ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

«Τάσος Κρούσσος» (ο αυτοδημιούργητος έμπορος)

τάσος-κρούσσος-ο-αυτοδημιούργητος-436923

Του Σεραφείμ Αθανασίου

Δυσάρεστα ξαφνιάστηκα από μια είδηση που χθες διάβασα σε μια παλιά εφημερίδα του ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ.

Μερικές μέρες και για προσωπικούς λόγους απουσίαζα εκτός Βόλου όμως, τις εφημερίδες των ημερών απουσίας μου, επιστρέφοντας τις βρήκα στο σπίτι μου να με περιμένουν, για ξεφύλλισμα.

Σε μία εξ αυτών των εντύπων και συγκεκριμένα στις 22 Ιουνίου 2019 διάβασα πως ο και δικός μου καλός φίλος, Τάσος Κρούσσος, μας άφησε χρόνους.

Ειλικρινά λυπήθηκα για τον θάνατο του φίλου μου και θα μου επιτραπεί και εγώ να πω δυο λόγια γι’ αυτόν τον αυτοδημιούργητο έμπορο περισσότερο όμως για τον καλοσυνάτο και άκακο άνθρωπο.

Αν καλά θυμάμαι τον Τάσο Κρούσσο τον είχα γνωρίσει, για πρώτη φορά, το 1967 ή ‘68.

Υπηρετούσα στο Δ’ Αστυνομικό Τμήμα Βόλου και κάποιο απόγευμα καθημερινής πήγα στο 15ο Δημοτικό Σχολείο της οδού Αναπαύσεως, στο οποίο υπηρετούσε ως δασκάλα η σύζυγός μου, για να την πάρω μόλις τελείωνε το μάθημά της. Υπόψη ότι τότε τα σχολεία Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης λειτουργούσαν και τα απογεύματα, ακόμη και τα Σάββατα.

Οταν η σύζυγός μου τελείωσε το μάθημά της πήγαμε στη στάση των αστικών λεωφορείων, της Αναπαύσεως, προκειμένου να επιστρέψουμε στο σπίτι μας.

Η στάση βρισκόταν απέναντι από ένα πολύ μικρό κατάστημα νεωτερισμών, έτσι νομίζω πως έγραφε η πινακίδα του, στο οποίο μπήκαμε για να ψωνίσουμε.

Μας υποδέχθηκε ένα καλοσυνάτο ζευγάρι. Ηταν το ζεύγος Τάσου και Ελισάβετ Κρούσσου. Συστηθήκαμε, ψωνίσαμε, φύγαμε και από τότε γίναμε και πελάτες τους.

Πολύ αργότερα, με την οικογένειά μου, έμεινα στη Νέα Ιωνία (Δορυλαίου με Μαγνησίας).

Θυμάμαι τον φτωχό και καλόκαρδο Τάσο Κρούσσο ο οποίος με ένα περιποιημένο καροτσάκι το οποίο μόνος του έσπρωχνε και στην καρότσα του οποίου με τάξη τοποθετούσε διάφορα γυναικεία ή ανδρικά εσώρουχα, κάλτσες, πιζάμες κ.λπ. περιφερόταν στους δρόμους της Νέας Ιωνίας και με δόσεις πούλαγε την πραμάτεια του.

Οι νοικοκυρές κρατούσαν στα χέρια τους το δευτέρι με τα «βερεσέδια». Ο Τάσος αντ’ αυτών είχε ένα πολυσέλιδο τετράδιο με το ελληνικό αλφαβητάριο.

Εκεί έγραφε ό,τι με δόσεις έπαιρναν οι νοικοκυρές συμπυκνωμένο με μια λέξη, διάφορα ποσόν τόσο και το ίδιο ποσό το μετέφερε και στο μπλοκάκι της «δοσούς».

Κάθε δέκα πέντε ή και περισσότερες μέρες περνούσε με το καροτσάκι του από διάφορους δρόμους, έπαιρνε τη μικρή δόση από τα χρωστούμενα βερεσέδια, αφαιρούσε όμως και το καθαρό σεντόνι που σκέπαζε τα καινούργια εσώρουχα ανδρικά ή γυναικεία, πουκάμισα, πιζάμες και πολύχρωμα ναζιάρικα κομπινεζόν και το δευτέρι γέμιζε και με άλλες οφειλές στον πανέξυπνο και συμπαθέστατο Κρούσσο.

Ποτέ δεν ύψωσε τη φωνή του σε περίπτωση που κάποια «δοσού» δεν είχε χρήματα να μειώσει τον λογαριασμό της.

-Τάσο κ. Τάσο ήρθες! Αλλά δεν έχω η κακομοίρα τώρα να σου δώσω τίποτα, πειράζει την άλλη φορά;

-Δεν πειράζει κυρά Κώσταινα, κυρά Μαρία, κυρά Παναγιώταινα ή κυρά Περσεφόνη, εσύ να είσαι καλά. Την άλλη φορά που θα περάσω μου δίνεις χρήματα αν έχεις.

Αλλά τώρα για να δεις, εδώ στο καροτσάκι μου έχω και κάτι καινούργια όμορφα γυναικεία εσώρουχα που τρελαίνουν νιους και γέροντες Γιάννηδες, Γιώργηδες. Σεραφείμηδες (αυτό το τελευταίο το έλεγε στη δική μου συμβία) ή όπως αλλιώς τους λένε.

Ελα λοιπόν να δεις τι καινούργιο έφερα και μην πάρεις, μα αν πάρεις θα τα γράψουμε στο δευτεράκι και θα πάνε πίσω οι δόσεις δεν μαλώνουμε εμείς.

Και πράγματι ο καλός Τάσος ποτέ δεν μάλωσε με καμιά Περσεφόνη, Γιάννενα, Γιώργαινα, Κώσταινα ή Καρακώσταινα και με τα γλυκά του λόγια και με την καλή του συμπεριφορά όλους και όλες τους έπαιρνε με το μέρος του πουλώντας την πραμάτεια που κάθε τόσο γέμιζε το καροτσάκι του και γύριζε στις γειτονιές και με την επιστροφή του στο μικρό του μαγαζί στο αδειανό του καρότσι είχε διπλωμένο το καθαρό σεντόνι που σκέπαζε εκείνα που με δόσεις πάλι είχε πωλήσει.

Μου έκανε ειλικρινά εντύπωση και το κουβέντιαζα με τη σύζυγό μου όταν χτύπαγε το κουδούνι του δικού μου σπιτιού για να πάρει τη «δόση» του επειδή και εγώ με δόσεις ψώνιζα και έφευγε από μας στα διπλανά στο δικό μας σπίτια αμέσως σταματούσε και τούτο γιατί όλοι στα κατά σειρά εκεί σπίτια πελάτες του ήταν.

Σιγά – σιγά στην Αναπαύσεως το μικρό μαγαζάκι του Τάσου Κρούσσου μεγάλο και πανέμορφο έγινε και την εκεί πολυσύχναστη πλέον γειτονιά μια μόνιμη κάθετη φωτεινή πινακίδα και με το όνομα ΚΡΟΥΣΣΟΣ, φωτίζει.

Η υπέροχη σύζυγός του, η κ. Ελισάβετ (η Βέττα του) όλα αυτά τα χρόνια της δημιουργίας του κοντά του βρισκόταν, όπως κοντά του όταν μεγάλωσαν βρέθηκαν τα υπέροχα παιδιά του η Μαρία και ο Ομηρος.

Εγώ με τον Τάσο είχα με φιλία δεθεί και περιοδικά ακόμη και από τηλεφώνου τα «λέγαμε». Οικογενειακώς δε, όλα αυτά τα χρόνια για ψώνια την πόρτα του Κρούσσου περνούσαμε για να αγοράσουμε και κανένα πουκάμισο ή κάλτσες ακόμη και με δόσεις.

Καλή μου Βέττα, καλά του φίλου μου παιδιά Μαρία και Ομηρε θερμά συλλυπητήρια για τον θάνατο του προσφιλούς σας προσώπου. Φίλε Τάσο, τους κόπους σου μιας ζωής σε καλά χέρια τους άφησες και εσύ εν ειρήνη ξεκουράσου.

Πιστεύω κάποτε να συναντηθούμε και θα λέμε, θα λέμε, θα λέμε και τελειωμό δεν θα έχουμε, χωρίς τότε να κρατάμε και δευτέρια δόσεων, εκτός αν και εκεί μας παρουσιάσουν κανένα ΔΝΤ.

ΑΙΩΝΙΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ Η ΜΝΗΜΗ ΣΟΥ.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου