ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ο Ιερός Κόκκος τού Σιταριού

ο-ιερός-κόκκος-τού-σιταριού-406867

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Οταν η θεά Δήμητρα πήγε στην Ελευσίνα για να αναζητήσει την κόρη της Περσεφόνη, ο Ραρ ή Ράρος (ελευσίνιος ήρωας της ελληνικής μυθολογίας) τη φιλοξένησε στο σπίτι του. Η Δήμητρα, τότε, από ευγνωμοσύνη για τη φιλοξενία αυτή, δίδαξε στο γιο του, Τριπτόλεμο, τη γεωργία, και ιδίως την καλλιέργεια του σιταριού.

Από τον Ράρα ονομάστηκε η πεδιάδα, που είναι κοντά στην Ελευσίνα, «Ράριο Πεδίο», γιατί, σύμφωνα με την παράδοση, το τμήμα αυτό ήταν ο αγρός, όπου έσπειρε, πρώτος ο Τριπτόλεμος, έπειτα από υπόδειξη της θεάς Δήμητρας, τον ιερό κόκκο τού σιταριού. Στο «Ράριο πεδίο», υπήρχε το αλώνι τού Τριπτόλεμου, και ένας βωμός του, απ’ όπου έπαιρναν χοντραλεσμένο σιτάρι όσοι μετείχαν στο πανηγύρι, για να το χρησιμοποιήσουν στις θυσίες.

Κάνοντας λόγο, λοιπόν, για τον ιερό κόκκο τού σιταριού, θα ήταν θλιβερό να μην αναφερθούμε στον θεσμό τού «σιτοφύλακα», που, καθώς λείπει, σήμερα, από την καθημερινότητά μας, πηγαίνουν, θαρρώ, κατά διαόλου τα γεωργικά πράγματα, αλλά και η δημόσια υγεία τού λαού. (άσπρο ψωμί ίσον άμυλο, και άμυλο ίσον αύξηση της χοληστερίνης, του διαβήτη, του λίπους στο συκώτι, της πίεσης, των τριγλυκεριδίων και της παχυσαρκίας). Το άμυλο δεν είναι απλά μία φυτική ουσία, λευκή και άοσμη. Για την υγεία, θεωρείται βλαβερό, δεν μεταβολίζεται εύκολα, και βλάπτει ακόμα και τον υγιή οργανισμό. Έτσι, οκόκκος τού σιταριού, με την υποβάθμιση της ποιότητας του ψωμιού, από «ιερός», έγινε «ανίερος κόκκος» και άχρηστο πια το ψωμί, άσπρο και μαύρο, αφού του λείπει το μαγνήσιο.

Μετά τον 5ο αιώνα π. Χ., είχε συγκροτηθεί στην Αθήνα μία επιτροπή από ειδικά όργανα της πολιτείας, που ονομάζονταν σιτοφύλακες και που τους διάλεγαν με κλήρο ανάμεσα στους άρχοντες της πόλης. Η επιτροπή αυτή επιθεωρούσε το εμπόριο σίτου, εμποδίζοντας τις τιμές να φτάσουν σε μεγάλα ύψη. Κατά τον Αριστοτέλη, η επιτροπή επέβλεπε:

1) Αν οι έμποροι των δημητριακών τα πουλούσαν στις τρέχουσες τιμές τους (κι επομένως δεν υπήρχε το όργιο της αισχροκέρδειας),

2) αν οι αλευροποιοί πουλούσαν το αλεύρι στην κανονική του τιμή (κι έτσι δεν παραβιαζόταν η νομοθεσία, σ’ όλη την αλυσίδα των αρτοπαρασκευασμάτων), και

3) αν οι αρτοπώλες πουλούσαν το ψωμί στο κανονικό βάρος του και στην τρέχουσα τιμή του (έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η συγκράτηση των τιμών και η διατήρηση της ποιότητας του ψωμιού).

Υπήρχαν 20 σιτοφύλακες στην Αθήνα και 15 στον Πειραιά. Οι σιτοφύλακες διατηρούσαν επίσης βιβλία, όπου καταχωρούσαν τις εισαγόμενες ποσότητες δημητριακών. Ο θεσμός αυτός υπήρχε και σε άλλες πόλεις, αλλά ιδιαίτερα στην Αθήνα κατέβαλλαν μεγάλη προσπάθεια για να διατηρήσουν τον εφοδιασμό τής πόλης με την ουσιώδη αυτή τροφή, από την οποία, σήμερα, λείπει, όπως αναφέραμε, το μαγνήσιο, που επιδρά καθοριστικά στην υγεία τού ανθρώπου. Στην αρχή κάθε πρυτανείας, υποβαλλόταν στη Συνέλευση μία αναφορά για το απόθεμα σίτου που υπήρχε. Ιδιαίτερα σε εποχή πολέμου, οι Αθηναίοι προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν τις εισαγωγές σίτου από τον Εύξεινο Πόντο. Με άλλα λόγια, οισιτοφύλακες χρησίμευαν για να εμποδίζουν κάθε ανωμαλία ανάμεσα στους εμπόρους και τους αρτοποιούς.

Τις προάλλες, διαβάζοντας τη «Βοϊδάμαξα», ένα από τα πρώτα ποιήματα της Ρίτας Μπούμη – Παππά, αισθάνθηκα, ίσως λίγο παράταιρα και παράκαιρα, ότι το πρωτόγονο και μονολιθικό αυτό «όχημα» γίνεται σύμβολο του πονεμένου γεωργού, στον αγώνα του να νικήσει τη δυναστεία τής λάσπης. Ακούγοντας τα κόκκαλά του να τρίζουν, ο Έλληνας γεωργός χάραζε, με τους τροχούς τής βοϊδάμαξας, τη μοίρα τού ανθρώπου. Η ποιήτρια μας θυμίζει επίσης και τον άνθρωπο με το τσαπί, αδερφό τού βοδιού και σκλάβο τού μόχθου. Με τη σημερινή τεχνολογία, άραγε επανορθώσαμε τις πανάρχαιες αδικίες, τις προδοτικές πράξεις και τις αγιάτρευτες θλίψεις μας;

Πέρασαν αμέτρητα χρόνια από την εποχή τής βοϊδάμαξας και του τσαπιού. Σε νάρκη ο θάνατος κράτησε το χρόνο. Ο άνθρωπος αποκαλεί τέρας έναν από τους αντιπάλους του, που κουβαλάει το θάνατο του κάθε του θανάτου. Ερπετό, που σφιχτά τυλίχτηκε γύρω απ’ το χρόνο. Ο άνθρωπος, διαφορετικά από τα ψάρια μέσα στο νερό (όπου γι αυτά ο χρόνος δεν υπάρχει), συνθλίβεται. Και θα εξακολουθήσει να συνθλίβεται από το μάγγανο του χρόνου.

Όμως, οι Έλληνες γεωργοί δεν έχουν χάσει το βαθύ συναισθηματικό και συνειδητό τους δεσμό με το παρελθόν. Δεν χάνεται εύκολα ο δεσμός τού ανθρώπου με τη γη. Σκύβοντας στους αγρούς τους, βυθίζονται όλο και περισσότερο στην προγονική τους γη, στη θάλασσα και στη γλώσσα τους, ενώ διαπνέονται και διακατέχονται υποσυνείδητα από φωνές, καταβολές, παραδόσεις, τραγούδια και τελετουργίες, που γίνονται η υπόσταση και η ουσία τού πνεύματος και του αίματός τους.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου