ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Πάσχα στην Καππαδοκία

πάσχα-στην-καππαδοκία-530679

Του Ευθύμιου Zιγγιρίδη, υποψήφιου Περιφερειακού Συμβούλου με τον συνδυασμό «Συμμαχία Υπέρ των Πολιτών» Προέδρου Καππαδοκών Αργιλοχωρίου Αλμυρού Μέλους ΔΣ ΕΚΠΟΛ Θεσσαλίας

Οι Ελληνες της Καππαδοκίας από τα Φάρασα μέχρι το Μιστί και το Τσαρικλί και από τη Σινασσό μέχρι την Καισάρεια, τις άγιες μέρες του Πάσχα είχαν πολλά λατρευτικά έθιμα. Ο φίλος και ιστορικός ερευνητής Κοιμίσογλου Συμεών αναφέρει ότι την ημέρα των Βαΐων τα παιδιά μαζεύονταν σε ομάδες. Ένας από κάθε ομάδα ντυνόταν ζητιάνος και έκρυβε το πρόσωπό του με μαντίλι για να μην τον αναγνωρίζουν τα σπίτια όπου επισκεπτόταν. Ξεκινούσαν με ένα καλάθι στα χέρια και πήγαιναν στα σπίτια του χωριού. Όταν ο σπιτονοικοκύρης άνοιγε την πόρτα του τραγουδούσαν: Βάγια βάγια βούτσικα το ένα μουσκαρίτσικα, Λάζαρε φάε τσιτσί φάε μαμά, πέσει κατ λαχτάρα, σήκου απάν γαργάρα.

Τη στιγμή που ακουγόταν η λέξη λαχτάρα ένας από την ομάδα έπεφτε κάτω και σπαρταρούσε ως τη στιγμή που ο σπιτονοικοκύρης έδινε τα δώρα. Κατόπιν το παιδί σηκωνόταν. Αυτό το έθιμο συμβολίζει το θάνατο και την ανάσταση του Λαζάρου.

Τη Μεγάλη Εβδομάδα οι νέοι του χωριού μάζευαν καύσιμα υλικά όπως άχυρα, ξερά χόρτα κ.τ.λ. και τα συγκέντρωναν στους μαχαλάδες προετοιμάζοντας τις μεγάλες φωτιές του Σαββάτου. Την Μεγάλη Τετάρτη έβαφαν τα αυγά με φλούδες από κρεμμύδια. Το βράδυ της Μ. Πέμπτης πήγαιναν στην εκκλησία να ακούσουν τα 12 Ευαγγέλια και μαζί τους έπαιρναν ντου Βαντζελιού ντου ταπ που ήταν ψωμί στρογγυλό ζυμωμένο με αυγά αλεύρι και γάλα. Στη μέση έβαζαν ένα κόκκινο αυγό και το κρεμούσαν στα στασίδια τους όπου και το άφηναν ώς την ημέρα του Πάσχα για να ευλογηθεί. Εκτός απ ντου κουρλόπα όπως την έλεγαν έπαιρναν μαζί και μία δερμάτινη τσάντα γεμάτη αλάτι κόκκινα αβγά από τα οποία το ένα ήταν από τους φτωχούς, τσουρέκια, προζύμη, γάλα, γιαούρτι, βούτυρο, μέλι. Πριν αρχίσει η ανάγνωση των Ευαγγελίων οι άρρωστοι ξάπλωναν μπροστά στο ιερό, ακόμη και μουσουλμάνοι, για να ευλογηθούν και να γιατρευτούν. Τα υπολείμματα των κεριών που άναβαν δεν τα πετούσαν ποτέ γιατί τα θεωρούσαν ευλογημένα. Το βράδυ της Μ. Παρασκευής οι Μισιώτες πήγαιναν στην εκκλησία κρατώντας ένα λευκό κερί και έψελναν τα γράμματα της Παναγίας όπως έλεγαν τους επιτάφιους θρήνους «Η ζωή εν τάφω», «Αξιον Εστί» και «Αι γενεαί πάσαι».

Ο Επιτάφιος ήταν ένα μεγάλο τραπεζομάντιλο με την εικόνα του Χριστού. Το κρατούσαν από τις γωνίες του τέσσερις παπάδες και τον γύριζαν στην αυλή της εκκλησίας. Κατά τη διάρκεια της περιφοράς οι άντρες πυροβολούσαν στον αέρα. Στα Φάρασα φώναζαν Συρένουμ της τσιφούτη που τσάστεψαν το Χρήστο δηλ. πυροβολούμε τους άπιστος που σταύρωσαν τον Χριστό. Οι Καππαδόκες πίστευαν ότι με την Ανάσταση του Χριστού οι ψυχές των πεθαμένων τους γυρίζουν στα μέρη όπου έζησαν. Το Μ. Σάββατο συνέχιζαν να πενθούν την κάθοδο στον Αδη του Χριστού την οποία συνδύαζαν με τον θάνατο δικών τους προσώπων για αυτό πήγαιναν στα μνήματα και έκλαιγαν τους αποθαμένους τους. Εκείνη την μέρα πήγαιναν για ύπνο οι περισσότεροι για να μπορέσουν να αντέξουν μετά την βραδινή λειτουργία να αντέξουν και να μεταλάβουν. Άλλοι άναβαν φωτιές. Όταν ακουγόταν η καμπάνα γύριζαν τα σπίτια όσοι δεν είχαν κοιμηθεί και ξυπνούσαν τους υπόλοιπους. Ολοι πήγαιναν στην εκκλησία με μία λαμπάδα λευκή και δύο γερά κόκκινα αβγά. Μετά το τέλος της λειτουργίας με την επιστροφή στο σπίτι φώτιζαν το σπίτι το κοτέτσι και τον στάβλο.

Ξημερώνοντας ντου ΜααλΤσερετσή όπως έλεγαν το Πάσχα, τα παιδιά πήγαιναν σε παππούδες και νονούς τους φιλούσαν τα χέρια και έπαιρναν τα δώρα τους. Μετά όλοι οι χωριανοί μαζεύονταν στην πλατεία και γλεντούσαν για 3 συνεχόμενες ημέρες. Τέλος οι νεαροί πάλευαν μεταξύ τους για να αναδειχθεί ο δυνατότερος. Την Κυριακή μετά το Πάσχα την έλεγαν ΝΤΙΠΑΣΧΑ δηλαδή αντιπάσχα η ημέρα αυτή ήταν η Τσερετσή του Ει Θούμα. Από την Τετάρτη έως το Σάββατο δούλευαν μόνο τα πρωινά και τα βράδια γλεντούσαν.

Την Κυριακή μετά την εκκλησία κάνανε παρέες και πήγαιναν σε σπίτια και στήναν χορό. Ήταν η Κυριακή που αποχαιρετούσαν το Πάσχα χορεύοντας και διασκεδάζοντας τα κορίτσια, χόρευαν με πολύχρωμες φορεσιές και μαντίλια το χορό του Ντίπασκα.

Δύσκολες εποχές με λιγοστά αγαθά τότε οι πρόγονοι μας. Ζούσαν σε μία αφιλόξενη χώρα την οποία ωστόσο την θεωρούσαν πατρίδα τους και την αγαπούσαν.

Χρόνια καλά σε όλους του ανθρώπους. Χρόνια φωτισμένα και ευλογημένα. Είθε ο Χριστός να μας ευλογεί και να μας φωτίζει τον δρόμο σε κάθε βήμα.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου