ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

ΛΑΜΠΡΟΥ ΑΘ. ΓΡΙΒΕΛΛΑ: Γλαφυρές αναμνήσεις «Λες και ήταν χθες…»

λαμπρου-αθ-γριβελλα-γλαφυρές-αναμνήσ-514799

Του Κώστα Λιάπη

Δεν είναι η πρώτη φορά που έχω την ιδιαίτερη χαρά να μιλώ σήμερα μέσα από τούτη την αναφορά μου για τον Καρδιτσιώτη Λάμπρο Γριβέλλα και το πλούσιο πνευματικό και πολιτιστικό του έργο. Φίλος εκλεκτός και παλιός συσπουδαστής μου στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Λάρισας ο ίδιος συμπεριλαμβάνεται στη χορεία των φωτισμένων δασκάλων του λαϊκού μας Σχολείου.

Με εξαιρετικά ευδόκιμη θητεία είτε ως απλός διδάχος, αλλά και ως επιθεωρητής και σχολικός σύμβουλος στη Δημόσια Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, καθώς και ως πάρεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. Ο ίδιος όμως, πέρα από την κατ’ εξοχήν εκπαιδευτική και παιδαγωγική προσφορά του, έχει κι ένα ιδιαίτερα αξιόλογο συγγραφικό έργο στους χώρους της τοπικής ιστορίας και λαογραφίας. Έργο που για την ώρα συμποσούται σε 15 βιβλία αλλά και σ’ ένα πλήθος δοκιμίων, μονογραφιών, χρονογραφημάτων και λοιπών άρθρων ποικίλου περιεχομένου, δημοσιευμένων στον ημερήσιο αλλά και περιοδικό τύπο.

Σχετικά πρόσφατο το τελευταίο του εκδοτικό πόνημα που μου χάρισε· μια συλλογή απαρτισμένη από 40 (με τον πρόλογό της) κειμένων, με επιλεγμένες αναμνήσεις μιας ολόκληρης ζωής. Τίτλος της ο γνωστός από το ομώνυμο παλιό τραγούδι και βάλς, «Λες και ήταν χθες…» (Καρδίτσα 2018, σ. σ. 172). Και με εξώφυλλο μια αναμνηστική επίσης ασπρόμαυρη φωτογραφία του συγγραφέα κι ενός φίλου του, φορώντας τα γυμνασιακά τους πηλήκια και καβάλα στα ποδήλατά τους.

Αναμνήσεις και εμπειρίες, λοιπόν, μιας «γεμάτης» και σημαδεμένης απ’ αυτές γλυκόπικρης ζωής, απ’ την οποία δε λείπουν και τα ιστορικά επεισόδια, καταθέτει ο φίλος μας σε τούτο το προσωπικό του βιωματικό ταμιευτήριο. Όπου βέβαια ο τόκος – χρόνος, μπορεί να μην αβγάτισε τούτες τις βιωματικές επιζήσεις και καταθέσεις του, τις λείανε όμως στ’ αμόνι του, τις απάλυνε, τις εξωράισε και τις ομόρφυνε. Το παραδέχεται κι ο συγγραφέας στο προλόγισμά του, επιβεβαιώνοντας την γερή αβάντα των νεανικών χρόνων και της οικογενειακής συμβίωσης με αγαπημένα πρόσωπα στη διαμόρφωση του όλου πλαισίου των αναμνήσεων και των εμπειριών του. Ωστόσο, όπως σημειώνει ο ίδιος στον επίλογο της προλογικής αναφοράς του, «γράφοντας ορισμένες απ’ τις αναμνήσεις του δεν επιδιώκει να περάσει κανένα μήνυμα. Απλά θέλει να μοιραστεί τις μνήμες του με τον αναγνώστη για να ελαφρύνει την ψυχή του από το βάρος τους». Θέλει δεν θέλει όμως στους χώρους των όποιων αναμνήσεων «κρύβονται αξίες ζωής και μηνύματα πολυσήμαντα», όπως το παραδέχεται κι ο ίδιος παραπάνω. Κι αυτό κατ’ εξοχήν συμβαίνει σε όλα αυτά τα δικά του βιωματικά δρώμενα.

Είχα τη χαρά και την ικανοποίηση να τα απολαύσω μονορούφι τούτα τα κείμενα την ίδια μέρα που τα έλαβα εδώ και αρκετό καιρό, αλλά τώρα που έσωσα να γράψω τούτες τις σκέψεις μου γι’ αυτά, και χρειάστηκε να τα ξανακοιτάξω, διαπίστωσα πως τα θυμόμουνα μια χαρά όλα …λες και ήταν χθες που τα είχα πρωτοδιαβάσει!

Μικρές, κατά κανόνα, και νόστιμες οι διηγηματικές ιστορίες του φίλου Λάμπρου όλες τούτες οι αντλημένες μέσα από την πλατιά ζώνη των πολύχρονων βιωματικών επιζήσεών του. Καταγραμμένες με όση δυνατή χρονολογική κατάταξη και με πρώτες και παλιότερες εκείνες των …νηπιακών χρόνων του, ως πρώιμου πεντάχρονου κι εξάχρονου μαθητή, σε καιρούς που δεν υπήρχε στα χωριά προσχολική αγωγή, και με αντίστοιχα κείμενα «Το Αλφαβητάρι» και το «Πρωτάκι στο Δημοτικό το 1941». Κι ακολουθεί ένα πλήθος ζωντανών πάντα αναμνήσεων και βιωματικών εμπειριών. Από τα μαθητικά του επίσης χρόνια «Στο Γυμνάσιο Αρρένων Καρδίτσης» κι αργότερα στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Λάρισας, μέσα στα αθώα χρόνια της εφηβείας αλλά και στα σκληρά χρόνια του εμφυλίου. Ως και της ώριμης αργότερα περιόδου της διδασκαλικής αλλά και της στρατιωτικής του θητείας κι αυτής ακόμα της περιόδου της δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Αλλά και μ’ ενδιάμεσες αναφορές σε πατριδογνωστικά κυρίως θέματα και δρώμενα: ιστορίες και σκηνές τρυφερές ή ευτράπελες, με πρόσωπα, τόπους και χώρους, ακόμα και φυτά της καρδιάς· με ποικίλα και συχνά πικάντικα ως σπαρταριστά περιστατικά ή και σοβαρότερα γεγονότα του οικείου χώρου· και με περίτεχνες αξιολογήσεις προσώπων και σκιαγραφήσεις χαρακτήρων όσων πρωταγωνιστούν στα λογής – λογής δρώμενα.

Κι όλα αυτά μέσα από ανεπιτήδευτες, ζωντανές και σταράτες εξιστορήσεις του συγγραφέα, που ρέουν μέσα απ’ την άξια γραφή του σαν τις βουνίσιες νεροσυρμές της γενέτειράς του. Και που δίνουν στον αναγνώστη με αμεσότητα και ευθύτητα σκηνές, εικόνες, καταστάσεις, περιστατικά, πρόσωπα οικεία και μη, διυλισμένα όλα μέσα από την καθαρότητα του λόγου του. Ενός λόγου μαστορικά συνθεμένου, που, χώρια απ’ όλα τ’ άλλα καλούδια του, είναι προικισμένος και με τη χάρη να χρησιμοποιεί στην ώρα του κι ένα ακόμα σπουδαίο ατού: το χιούμορ. Με το οποίο ο φίλος μας «αλατίζει» και νοστιμεύει συχνά όχι μόνο τις «πιπεράτες» αναφορές του αλλά ακόμα και κάποια από τα υποτιθέμενα σοβαρά θέματα.

Έχω ξεχωρίσει αρκετά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τέτοιες ευτράπελες αναφορές, αλλά ο χώρος δεν με παίρνει παρά να σταθώ σε μια μονάχα και να ολοκληρώσω με δαύτη.

Ο λόγος γίνεται για το κείμενο «Αγι-Ανάργια» (σσ. 58 – 59). Όπου κεντρικό πρόσωπο είναι η τελείως αγράμματη μανιά του συγγραφέα, η οποία είχε στο εικονοστάσι του σπιτιού τους και λιβάνιζε κάθε μέρα με ιδιαίτερη κατάνυξη μια καπνισμένη εικόνα Η ίδια, σ’ ερώτηση του συγγραφέα, όταν ο ίδιος ήταν ακόμα μικρό παιδί, ποιοι ήταν οι άγιοι της εικόνας αυτής, είχε τότε δώσει την απάντηση:

«– Η Αγι’ Ανάργια με τη δυχατέρα τσ’, πιδάκι μ’».

Όταν μεγάλωσε ο μικρός Λάμπρος και πρόκοψε στα γράμματα, εξακρίβωσε πως η εν λόγω εικόνα ήταν των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού. Και θέλησε να ενημερώσει σχετικά τη μανιά του. Γράφει ο ίδιος:

«Προσπάθησα να εξηγήσω στη μανιά μου ότι η «Αγι-Ανάργια μι τη δυχατέρα τσ’», που λιβάνιζε μια ολόκληρη ζωή, ήταν οι Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός κι ότι τόσα χρόνια μπέρδευε τη λέξη «ανάργυροι» με τη λέξη «Ανάργια». Και η συνέχεια:

«Με κοίταξε αποσβολωμένη επί αρκετά δευτερόλεπτα, με το στόμα ανοιχτό! Ύστερα το πρόσωπό της γέμισε οργή, με μια απότομη κίνηση τράβηξε από το ζωνάρι τη ρόκα που έγνεθε, και όρμησε καταπάνω μου:

– Aϊ, να χαθείς, παλιουζάγαρου, πόμαθις πέντι γράμματα κι θα γυρίεις τουν κόσμου ανάπουδα!»…

Xάρηκα ειλικρινά όλα τα κείμενα τούτης της συλλογής, αλλά ομολογώ πως εντυπωσιάστηκα ιδιαίτερα με τα συνθεμένα με λιτή αλλά αυθεντική αρματωσιά λαϊκού λόγου κι αρματωμένα με το γνήσιο και πηγαίο χιούμορ, που αποτελεί και το μεγάλο ατού του καλού μου φίλου Λάμπρου.

Ευχή μου βαθύκαρδη να τον έχει ο Θεός καλά να μας χαρίζει πολλά ακόμα τέτοια κείμενα γαρνιρισμένα με τα καλούδια του αυθεντικού και απολαυστικού του λόγου.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου