ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Οδυσσέας Ελύτης: «Ανοίγω το Στόμα μου κι Αναγαλλιάζει το Αιγαίο» ΜΕΡΟΣ Γ΄(τελευταίο)

οδυσσέας-ελύτης-ανοίγω-το-στόμα-μου-κ-600239

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

«Τι γύρευες [ω ποιητή]

Βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα ευρύχωρα όνειρα

Όπου άφριζε τα αισθήματά του ο άνεμος

Άγνωστος και γλαύκος, χαράζοντας στο στήθος σου το πελαγίσιο του έμβλημα [Τι γύρευες].

Ο έρωτας

Το αρχιπέλαγος

Και η πρώρα των αφρών του

Και οι γλάροι των ονείρων του

Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης αρμενίζει

Ένα τραγούδι».

Είμαι σίγουρος πως πρόκειται για το τραγούδι τού ποιητή, που το τραγουδάει ο έρωτάς του για το Αιγαίο. Θα πρόκειται και για το καράβι τού έρωτά του, που βούλιαξε στο αρχιπέλαγος (ίσως για να σωθεί). Κι εκείνο το κοχύλι, που κρατάει στα χέρια του, θ’ αντηχεί το Αιγαίο. Το Αιγαίο, που θέλει να υπάρχει, πέρα και πάνω από κάθε εναντιότητα, πέρα και πάνω από κάθε ξένη παρουσία και συμφορά τής πάχνης τού θανάτου…

Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι το γαλάζιο είναι το κυρίαρχο χρώμα σ’ ολόκληρη την ελληνική ποίηση, ένας εκθαμβωτικός θόλος, που περιέχει έναν περιορισμένο αριθμό οικείων φυσικών αντικειμένων: πέτρες, βράχοι, θάλασσα, λιόδεντρα, κυπαρίσσια, κοχύλια, γλάροι και αηδόνια. Γνωρίζουμε επίσης ότι τα καλοκαίρια των παιδικών του χρόνων, ο Ελύτης τα πέρασε όλα σ’ ένα μικρό νησί, από αυτά που διατηρούν ακόμα ζωντανά τα χνάρια τού αγώνα τής ανεξαρτησίας μας. Έτσι, θα εννοήσουμε πιο εύκολα την προέλευση της ηθικής χροιάς, που τείνει να πάρει, σήμερα, ο νησιωτισμός στην ποίηση του Ελύτη, ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα διδακτορικής διατριβής, που πρέπει να δοθεί σ’ έναν νέο, που αγαπάει τον Ελύτη, την Ελευθερία και την Ελλάδα… Να ερευνήσει, μέσα σε μία ατμόσφαιρα αισθησιασμού και μυστικισμού, τον ηθικό Παράδεισο του Ελύτη.

Η κριτική έχει υποστηρίξει ότι οι διαθέσεις, που υποβάλλει ο ποιητής, και από τις οποίες φαίνεται να κυριαρχείται, είναι εκείνες ενός εφήβου, τον οποίο εκλπήσσει και γεμίζει με χαρά το θέαμα της ζωής. Ο ποιητής μεθάει από τις εντυπώσεις (στους «Προσανατολισμούς», που γράφει το 1940) και προσπαθεί να σπαταλήσει τη νεανική του ορμή στην απόλαυση των όσων η ζωή προσφέρει στην ανέμελη νεότητα. Στο τραγούδι τού ναύτη, ποτέ σχεδόν δεν παρεμβάλλεται υπόνοια θλίψης, σκεπτικισμού ή μελαγχολίας. Υποστηρίζεται ακόμα ότι από την ποίηση του Ελύτη των πρώτων, κυρίως, χρόνων της δημιουργίας του, απουσιάζει σχεδόν ολότελα το δράμα, που είναι στο βάθος η γνώση και η αίσθηση της φθοράς, της μεταβολής και του χρόνου, που αποτελούν και τις πρώτες του πηγές. Ο ποιητής δείχνει να χαίρεται το καθετί γύρω του με όλες του τις αισθήσεις.Τον βλέπουμε να κινείται με μία ματιά πλατιά, κι ο κόσμος να ξαναγίνεται όμορφος από την αρχή στα μέτρα τής καρδιάς. Όμως, μία καλοπροαίρετη ανάγνωση των πρώτων του ποιημάτων, θ’ αποκαλύψει (μέσα στις φλόγες τού καλοκαιρινού ήλιου και της χαράς) κάποια αίσθηση μελαγχολίας και νοσταλγίας, κάποια θλίψη και απελπισία, που πηγάζει βαθιά μεσ’ απ’ τον ποιητή, σχεδόν χωρίς τη συγκατάθεσή του. Βέβαια, η συνολική γεύση των πρώτων εκείνων ποιημάτων του είναι η γεύση τού φωτός και της ελπίδας. Ωστόσο, δε λείπουν οι ενδείξεις από σκοτεινά σύννεφα, αδυσώπητους καιρούς και χειμωνιάτικους ουρανούς. Ο ποιητής ποτέ δεν ήταν ο ξένοιαστος νέος, που τόσο νοσταλγικά ύμνησε στα ποιήματά του, παρά μόνο στις ανεκπλήρωτες επιθυμίες του και στη μεταμορφωτική του φαντασία. Το ψυχικό τοπίο τού Αιγαίου έχει τις κακοκεφιές του, τις κηλίδες της απελπισίας του. Δεν είναι μόνο σύμβολα, που πρέπει να τα πολεμήσει, αλλά και δυνάμεις καταστροφικές.

Ο Ελύτης αισθάνθηκε την ανάγκη να περιγράψει, όχι μόνο αυτό που του στέρησε η ζωή, αλλά και αυτό που θα την ήθελε να είναι. Προσπάθησε να μετουσιώσει σε χαρά τη «Μελαγχολία του Αιγαίου», όπως τιτλοφορεί ένα του ποίημα. Η χαρά, ήταν για τον ποιητή, όχι τόσο μία πραγματικότητα, όσο ένα όραμα παραδεισιακής τελειότητας.

Στο «Σώμα τού Καλοκαιριού», γράφει:

«Με τι πέτρες, τι αίμα, και τι σίδερο

Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι

Ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο

Και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν αεροβάτες

Το πώς περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας

Ένας Θεός το ξέρει (…)».

Ο ποιητής, τελικά, αντιστέκεται στην απόγνωση με τρόπο ηρωικό, βλέποντας πως, επί τέλους, φαίνεται να έρχεται από μακριά η ακριβοθώρητη παρθένα Ελπίδα. Και μας επισημαίνει:

«Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν

Κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες

Φίλε μου, όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι

Σίδερο, με τι πέτρες, τι αίμα, τι φωτιά

Χτίζουμε, ονειρευόμαστε και τραγουδούμε!»

Έτσι, μέσα από την ατομική του περίπτωση, αισθάνεται κανείς ότι ο ποιητής προσπαθεί να ξαναδημιουργήσει τον κόσμο των ονείρων του, να ταυτίσει την ιδέα τής ομορφιάς με την ιδέα τής ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Αυτό που έχει σημασία είναι η θέση που παίρνει κάποιος, η τοποθέτησή του, ο αγώνας που έχει αναλάβει. Όλα τ’ άλλα είναι ασήμαντα. Στο ποίημα «Με τι πέτρες, τι αίμα, και τι σίδερο» ο ποιητής καταφέρεται εναντίον εκείνων, που δεν ένιωσαν ποτέ «με τι/ σίδερο, με τι πέτρες, τι αίμα, τι φωτιά/Χτίζουμε, ονειρευόμαστε και τραγουδούμε» (…). Κι οι φωνές των πουλιών, πού’ χουμε σ’ ώρες μεγάλης μοναξιάς/ αποστηθίσει, φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες μαζί, τόσο που/ δεν εστάθη βολετό να προχωρήσουμε σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου