ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Καθημερινότητα

καθημερινότητα-398632

Της Ελένης Σεφερειάδου – Πρίντζου

Ιούνιος 2019

Την επομένη μέρα, όπως είχαμε συμφωνήσει, θα παίζαμε «Κυρίες κουμπάρες», η Βαγγελιώ, η Αννούλα η Κασσιανή κι εγώ. Καθεμιά μας θα έφερνε τα μπαλάδια της, κομμάτια ύφασμα που τα χρησιμοποιούσαμε για τις ανάγκες του νοικοκυριού μας, κουβέρτες, σεντόνια, τραπεζομάντηλα κ.α. Η μητέρα ξετρύπωνε από το «γιουκλούκι», ένα εντοιχισμένο ξύλινο ντουλάπι, ψηλό από το ταβάνι ως το πάτωμα, όμορφα μεταξωτά και βαμβακερά που οι μοδίστρες άφηναν, μετά το ράψιμο, με τα φερμουάρ και τα κουμπιά για τις τυχόν μεταποιήσεις ή τα μπαλώματα στα ρούχα που η καθημερινή τριβή έλειωνε.

Μοιράζαμε την αυλή μας στα τέσσερα με πέτρες ή κιμωλίες που είχαμε πάρει κρυφά από την τάξη μας.

Ο πόλεμος άφησε τραύματα στα παιδιά της ηλικίας μου. Δεν φτιάχναμε το «σπιτικό μας» χωρίς να προβλέψουμε το καταφύγιο. Σε ώρα συναγερμού τρέχαμε να προστατευθούμε από τον βομβαρδισμό που πάντα συνέβαινε. Πρώτα τα παιδιά που ήταν πιο ευάλωτα. Τις κούκλες μας στη θέση τους, ζωγραφισμένες στο πρόσωπο από τα χέρια της μητέρας και παραγεμισμένες πίτουρο, σαν το Μαρικάκι, την πρωταγωνίστρια. Είχαμε επίσης τον Πίππη από μαλλί, και τον ξύλινο Πολύδωρα που η γυναίκα του, αφού τον έτριψε με οινόπνευμα, του έβαλε βεντούζες με αποτέλεσμα να του κάψει την πλάτη.

Ψωνίζαμε ζαρζαβατικά από τον μανάβη της γειτονιάς. Το ρόλο κρατούσε ο αδελφός μου όταν δεν ήταν ψαράς, φούρναρης ή παπάς. Στέκι του, το ασβεστωμένο κοτέτσι της αυλής μας, όταν «έφευγαν» οι κότες κι ως να γεμίσει από καινούργιες. Ανθισμένα «μη με λησμόνει», ζοχοί, αγριομάρουλα, φρεσκοφυτρωμένες γρούβες, αγριοκρέμμυδα από τον παρακείμενο κήπο μας, εκεί που δεν φύτρωναν τριανταφυλλιές ή πατέρας δεν είχε φυτέψει αμυγδαλιές ή κορομηλιές. Όταν αργούσαμε να φανούμε, ο αδελφός μου έβαζε τις φωνές. Έλεγε ότι τον ξεχνούμε επίτηδες, ότι θέλουμε να τον ξεφορτωθούμε να μην μας ενοχλεί.

Κάποτε είχαμε γάμο, θα παντρεύαμε την Αγγελικούλα με τον Νίκο. Ο μόνος διαθέσιμος για παπάς ήταν πάλι ο αδελφός μου. Για μπομπονιέρες τυλίγαμε στραγάλια σε ζελατίνα, και μετατρέψαμε το μακρύ νεροχύτη του πλυσταριού σε γαμήλιο μπουφέ με σταφίδες, καραμέλες, τσίχλες και μπισκότα, ότι διέθετε το πατρικό ντουλάπι και ο αντικρινός Μαραγκόπουλος, ο μπακάλης μας. Η Μαριώ της κυρα-Παναγιώτας έφερε ένα φλιτζάνι πετμέζι. Το δοκιμάσαμε, μας άρεσε και τελειώσαμε βιαστικά την τελετή, για να το απολαύσουμε. Απαγοήτευση. Το φλιτζάνι βρέθηκε άδειο κι ο παπάς γλειφότανε ακόμη Έτσι ο γάμος έληξε άδοξα.

Εκείνη την εποχή, οι μάνες δεν πήγαιναν συχνά τα παιδιά τους στο νοσοκομείο. Δεν μιλούσαν παρά για κρυώματα, κοιλιακά και παιδικές ασθένειες. Τις αντιμετωπίζαμε με κρεβάτωμα, ζεστά, σουπίτσες, κλύσμα ή ρετσινόλαδο για να αδειάσει το έντερο, βεντούζες. Ο παιδίατρος γερο – Αλεξανδρίδης είχε το ταπεινό του ιατρείο απέναντι από την Βαγγελίστρα, έγραφε το Φλαβάλ, και το αγοράζαμε από το φαρμακείο του Νησιώτη, στέκι γιατρών και πλήθους πελατών. Ήταν ο Καλός Σαμαρείτης, απαντοχή και παρηγοριά της προσφυγιάς.

Ημασταν καλεσμένοι σε έναν γάμο απέναντι από σπίτι μας, στη γειτονιά μας. Καλεσμένο μάλλον ήταν το γραμμόφωνό μας και οι δίσκοι του πατέρα. Εκείνος το ακολουθούσε, πιστά, δεν το άφηνε ποτέ σε ξένα χέρια, σαν εξάρτημά του. Ήταν κοντά του, να του διαλέγει τους δίσκους, να τους βουρτσίζει, να το κουρδίζει. Από βραδύς διάλεξε τους καταλληλότερους δίσκους για την περίπτωση, με σπουδή, μα απαγοητεύθηκε. Κανένας δεν γλεντούσε ούτε χόρευε με τη Ραμόνα, τα Κύματα του Δουνάβεως ή τις οπερέτες του Σακελλαρίδη. Προτιμούσαν το καινούργιο τότε «Μάνα μου, μαντζουράνα μου» ή το «δεν θα έχεις στο πλευρό σου άντρα με παπ(ιγ)ιόν, θα ‘χεις μάγκα μ’ ιστορία και με παρελθόν». Βούιζε η γειτονιά από το γλέντι, ως αργά μετά τα μεσάνυχτα. Αυτό, δεν εμπόδιζε τη νεόνυμφη, μια εβδομάδα μετά, να καυγαδίζει με το γαμπρό. Φόρτωνε το νοικοκυριό της σε μια σούστα και χάνονταν μέσα στο σκοτάδι, για να ξανάρθει μια εβδομάδα μετά. Φυσικά, παρακολουθούσαν τα συμβαίνοντα όλοι οι περίοικοι, μαζεμένοι στη γωνία μας κάτω από τις μουριές.

Το απόγευμα, όταν «ερχόταν» το νερό στην κοινή μας βρύση, στη γωνία του Μαραγκόπουλου, η προσφυγιά έπεφτε εύκολα στην παγίδα του καυγά. Οι φωνές έφθαναν στ’ αυτιά μας ανάκατες με τα τσουγκρίσματα των γκαζοντενεκέδων που έσπρωχναν οι νοικοκυρές διεκδικώντας προτεραιότητα. Δύο απαγορεύσεις επέβαλλε ο συνήθως αξιαγάπητος και λογικός πατέρας: να κλείνουμε τα ορθάνοιχτα καλοκαιρινά μας παράθυρα για να μη χαλούμε τ’ αυτιά μας με τις τρίλλιες και τα μινόρε που γλύκαιναν τα βράδια μας τα εξοχικά κέντρα ο Πέτρος, κοντά στο γήπεδο της Νίκης και ο Σαρίκας. Η άλλη απαγόρευση αφορούσε τις οικογενειακές μετακινήσεις μας. Αδύνατον να απαιτήσουμε εκδρομή κυρίως σε μέρες μεγάλης εξόδου. «Έχω μικρά παιδιά» ήταν η μόνιμη επωδός. Και το απρόσμενο «με τέτοια κίνηση που να πας». Έτσι, μια Καθαρή Δευτέρα, όταν όλη η γειτονιά μας έφευγε για Σαμπάναγα ή Αλυκές μέσα σε φορτωμένες σούστες ή μακρόστενα κάρα, κοιτάζαμε με θλίψη, ν’ αδειάζει ο τόπος μας από τον κόσμο και τη βουή του.

Μια τέτοια μέρα, αρχές της άνοιξης για τους ίδιους λόγους και για ασφαλή μετάβαση στην εξοχή διάλεξαν τη μεγάλη μας αυλή στη Ν. Ιωνία, οι φίλοι και συγγενείς μας Ναρλιδαίοι, με τα δύο τους κοριτσάκια. Στρώσαμε το τραπέζι στη μέση του μεγάλου δωματίου τραβήξαμε τις κουρτίνες. Το φως του ήλιου έμπαινε άπλετο κι έπαιζε με τις πλεκτές κουρτίνες της μητέρας χάιδευε τα όμορφα εργόχειρα που συναγωνίζονταν τα μικρασιάτικα κεντίδια της γιαγιάς.

Υπήρχαν ηλιοβασιλέματα που άναβαν μορφές Αγίων και Παναγιές Βρεφοκρατούσες που έριχναν στα γόνατα αυτούς που πίστευαν στο θαύμα και τους άλλους, τους κυνικούς που χλεύαζαν φανερά και σταυροκοπιούνταν στη σκιά.

Η ζωή τους, μοιράζονταν ανάμεσα στο πραγματικό και στο άλλο, το άπιαστο, το απροσπέλαστο όχι μόνο για τα εύπιστα παιδιά μα και τους ενήλικες αγαθούς συμπολίτες μας τους τότε παραδαρμένους ανάμεσα σε δυο κόσμους, εκείνον που άφησαν τον οικείο και αγαπημένο και τον άλλο, τον ανερμάτιστο, τον ανεξερεύνητο κι απειλητικό. Εκεί πάσχιζαν να ριζώσουν, με μόνη βοήθεια την ελπίδα και την επουράνια αρωγή.

Από το κοντινό στρατόπεδο του Γεωργούλα, κατέφθανε, ουρανοκατέβατος, μέσα στο τζιπ ο Ηλίας, αξιωματικός, μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης. Η χαρά της γειτονιάς. Η πιτσιρικάδα, όση και να ήτανε, χωρούσε στην καρότσα όπου επικρατούσε πανδαιμόνιο. Άλλος έχανε το τσόκαρό του, άλλος, το ζωνάρι του. Τους άδειαζε όλους, στο τέλος, καταταλαιπωρημένους, κατασκονισμένους μα χαρούμενους κι έφευγε, όπως ήρθε, μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης. Βιαστικός.

Όταν ερχόταν το βράδυ, ετοιμαζόμασταν για το παιγνίδι στο σταυροδρόμι, Φιλαδελφείας και Χρήστου Λούλη, κάτω από τη δημοτική λάμπα που σκόρπιζε το ισχνό της φως ένα γύρω κι αυτό ως τα μεσάνυχτα. Τα φεγγάρι αναλάμβανε αυτό να μας φωτίσει όταν κοιμόμασταν.

Οι γονείς μας, είχαν προηγουμένως ποτίσει με το σουλαντιστήρι για να κατακαθίσει το χώμα και να δροσίσουν, όταν δεν περνούσε η καταβρεχτήρα του Δήμου, έπαιρναν θέση στα καρεκλάκια τους, κάτω από τους βαρβάτους κλώνους της μουριάς, μπροστά στην αυλόπορτα, για να θυμηθούν τους ανθρώπους που έχασαν, να μιλήσουν για τα παλιά τους μεγαλεία, άλλα αληθινά, άλλα όχι.

«Περνούν πολύ μιζέρικα, τα νιάτα μας τα έρμα», τραγουδούσαν οι νέοι στα πάρτι τους, που γίνονταν στο μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού τους, αφού παραμέριζαν καναπέδες, τραπέζια, καρέκλες. Τραγούδια του Γούναρη, του Πολυμέρη, του Μαρούδα. Στις δόξες τους, τ’ Αρχοντορεμπέτικα, το Τρίο Γκιτάρα. Τους άρεζε η απόδραση στη Βεγγάζη. Στο Τούνεζι, στη Μπαρμπαριά. Οι ταινίες στη Θέτιδα ή στον Ορφέα, στην Τιτάνια ή στο παλιό Αχίλλειο, ακολουθούσαν τον συρμό. Μιλούσαν για μέρη εξωτικά για κορμιά φιδίσια, και χόρευαν σάμπα, ρούμπα, αργότερα ροκ, που ήρθε μαζί με το φουρό. Οι κοπέλες το φορούσανε με χάρη κάτω από την ήδη φουντωτή φούστα τους.

Οι μεγάλοι αποσύρονταν εγκαίρως στο κρεβάτι τους Αναστέναζαν από την κούραση. Λίγες κουβέντες, για την επαύριο. Ο ύπνος δεν μπορούσε να περιμένει. Οι νέοι, με κέφι και δύναμη αντιμετώπιζαν τη ζωή στην πιο καλή τους ώρα και έκαναν την πρώτη τους «κοσμική» έξοδο με τα γειτονόπουλα που έπαιζαν από παιδιά, δίπλα στο πατρικό τους.

«Φυσάει ο μπάτης φυσάει το κύμα» έλεγε το τραγουδάκι, μόλις φθάναμε στο ύψος του τότε Δημοτικού Θεάτρου, νυν Δημαρχείου. Ήταν η έξοδος της Κυριακής κι ακόμη νοιώθω τη δροσιά της γειτονικής θάλασσας να μου χαϊδεύει το ιδρωμένο μέτωπο. Καθόμασταν στα Παλιά ψαράδικα για ένα «υποβρύχιο» ή μια γκαζόζα, καμαρώναμε με συγκίνηση την υποστολή της σημαίας που ακινητοποιούσε όλη την παραλία και μετά επιστροφή στη Γέφυρα στου Τσιλιγκίρογλου για τον κορνέ που ήταν το κυριακάτικο, απαραίτητο γλύκισμά μας. Θα συναντούσαμε εκεί και τους τακτικούς φίλους μας, τη Λέλα, τη Σοφία, τον Γιάννη, την Κική, την Άννα. Θα παίζαμε θα τρέχαμε γύρω από τη διπλανή λεύκα. Ως σήμερα, όταν περνώ από το παλιό μας αγαπημένο μας στέκι αγοράζω ένα κορνέ στη μνήμη εκείνων των παιδικών αξέχαστων στιγμών.

Τα φώτα έσβησαν ένα ένα. Έσβησαν και οι φωνές της πιτσιρικάδας που γέμιζε τα σοκάκια. Οι παλιοί πρόσφυγες πρώτης και δεύτερης γενιάς γύρισαν την κουρασμένη τους ματιά σε άλλους κόσμους, πιο ξεκούραστους, λιγότερο σκληρούς. Τα προσφυγόσπιτα, δίνουν ανά δύο τα οικόπεδά τους για αντιπαροχή. Γέμισαν από δαύτες, οι στενοί φτωχομαχαλάδες, του Συνοικισμού. Αμήχανα, τα παιδιά, κοιτάζουν κατηφή από τα παράθυρα ή τα μπαλκόνια. Στριμωγμένα και αδέξια. Εκείνοι που διάλεξαν μονοκατοικίες, ύψωσαν τείχη για να προστατεύσουν την οικογένειά τους από τα ξένα βλέμματα. Εκεί που οι νοικοκυρές καλημέριζαν χαμογελαστές τον διαβάτη εκεί που ανήμπορος δεν έμενε ποτέ του μόνος, εκεί, που όλοι τον φρόντιζαν μ’ ένα πιάτο φαγητό, έναν καφέ, ένα λόγο ανακούφισης, λίγη παρέα. Τώρα σιωπή. Μόνο αυτοκίνητα περνούν στους ασφαλτοστρωμένους πια χωματόδρομους.

Κάθε νόημα πέταξε, πάει

Μάταια προσπαθώ να βρω τα ίχνη μας στα μικρά προσφυγικά της. Ν. Ιωνίας. Μια νέα γενιά γιγαντώνεται. Πιο ενημερωμένη, πιο απαιτητική.

Ίσως περισσότερο ευτυχισμένη…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου