Του Νίκου Τσεκούρα, Συντ/χου δασκάλου
Σε κάποιο ταξίδι του, το βασιλικό ζευγάρι, ο Όθωνας και η Αμαλία, στην Αγρολιδοκορνθία, το 1840, φτάνουν στο χωριό Ξ………
Είχε νυχτώσει και κει θα έμεναν το βράδυ με τη συνοδεία τους.
Ο δήμαρχος με τους κατοίκους τους καλοδέχτηκαν και έκαμαν ό,τι μπορούσαν για να τους φιλοξενήσουν.
Το βράδυ στο τραπέζι άρχισε ο Όθωνας να ρωτά το δήμαρχο που ήταν τελείως αγράμματος:
– Πως είναι ο Δήμος σου;
– Σουρτούκεψε Μεγαλειότατε, αποκρίθηκε ο δήμαρχος, νομίζοντας πως τον ρωτούσε για τον αδερφό του το Δήμο.
Ο Όθωνας κατάλαβε πως δεν τον κατάλαβε ο δήμαρχος και τον ξαναρωτά:
– Πως είναι τα πράγματα στο δήμο σου;
– Τα λιανά, Μεγαλειότατε, τα ‘φαγε η κακοχειμωνιά, τα χοντρά… βάσταξαν, αλλά είναι λέσια, αχαμνά, κοκκαλιάρικα, ψοφίμια…
– Όχι, επέμεινε ο Όθωνας, πως έχει ο λαός υπό την δημοσίαν ασφάλειαν;
– Ο Λαγός φέτος, Μεγαλειότατε, κατάντησε γύφτικοσκεπάρνι.
Έριξε τόσο χιόνι που τους πιάναμε ζωντανούς.
Μόνο εκείνοι που δεν γεννήθηκαν ακόμη δεν σκότωσαν λαγό.
Απελπίστηκε ο Βασιλιάς που δεν μπορούσε να συνεννοηθεί με το δήμαρχο και γυρίζοντας σ’ έναν υπασπιστή του, του λέει:
– Δεν εκπαιδεύθησαν οι άνθρωποι αυτοί ακόμα και είναι πολύ πίσω.
Ο Δήμαρχος τέντωσε τ’ αυτί του ν’ ακούσει και άρπαξε μιαλέξη, και μπαίνει πάλι στη μέση.
– Αχ, η παίδεψη και το ματσούκι που φάγαμε μεις απ’ τον Τούρκο τόσα χρόνια, μήτε και το σκυλί σου δεν έφαγε.
Η βασίλισσα που παρακολουθούσε όλη την ώρα το διάλογο, νευρίασε.
Και νομίζοντας ότι αυτή θα συνεννοηθεί καλύτερα με το δήμαρχο του λέει:
– Εννοεί ο βασιλεύς παιδείαν γραμμάτων.
– Και παιδιά έχω, τρία κυρά Βασίλισσα.
Ενας τότε απ’ τη συνοδεία του Βασιλιά δεν κρατήθηκε και αγαναχτισμένος του λέει:
– Αϊ λοιπόν, είσαι χοντρός, κύριε δήμαρχε.
– Αμ που να δεις τον αδερφό μου το Δήμο, είναι ακόμα χοντρότερος, τ’ αποκρίθηκε ο δήμαρχος.
Ο Όθωνας στεναχωρημένος σταμάτησε την κουβέντα.