οι άρινες κτάζνε ποιος να πρωτουπδίς τσθιλκιές κι σπαζουκιφαλιάζουντι. Γιμίζνε αίματα τα κιφάλιατς γιατί παίρνε φόρα κι ου ένας χτιπάει μι δύναμι του κιφάλ τ’ άλνού. Καταλαβαίνς πως ιγώ είμι υποχριουμένους να μπου στη μες για να μη σκουτουθούν!

Ανοιξε διάπλατα τα μάτια του ο δεσπότης και το μυαλό του αμέσως πήγε σε εκείνα τα νέα παιδιά που είδε στην εκκλησία!

-Χριστέ μου, σκέφτηκε, τι ντροπή και έκλυση ηθών, κρίμα τα παλικάρια και εκείνα τα όμορφα κορίτσια με τα οποία γίνεται το έλα να δεις στο ορεινό αυτό χωριό της δικαιοδοσίας μου και εγώ έχω μεσάνυκτα.

Είχε ιδρώσει, ζήτησε ένα ποτήρι νερό από την παπαδιά που τσακίστηκε να του το πάει ενώ μέσα της, βλέποντάς τον ιδρωμένο, έλεγε:

«Παναγίτσα μου να μη πάθ τίπουτα ου δισπότις μας αλλά και αυτός ου χριστιανός που τόβαλε τόσο φαί, χώρια που κουπάνσι ένα σουρό κρασί, κι φουβάμι να μη σκάς.

Τρεμουλιαστά ήπιε το νερό που του έφερε η παπαδιά, όμως αντί να της πει ευχαριστώ, άλλα σκεπτόταν.

– Εχω στη δικαιοδοσία μου τα «Σόδομα και Γόμορρα» με διαιτητή έναν κατά τα άλλα ήσυχο ιερέα που κάτω από το ράσο του κρύβεται ένας αδίστακτος έκφυλος που έπρεπε να είναι φυλακή.

– Τι μου λες τώρα παπά Γιώργη είναι δυνατόν να σπάζουν τα κεφάλια τους και εσύ να μπαίνεις στη μέση για τέτοιες δουλειές;

– Μα αν δε μπου δισπότιμ, θα σκουτουθούν!

– Και υπάρχει έστω και ένα θηλυκό για χάρη του οποίου γίνονται αυτοί οι καβγάδες;

– Υπάρχ λέει!! Μόνου ένα θυλκό νουμίης ισί ότι ίνε; Ενα τσούρμο παρουσιάζιτι μπρουστά «τσκα-βγατζίδες» κτάζνε και κάνε γούστο μι του αίμα απ’τρεχ σα μπουτάμ απ τα κιφάλιατς.

– Και οι άλλοι άρρενες πώς αντιμετωπίζουν την κατάσταση, ρώτησε ο δεσπότης που μπέρδευε τα λόγια του, το δε εγκεφαλικό παραμόνευε πίσω από τον κορμό μιας μουριάς στην αυλή του παπά έτοιμο να στείλει τον καλό δεσπότη εν τόπω χλοερώ.

O παπά – Γιώργης γέλασε κουνώντας το κεφάλι του και απάντησε με όλη του την ειλικρίνεια.

-Οποιους αρσενικός θελ, έχ «κότσια» κι του λέει η «πιρδικούλατ», «πδάει» κι’ αυτός!

Δεσπότης και ο διάκος άρχισαν να… ιδρώνουν περισσότερο όμως προσπαθούσαν να κρατήσουν την ψυχραιμία τους επειδή έπρεπε να μάθουν περισσότερα για τα Σόδομα και την κατάντια του παπά Γιώργη.

– Και δε μου λες παπά από πότε γίνονται αυτά;

– Ε, κάθε καλουκέρ συνβένε τέτια πράματα, γι’ αυτό πρέπ να ίμι κουντάτς, να προυσέχου για να μη σκουτουθούν τ’ αρσινκά.

-Για ποια αρσενικά μου μιλάς, του είπε πάλι ο δεσπότης κατακόκκινος τώρα από θυμό που φόβισε τον παπά Γιώργη.

-Iσι καλά δισπότιμ; Και γυρίζοντας τρομαγμένος στην παπαδιά: Παπαδιά γκριμουτσακίς κι φέρι νιρό γλίγουρα.

-Καλά είμαι, δεν θέλω νερό, αλλά πες μου για ποια αρσενικά μου μιλάς;

– Γι’ αυτά απ’ θέλνε να «μαρκαλίσνε».

– Για ποιο «μαρκάλο» και ποια αρσενικά μου κρένεις τόση ώρα, είπε ο δεσπότης, χάνοντας εντελώς την ψυχραιμία του, ενώ το εγκεφαλικό σιγά σιγά και μπουσουλώντας είχε αφήσει τον κορμό της μουριάς και πήγαινε προς το μέρος του.

– Μα για το ζευγάρωμα του ποιμνίου μου δισπότιμ που κάνε αυτό το γκιρό οι προυβατίνες μι τα κριάρια κι τουν ουπίου ιμίς ι χουριάτις τουν λέμι κι μαρκάλου. Άλουστι κι ισί για του πίμνιου ‘μ δε μι ρώτσις πριν λίγου «πώς τα πάου μι του πίμνιου’ μ».

Μονομιάς το πρόσωπο του δεσπότη έγινε ήρεμο το εγκεφαλικό και προς μεγάλη του στενοχώρια εστράφη προς τα πίσω και προφανώς πήγε να βρει κανέναν άλλο ετοιμόρροπο στον πέρα μαχαλά τ’ χουριού.

Ελάχιστη ήταν η σιωπή που ακολούθησε και με γαληνεμένο το πρόσωπό του τον ρώτησε ξανά.

– Και δε μου λες παπά Γιώργη με τον κόσμο εδώ πως περνάς, έχεις κανένα πρόβλημα;

– Oχ δισπότιμ, είναι καλοί άνθρωποι, μ’ αγαπάνε και τσ’ αγαπάου. Είμαι πουλύ φχαριστημένους κι σι φχαριστό που με «χειροτόνσις» παπά! Μόνου ένα πρόβλημα μι απασχουλί αλλά δεν ίνι σουβαρό.

– Ποιο είναι αυτό, ρώτησε ο δεσπότης.

– Να υπάρχι ιδό μια κουτσουμπόλα απ κάν τι θρίσκια κι στου γιναικουνίτ γουνατίζ κι ολ τιν ώρα προυσέφχιτι αλλά του σαγόνιτς δε σταματάι ντιπ ακόμα κι μένα απ’ ίμι παπάς μι κουτσουμπουλέβ κι καμιά μέρα σκέφτουμι να ντι γκάνου ριζίλ μέσα στην ακλησιά.

– Να μη κάνεις τίποτα, εσύ πρέπει να δείχνεις το καλό παράδειγμα, άφησέ την να λέει ό,τι θέλει, τέτοιες κουτσομπόλες ή κουτσομπόληδες και στη Λαμία αλλά και παντού υπάρχουν συνεπώς εσύ, ως καλός ιερέας, πρέπει να δείχνεις ανοχή και καλοσύνη παντού και ας τους να λένε.

Θα πουν, θα πουν, στο τέλος όταν κουραστούν θα έρθουν να πάρουν αντίδωρο από το χέρι σου.

-Α ντίδουρο κι τώρα έρχιτι κι περν αυτί ι κατσίκα κουτσουμπόλα απ του χέρ ιμ κι καμιά φουρά, απ τα νέβραμ, μούρχιτι να τσδόσου κι κανένα φούσκου.

– Να μη της δώσεις κανένα φούσκο και να είσαι καλός μαζί της.

– Τώρα απ μτουλές κι σι δισπότιμ θα κρατάου πισνί να μι ικτιθό στου γκόσμου.

– Νά είσαι καλά παπά Γιώργη.

– Κι ισί δισπότιμ.

Του χαμογέλασε ο δεσπότης ευχαρίστησε εκείνον και την παπαδιά του για τη φιλοξενία που του πρόσφεραν και με τον διάκο ανέβηκαν στο αυτοκίνητο που και αυτό ο διάκος το είχε καθαρίσει από την πολλή σκόνη και πήραν τον δρόμο της επιστροφής στο Ζητούνι.

Τη Λαμία τα παλιά χρόνια την έλεγαν Ζητούνι και κατά τη διαδρομή είπαν ένα σωρό καλά λόγια για κείνον τον αγνό άνθρωπο που παραλίγο να προκαλέσει εγκεφαλικό στον δεσπότη επειδή σε ερώτησή του είχε μπερδέψει το ζωικό με το ανθρώπινο ποίμνιο. Ομορφα παλιά χρόνια που δεν ξανάρχονται.

Να είστε καλά καλοί μου φίλοι και σας ευχαριστώ που με διαβάζετε και πολλές φορές συγκινημένος, ειλικρινά σας λέγω, δέχομαι τα τηλεφωνήματά σας.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου