ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

100 χρόνια από τη γέννηση του Ελύτη

100-χρόνια-από-τη-γέννηση-του-ελύτη-407367

Αξιον Εστί – Ποίηση του φωτός, της αιγαιοπελαγίτικης αύρας και των καημών της πατρίδας

«Εργο περίπλοκης αρχιτεκτονικής, τριαδικό στη δομή του, όπου συνυπάρχουν και συνομιλούν τρεις περίοδοι του ελληνισμού, ο αρχαίος κόσμος, το Βυζάντιο και η σύγχρονη Ελλάδα» θα μας πει σε πρόσφατο σχολιασμό του ο Αναστάσης Βιστωνίτης, για την κορυφαία ποιητική ενότητα ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ. Το έργο που έγινε η πολιτιστική γέφυρα, που συνέδεσε την ποίηση του Ελύτη με το ευρύτερο κοινό, ιδιαίτερα μετά τη μελωδική και μουσική παρέμβαση του Μίκη Θεοδωράκη.

Την πτυχή αυτή, από το τεράστιο έργο του Οδ. Ελύτη επιχειρούμε να προσεγγίσουμε στο σημερινό μας σημείωμα, μια που το έτος που διανύομε-το 2011- είναι η επέτειος των 100 χρόνων από τη γέννησή του- και μας προκαλεί να φέρουμε στη μνήμη μας τον νομπελίστα ποιητή, που το έργο του παρουσιάζει μια πολυσήμαντη και πολυποίκιλτη λογοτεχνική διάσταση, συμμετέχοντας στα διάφορα αφιερώματα και στις πλούσιες εκδηλώσεις στο έτος ΕΛΥΤΗ, με την ικανοποίηση ότι επιτελούμε ένα χρέος και καταγράφουμε μια εσωτερική συναισθηματική παρόρμηση, μια κατάθεση, προσωπική, ιδιαίτερης ευαισθησίας και αναγνώρισης. Με λόγο υπερυψωμένο και εθνικά υπερήφανο ο Ελύτης στο έργο αυτό, που χρονικά τοποθετείται μετά τον πόλεμο του 1940 και τον εμφύλιο της ντροπής και της εθνικής ταπείνωσης, προβάλλει, οραματικά, μια Ελλάδα, η οποία έβγαινε από το σκοτάδι της πρόσφατης ιστορίας στο φως του παρόντος, όπου, σύμφωνα με τη δική του ρήση: «Η κορυφογραμμή των ελληνικών βουνών έμοιαζε με το σχήμα του Παρθενώνα και τα βουνά, οι εκκλησίες και οι αρχαίοι ναοί «..σχήματα του ουρανού». Είναι γνωστό ότι ο Ελύτης είχε ενεργό συμμετοχή στον πόλεμο του ‘40, που τον Δεκέμβριο του 1940 πήρε μέρος στις μάχες του αλβανικού μετώπου ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στην πρώτη γραμμή και το Φεβρουάριο του 1941 αρρώστησε από σοβαρό κοιλιακό τύφο και μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Ετσι η εμπειρία του αυτή κρυσταλλώνεται ποιητικά το 1943 στο ποίημα του «Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», έργο, που όπως σχολιάζουν οι διάφοροι κριτικοί, αποτέλεσε το πρόκριμα και το προανάκρουσμα μιας έμπνευσης που οδήγησε τον Ελύτη στο «Αξιον Εστί», το οποίο, μετά από πολλά χρόνια και προσπάθεια έντονης επεξεργασίας, εκδίδεται στο τέλος του 1959.

Ενα οριακό ποιητικό δημιούργημα που κατέτασσε τον Ελύτη, σχεδόν αμέσως, στη χορεία των μεγάλων ποιητών. Αποτελείται από τρία μέρη. Σύμφωνα με τη συνθετική αντίληψη του ποιητή α) Τη Γένεση, β) Το Πάθη και γ) Το Δοξαστικό τα οποία μέρη χωρίζονται σε επί μέρους ενότητες και δημιουργούν μια βιωματική αμεσότητα με το περιεχόμενο και το εννοιολογικό βάρος των στίχων. Στίχοι βιωματικοί, που μοιάζουν με μικρές εικόνες, τρυφερά αναθήματα του ποιητή, που άφησε τη σκιά τουλογοτεχνική και ανθρώπινη-στους επίγονους της τέχνης του λόγου, αλλά και στους απλούς ανθρώπους. Είναι η άμεση φωνή της ελληνικότητας με τις χαρές, τις λύπες, τις ευχάριστες και δυσάρεστες ιστορικές διακυμάνσεις, μιας κρίσιμης περιόδου. Στοιχεία που συνθέτουν την ιδιομορφία του Ελληνα.

Το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ δημιουργεί ευαισθησίες και προβληματισμούς, εγγίζει την ψυχή των ανθρώπων και σίγουρα τους επηρεάζει στον τρόπο σκέψης, στη διανόηση, στη ζωή τους γενικότερα . Μήπως αυτός δεν είναι και ο στόχος της ποίησης;

Γι’ αυτό το πολυδιάστατο και υπαρξιακό έργο της νέας ελληνικής ποίησης πολλοί, αναγνωρισμένοι και καταξιωμένοι άνθρωποι του πνεύματος και της τέχνης, έδωσαν με την κριτική τους μια διάσταση ποιητικού θριάμβου στο «Αξιον Εστί». Σταχυολογούμε τις απόψεις αυτών που κατά τη γνώμη μας ανταποκρίνονται απόλυτα στην κριτική, στην αναγνώριση, στο κοινό αίσθημα των πολλών και τονίζουν τα σπουδαιότερα χαρακτηριστικά αυτού του πονήματος. Στο περιοδικό «Κριτική» της Θεσσαλονίκης ο ποιητής Β. Νησιώτης (Πάνος Θασίτης το πραγματικό του όνομα) θα γράψει το 1961 «Με τη μορφή ενός θαύματος, συντελείται μέσα στο έργο, ένας βαθύς αποθησαυρισμός της ελληνικής γλώσσας, που είναι ταυτόχρονα και εμπλουτισμός και ανανέωσή της. Από τη γλώσσα των εβδομήκοντα, ως την κοινή βυζαντινή λαλιά, κ’ από τον Ερωτόκριτο και το Δημοτικό τραγούδι και το Μακρυγιάννη, ως το Σολωμό, τον Κάλβο, τον Παλαμά και τον Σικελιανό γίνεται μια κατακυρίευση ολόκληρης της ελληνικής γλώσσας σε τρόπο ώστε το «Αξιον Εστί» να αποτελεί ένα μοναδικό για σήμερα «Ταμείο γλωσσικής πείρας αιώνων».

Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1965, από το περιοδικό «Εποχές» ο γνωστός και διακεκριμένος καθηγητής Δ.Ν. Μαρωνίτης θα προσεγγίσει κι’ εκείνος το ίδιο έργο, με όρους και χαρακτηρισμούς, που δημιουργούν στέρεη την εικόνα του ανθρώπου ( Μαρωνίτη) με απόλυτα επαρκή κριτικό λόγο και εξειδικευμένη γνώση της ποίησης.. «Το Αξιον Εστί, θα γράψει, είναι στερεομετρικά οικοδομημένο. Τα επίπεδα που το συνθέτουν, ορίζουν α) τον χώρο του υποκειμένου (του Ελύτη ως ποιητή και της ποιητικής του μοίρας) τον χώρο της Ιστορίας (του Ελληνισμού και της δραματικής του επιβίωσης, και γ) τον χώρο της μεταφυσικής (του μετεωρισμού ανάμεσα ουρανού και γης) ο ποιητής νικά τους πολεμίους του χάρη στην ταύτισή του με τον ελληνικό χώρο και την ιστορία του, και συνεχίζει, αυτό σημαίνει ότι το τόξο του χρόνου μέσα στο έργο έχει μια τέτοια ελαστικότητα, που η στιγμή να χωρά μέσα στην ιστορία και η ιστορία μέσα στη στιγμή..».

Αναφερόμενος, παρακάτω, στη γλώσσα σχολιάζει «αλλά προπαντός η γλώσσα του, που λειτουργεί διαχρονικά, διαγράφοντας ένα τόξο που η μία του άκρη βρίσκεται στον Ομηρο, η μέση του στο Βυζάντιο και η άλλη του άκρη καλύπτει το νεοελληνικό παρόν. Ενα πλέγμα από αναζωογονημένες λέξεις τεσσάρων χιλιετιών υποβαστάζει το Αξιον Εστί κι’ αυτό δεν γίνεται από παλιότερες φάσεις της ελληνικής λαλιάς, αλλά με μετασχηματισμούς ή καλύτερα με μεταμοσχεύσεις του παλιού γλωσσικού υλικού πάνω στο δέντρο της σύγχρονης ποίησης».

Το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ενέπνευσε στον Μίκη Θεοδωράκη το πιο σπουδαίο μουσικό του έργο. Ο συνθέτης ίσως σε μια κορυφαία στιγμή δημιουργίας, άντλησε κάθε μουσικό στοιχείο που περιείχε το έργο του Ελύτη, το αξιοποίησε και το επένδυσε με νότες από τη ριζική μουσική μας παράδοση και «εκφραστικούς τύπους της Βυζαντινής υμνολογίας, αντικαθιστώντας το πρόσωπο της Παναγίας με την ελληνική φυλή», όπως επισημαίνει ο Τ. Λιγνάδης. Δημιούργησε ένα νέο έργο και το παρέδωσε στους απλούς ανθρώπους, στη «λαϊκή κουλτούρα» θα μας πει και πάλι ο Τάσος Λιγνάδης προσθέτοντας: «Η παραπάνω θέση μας κάνει να καταλάβουμε πόσο ευεργετική στάθηκε η προσφορά του Μ. Θεοδωράκη για τη λαϊκή κουλτούρα και πόσο η λαϊκή κουλτούρα ευεργέτησε το έργο του».

Οι πολλές και πολυάνθρωπες πανηγυρικές συναυλίες του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ και η πρωτοφανής για τα δικά μας δεδομένα (ποιητικά και μουσικά) κυκλοφορία του δίσκου έκαναν γνωστή στον πολύ κόσμο τη σύνθεση του Ελύτη. Με την γοητεία της μουσικής και την πρόσβαση που προσφέρει, έγινε κατανοητό, προσιτό και βιωματικό το κείμενο του περιεχομένου.

Θα συμφωνήσουμε απόλυτα με τη φράση που είναι διατυπωμένη στο δίσκο και παραμένει διαχρονικά ενδεικτική, όχι μόνο για το συγκεκριμένο έργο, αλλά για όλο μας το πολιτιστικό γίγνεσθαι: «Ας αφήσουμε τις επιδείξεις για τους λαούς που έχασαν την ψυχή τους, κι ας τραγουδήσουμε απλά τους καημούς και τις ελπίδες της Ρωμιοσύνης».

Μας το προσφέρει απλόχερα η ποίηση του Ελύτη και το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.

Του Τάκη Παντελόπουλου

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου