ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Μάθημα «Ψυχοθεραπείας»

μάθημα-ψυχοθεραπείας-395122

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Από τη στιγμή που η ανθρωπότητα έχασε την ψυχή της – απ’ αυτή ακριβώς τη στιγμή – ο κόσμος γέμισε ψυχιάτρους (και νευρολόγους). Τώρα πια, μιλάμε και για ψυχοθεραπευτές, ψυχαναλυτές, ψυχοπαιδαγωγούς, ψυχοβιολόγους, ψυχογράφους, ακόμα και ψυχοσώστες και ψυχοσωτήρες. Ζούμε σε μία κοινωνία ψυχοφθόρα και ψυχοκτόνα, γι αυτό ξεχωρίζει και το ψυχόδραμάμας. Και, περιέργως, φαίνεται πως έχουμε ανάγκη να πιστεύουμε ότι όλα τα πλάσματα γύρω μας έχουν ψυχή και ζητούν τη λατρεία, την ψυχολατρεία μας – τον ανιμισμό.

Αλλά δεν είναι μόνο το ότι η ανθρωπότητα έχασε την ψυχή της κι ο κόσμος γέμισε ψυχιάτρους. Το μεγαλύτερο μαρτύριο του σημερινού ανθρώπου είναι η κόλαση της άδειας ψυχής του. Ό,τι θα μπορούσε να δει, ν’ ακούσει, ν’ αγγίξει και να πιστέψει σ’ αυτό τον κόσμο, οτιδήποτε θα μπορούσε να υπάρχει μέσα στην ίδια του την ψυχή, τώρα είναι σχεδόν ανύπαρκτο ή παραμορφωμένο.

………………………………………………………………………………………

Απόψε, μία ψυχοπόνια, υπέρτατη, με στέλνει σ’ εσένα, ποιητή. Εσύ ψυχοπονάς για όλους μας! Άρχισε κιόλας να μαζεύεται από τα ψυχιατρεία και τις ψυχοθεραπείες μεγάλο πλήθος ανθρώπων κοντά σου. Στην κυριολεξία, βλέπουμε ένα ολόκληρο ψυχομέτρι.

«Περασμένα μεσάνυχτα, έρχεται ο ανακριτής:

Θα χρειασθούν δικαιολογίες πάλι, συγκαλήψεις, επιχειρήματα, άλλοθι. – Θα ερευνηθεί ο χορός των κουκουλοφόρων; Το σφίξιμο των χεριών;οι εμπρησμοί; οι ληστείες; οι μανίες; Το ξαφνικό φέγγος,έξω στη νύχτα, φωτίζοντας απ’ το παράθυρο το μοναχικό ψωμίστο σανιδένιο τραπέζι. Κι αυτόν, που ορθός, μ’ ένα μολύβι στο χέρι,μετράει τα ψίχουλα, που θα δώσει. Αυτός – αν φύγει το ψωμί, αν φαγωθεί, αν το κλέψουν – είπε – θα μείνει πάνω στο λόφο ο ναός. Οι ικέτες θα ρίχνουν χρυσάνομίσματα στη στέρνα. Ο Φάνης έριξε ένα κρεμμύδι – στάθηκεστον αφρό. Γύρισαν και τον κοίταξαν. Αυτός ήταν ο πιο πλούσιος – αυτόν κοιτάζαν. Έβγαλε τη σβούρα απ’ το τσεπάκι του,την έστριψε πάνω στην παλάμη του, φούρλες φούρλες – ο χορός, η κάθε κίνηση είναι κυκλική – διακήρυξε. Το τέλος εφάπτεται με την αφετηρία του.Οι τρεις τρελοί χτυπούσαν το ντέφι της Κασσάντρας. Έκανε να χορέψει στο ρυθμό τής σβούρας του. Είδε τοπαντελόνι του σκισμένο στο γόνατο. Η Μαρία ξεκαρφίτσωσετην παραμάνα απ’ τον κόρφο της (κρατούσε ένα μεγάλο κρίνο),του κάρφωσε το σκίσιμο. Δε σταμάτησε. Χόρευε.Χόρευε κι η Μαρία γονατιστή. Πάτησε το λουλούδι προχωρώντας προς το όνειρο…

Περασμένα μεσάνυχτα. Ο τυφλός μάντης έδειξε το πουλί, που αντέγραφε το χορό τού Φάνη πάνω απ’ το κεφάλι του. Πήρε βαθιά εισπνοή, οσμίστηκε το καμένο ξύγκι, το φρέσκο αίμα. Κάτι μουρμούρισε εμπιστευτικά στο γεράκι, που κούρνιαζε στ’ άλλο του χέρι. Φύσηξε, τότε, ξαφνικός αγέρας, φλόγες και φλόγες – είπε – δύση, ανατολή, νοτιάς, βοριάς. Προσέχτε – φώναξε – τ’ άλογο είναι από ξύλο, ο ταύρος από χαρτόνι, η πόλη από χαρτί. Προσέχτε τις φλόγες, η βασιλεία τής παραμόρφωσης αρχίζει. Κάψε τη σβούρα στη φωτιά, χόρεψε στη φωτιά με τη φωτιά, άσε τη φωτιά να χορέψει μες στα μαλλιά σου. Η γη γυρίζει, το νου σου στην ένατη στροφή της μην πέσεις έξω απ’ τη γη – αυτό. Τ’ άλλα θα μπούνε στο ρυθμό από μόνα τους μαζί με σένα.

Εγώ – είπε ο γέροντας – είμαι τυφλός. Κοιτάχτε εσείς ό,τι δε βλέπω. Εγώ κοιτάω αυτά που δε βλέπετε εσείς. Σας τόλεγα – είπε η Μάρθα στα σκοτεινά. – Μ’ αυτό τον τρόπο δεν γίνεται τίποτα. Το φεγγάρι είναι το πεταμένο βιολί τού μεθυσμένου μουσικού. Λοιπόν, δεν είναι τίποτα σχεδόν το νά’ σαι μόνος, νύχτα στους δρόμους ή, περασμένα μεσάνυχτα, στο σπίτι, κοιτώντας πίσω απ’ τις γρίλλιες να καίγονται, στ’ αντικρινό πεζοδρόμιο, εφημερίδες, ξερόκλαδα, σανίδες, βιβλία. Και, μακρύτερα, αλλά και ψηλότερα, ταδάση μας και τα περιστέρια. Να ξανακαίγονται τα καμένα – να καίγεται ο δισταγμός μαζί και η ελπίδα. Αυτό που βαραίνει, τελικά, είναι το νά’ σαι μόνος μες στον εαυτό σου…».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου