ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η επίσκεψη

η-επίσκεψη-373824

Του Δημήτρη Κουτσιφέλη

(Αν δεν θέλουμε να ψάχνουμε τη ζωή, στην απώλεια των αισθήσεων, ας ενώσουμε τις φωνές μας σε έναν στόχο αντάξιο της πόλης μας. Να φύγει το εργοστάσιο.)

Ο καρκίνος τον επισκέφτηκε ένα απόγευμα Τρίτης, άνοιξη ήταν νομίζω, όχι πως είχε σημασία η εποχή και η μέρα, στη συνέχεια το όνομά της είναι τελευταία, η εποχή όμως σκέφτηκε ότι μπορεί και να ‘παιζε κάποιο ρόλο, περισσότερο φως, καλύτερες συνθήκες όρασης, περισσότερα τσιμπήματα ακοής, πιθανόν να αντιστάθμιζε την αναμενόμενη βαθμιαία απώλεια των αισθήσεων με το πλήθος των ερεθισμάτων κι ίσως, ίσως να συμμετέχει στη φιλοσοφία της μεταβολής της ποσότητας σε ποιότητα, το μυαλό του ταξίδεψε στη νιότη, σ εκείνη την τρέλα υπεράσπισης του άυλου, στις εποχές των αιώνιων όρκων και της αυτοστιγμεί καταπάτησής τους, στις εποχές όπου ο ιδρώτας , η αγωνία, ο πόνος υπηρετούσαν την ανιδιοτέλεια, με τη θαυμαστή συνέπεια του νόμου της βαρύτητας και σταμάτησε σ ένα ταβερνάκι, Αϊ Γιαννιού ήτανε νομίζω, όταν στο άκουσμα ότι το Βιετνάμ νίκησε τους Χμερ στην Καμπότζη, παρήγγειλαν κι άλλο κρασί, στην υγεία ενός σίγουρου όσο κι αβέβαιου μέλλοντος.

Απόγευμα, το πρωί φαγώθηκε σε εξετάσεις από αυτές με τις μη ιατρικές ονομασίες αξονική, μαγνητική, ποιος να φαντάζονταν ότι ο άξονας που υπάρχει για να εξασφαλίζει την κίνηση θα εξελίσσονταν στον ορισμό της πλήρους ακινησίας κι ότι ο μαγνήτης που σηματοδοτεί την έλξη των αντίθετων, των διαφορετικών αφομοιώνοντας την συμπλήρωση κι όχι το επί, θα καθόριζε την οριστική απομάκρυνση, διάφορες λέξεις στη γνωμάτευση, -τι κρίμα αν η γνωμάτευση ήταν νομική θα μπορούσε να την αρνηθεί, πάντα χωρεί μια διαφορετική ερμηνεία- με τις ιατρικές δεν υπάρχει περιθώριο, του εξήγησε ο γιατρός τα καθέκαστα, τον χρόνο που απομένει, θα κάνει ότι μπορεί για μια αξιοπρεπή διαβίωση, μα δεν υπάρχει τέτοια χωρίς όνειρα γιατρέ μου, να τακτοποιήσεις τις υποθέσεις σου τον συμβούλεψε, δεν κρατήθηκε γέλασε, τι αντίστιξη να τακτοποιείς υποθέσεις όταν η ζωή έχει περιβληθεί τη βεβαιότητα, έφυγε, ένα ποτό πριν, ένα τσιγάρο πριν, το μετά ντύθηκε την αχρηστία.

Το προηγούμενο απόγευμα ήταν μαζί της, όλα, όσο κι αν προσπαθούσε γυρνούσαν γύρω από το αύριο των εξετάσεων, τον ρώτησε τι περιμένει, απάντησε «από – έως» χωρίς άλλο προσδιορισμό, της ξέφυγε ένα δάκρυ, εκνευρίστηκε, δεν ήθελε όλα να συμβαίνουν σαν αναθήματα, προς τιμήν ή υπέρ, κρύωσε στη δήλωσή της ότι ας το κάνουν μαζί νωρίτερα, ένα εικοσιτετράωρο τρέλας κι ύστερα αυτοχειρία, θύμωσε, η ζωή στη γωνία κρυφογελάει της είπε, είναι πιο έξυπνη από μας κι όταν στην κατάλληληστιγμή μας τρομοκρατούν οι συμβάσεις, η επόμενη ώρα που αποφασίζουμε να τις παραβιάσουμε δεν έχει νόημα, δεν εξασφαλίζει τίποτα αφού δεν γίνεται από μας, αλλά από τρίτους εντελώς ανεξάρτητους και πέρα από τις επιθυμίες μας, η θλίψη γέμισε το χώρο κι άλλο δάκρυ –δίκαιο σκέφτηκε, κλαίμε όταν δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα- η απουσία αύριο έπιασε τη θέση της, ζήτω το παρόν φώναξε, πάμε να πιούμε στην υγειά της στιγμής και των θολών βλεμμάτων, τώρα, τώρα δεν συμβαίνει τίποτα, τώρα δεν έχει αλλάξει τίποτα, τώρα είναι η ζωή, μύστες των γεύσεών της ας μην την περιφρονήσουμε, άλλωστε χίλιες φορές θα μπορούσε ένα τροχαίο, υπάρχουμε από μια συνομωσία συμπτώσεων.

Ένα ποτό πριν, λίγο πριν το άλλο ένα, ο μπάρμαν γνωστός από την επανάληψη των επισκέψεων στο στέκι, που θα πάμε φέτος ρώτησε, είχε συνηθίσει κάθε φθινόπωρο στην ανταλλαγή των εικόνων απ τα ταξίδια των διακοπών, μακριά απάντησε, δεν αποφάσισες ακόμα, όχι έχω αποφασίσει αλλά δε ξέρω που, άσε με τώρα – τι γλυκιά λέξη- βάλε το ποτό μου, απ το ίδιο ναι, τι νόημα έχει να γνωρίζεις καινούρια όταν δεν έχουν καμιά πιθανότητα να μεταβληθούν σε εμπειρία ή σε ανάμνηση, απ’ το ίδιο λοιπόν, η γραμμή είναι σταθερή και πεπερασμένη, δε χωρούν αμφιβολίες, αλλά πάντα είναι χρήσιμη η ταχύτερη κίνηση του αίματος, μια ζάλη που καλύπτει τους πονοκεφάλους, το τράβηγμα της κουρτίνας όχι για να δεις, μα για το ευλογημένο σκοτάδι, η όρεξη τόσο προετοιμασμένη για την επανάληψη του συνήθους αναχώρησε, πλήρωσε, παράτησε το επόμενο ποτό στη μέση, κάπως έτσι του φαίνονταν όλα στη μέση, κι αντί αυτό, η μισή διαδρομή να προσκαλεί για την άλλη μισή, ξάφνου σηματοδότησε το τέλος. Κάποτε θα έρχονταν πέρασε μια σκέψη, τώρα μπορείς να το ζήσεις, του ήρθε στο νου η ενότητα και πάλη των αντιθέσεων, χαμογέλασε, κατόπιν στάση σε ένα κάποτε, σε μια πορεία που είχε φτύσει ένα μπάτσο, που να είναι άραγε αυτός αναρωτήθηκε, κατάλαβε κάτι άραγε απ’ τη δροσιά του σάλιου;

Το σάλιο, το σάλιο του ήταν αυτό που τον οδήγησε στη γνώση μέσω του γιατρού και των εξετάσεων, είχε – εδώ και λίγο καιρό- γίνει πιο πηχτό, δεν ξεκολλούσε εύκολά από το στόμα κάθε που έπρεπε να φτύσει ήταν ανάγκη να σκουπιστεί, σαλιακούτης, όπως ένα παιδί που κορόιδευαν στο δημοτικό, αλλά εκείνου του έτρεχαν τα σάλια, αγωνιούσαν να φύγουν, ενώ το δικό του παρέμενε, με το ζόρι να το ξεφορτωθεί, άσε που είχε μεταβάλλει το φιλί σε όνειδος, το σάλιο, αυτό το τελευταίο στρατήγημα στην αντιπαράθεση, όταν σου τελειώσουν τα επιχειρήματα του ‘χε πει κάποιος- δε θυμάται ποιος- βρίσε και φτύσε, μέχρι να καταλάβει ο αντίπαλος τι συμβαίνει, θα ‘χεις νικήσει, αυτός θα σκουπίζεται κι εσύ θα αποχωρείς νικητής, το πολύ πολύ να αποπειραθεί να χρησιμοποιήσει σωματική βία, αλλά ήδη θα ‘ναι απολίτιστος, στρατήγημα άφθαστο και νικηφόρο το είχε χρησιμοποιήσει κάποιες φορές επιτυχημένα, ακουμπούσε όμως αποκλειστικά στις πέραν των συναισθημάτων στιγμές, αυτό δα έλειπε να ακουμπάει και σ αυτές, αφού ακριβώς η ανταλλαγή σάλιου, υγρών γενικότερα, είναι η επωδός του πάθους.

Ξεκλειδώνοντας, σκέφτηκε ότι η ζωή, η υπόλοιπη ζωή θα μπορούσε να μετρηθεί ακριβώς με τον αριθμό των ανοιγμάτων της πόρτας, οι ίδιες κινήσεις, βγάλσιμο παπουτσιών, ξέντυμα, ένα μπλουζάκι, άναμμα τηλεόρασης – χωρίς φωνή, η εικόνα μετράει, έτσι κι αλλιώς δεν έβλεπε τίποτα χάρις στο ευλογημένο ζάπινγκ, σε τι να χρειάζεται η φασαρία του ήχου- καναπές, κάτι πήρε το μάτι του, στη Βολιβία μια κατολίσθηση λάσπης έθαψε ξαφνικά δεκάδες ανθρώπους στον ύπνο τους, αυτός δεν είναι σαν κι αυτούς, ξέρει, η αρχή της αβεβαιότητας των κοινών θνητών, όπου γνωρίζουν ότι θα πεθάνουν αλλά δεν ξέρουν πότε, δεν ισχύει για αυτόν, σε ξέσκισα Χάιντεγκερ, γέλασε, οι αρχές σου δεν ισχύουν για μένα πλησιάζω στην ανυπαρξία και μήπως αυτό, η προσέγγιση στο τέλος της διαδρομής είναι ο χωροχρόνος όπου είναι δυνατόν να κατανοήσουμε και τα δύο, τη θέση και την ταχύτητα και άρα τα φαινόμενα αξίζει να τα παρατηρεί κανείς στην ολοκλήρωσή τους, τι τα θες τώρα αυτά, η μαγνητική λέει τα πάντα για σένα, μονολόγησε θα μπορούσες να πεις, μονολόγησε χωρίς ήχο, όταν είσαι μόνος σε μια συζήτηση με τον εαυτό σου, ο ήχος δε χρειάζεται για τις λέξεις, μια όψη της πολυτέλειας της μοναξιάς, δεν περιμένεις τίποτα, δε σου ζητούν τίποτα, δεν υπάρχει απολογισμός, η δημόσια σφαίρα είναι απλώς καρφωμένη στο μυαλό σου.

Απολογισμός, η ζωή σα μια ταινία που περνάει σε ένα λεπτό από μπροστά σου και άλλες ανοησίες, ένα καταφανώς άχρηστο πράγμα, πρώτα πρώτα ούτε όλα τα θυμάσαι, ούτε κάτι μπορείς να διορθώσεις, αλλά να, του λένε, μπορείς να μην επαναλάβεις τα λάθη, αφομοιώνοντας την ηττοπάθεια του εγωισμού, γιατί το λάθος για σένα δεν είναι βέβαιο ότι είναι λάθος για ένα τρίτο και πολύ περισσότερο, λάθος γενικά, μα αυτό είναι φυσικά αδύνατο σκέφτεται, σε ποιο χρόνο να επαναλάβει τα λάθη?, δεν υπάρχει χρόνος, όσο και να ήθελε, οπότε το τώρα είναι αυτό που σαν τώρα θα φθίνει, χωρίς αύριο ένα τρίμηνο σα μια στιγμή, λίγο πολύ ξέρει, ότι αυτό το τώρα θα εκπίπτει, σε λίγο η πίεση των όγκων στον εγκέφαλο, θα περιορίσει τη δυνατότητα σκέψης, αφού λίγο πριν καταπιεί τις αισθήσεις, μέχρι να φτάσει στην κατάργηση του αυτόματου και να πάψουν οι εντολές στα όργανα, άρα σκέψου, τι, μα κάθε τι που σου ‘ρχεται, τα περιθώρια να σε αμφισβητήσουν είναι ελάχιστα κι ούτε θα μπουν στον κόπο να το κάνουν, άρα κόψε τις συναναστροφές μέχρι να γίνει αναγκαιότητα η προσφορά βοήθειας, άσχετα αν εσύ το καταλαβαίνεις, μάλλον αυτό εννοούσε η αξιοπρέπεια του γιατρού, δεν αποφασίζει, μα αυτό όμως η αναποφασιστικότητα , αυτή όμως ακριβώς είναι χρήσιμη για την παραγωγή σκέψης καθώς εξασφαλίζει την απουσία τέλους, την απόφαση.

Απόφαση, μα ποια απόφαση, άλλοι ή άλλα αποφάσισαν, βγήκε στο μπαλκόνι, άναψε ένα τσιγάρο, είχε αρχίσει να νυστάζει, τελικά η γνώση του τέλους δεν συνοδεύεται με την ανατροπή των συνηθειών, άναψε άλλο ένα, αγνάντευε χωρίς να βλέπει, η νύστα καθήλωσε τη σκέψη, αποτραβήχτηκε, γύρισε το μυαλό του σε κείνη, σε λίγες ώρες θα την ξανάβλεπε, έλπισε χωρίς δάκρυ αυτή τη φορά, το ότι θα έμενε -μόνη της όμως θα τούλεγε- αυτή είναι η αιωνιότητα θα της εξηγούσε, το κόψιμο των καρπών, από ένα δέντρο που έχει φυτέψει άλλος, χωρίς να προλάβει να τους γευτεί κι αλίμονο αν ήταν άλλη, ένα περιδέραιο πόνου του αιωνιούντος, χωρίς λόγο, χωρίς κανένα λόγο, δεν μπορεί να είναι ευτυχία η αναμονή της αφυδατωμένης επανάληψης, μια προσδοκία πειραματικής φυσικής, εκεί μόνο η επανάληψη σημαίνει αλήθεια, όπου αλλού κι ανεξάρτητα απ τη θέληση, είναι ρουτίνα, ευχάριστη ίσως, μα ρουτίνα, ένας περιορισμός οριζόντων, ένα πλοίο σε λιμάνι κι όχι σε ταξίδι, μια παραμόρφωση του αναγκαίου σε εφικτό, θα θύμωνε το ξέρει, αυτό είναι υγεία σκέφτεται, κάπως τσιγάρο το τσιγάρο, οι ιδέες μειώνουν την ταχύτητα εμφάνισης, οι σκέψεις σα να κοιλοπονάνε αργοπορούν, είναι η νύστα ή …, κοιμήθηκε.

………………………………………………..

Τρεις μήνες μετά την επίσκεψη, ένα μικρό κομμάτι του μυαλού έμενε ανέγγιχτο, ένιωθε κινήσεις γύρω του χωρίς να ξεχωρίζει, κάτι του έβαζαν στο κορμί χωρίς να αισθάνεται, δεν υπήρχε φως, , αχνοθυμήθηκε τη Σπιναλόγκα του Κορνάρου, ζωή είναι μέχρι που να νιώθεις μια μυρουδιά ας είναι και του απόπατου, χαμογέλασε, υπάρχει και μετά την απώλεια των αισθήσεων ζωή, σκέφτηκε κι άφησε την τελευταία πνοή.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου