ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Οδυσσέας Ελύτης -«Ανοίγω το Στόμα μου κι Αναγαλλιάζει το Αιγαίου ΜΕΡΟΣ Β΄

οδυσσέας-ελύτης-ανοίγω-το-στόμα-μου-κ-609120

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Κάποτε, στα χρόνια τής Κατοχής, έτυχε να ρωτήσουν τον Ελύτη, σε μία συγκέντρωση φοιτητών, πώς γίνεται να γράφει ποιήματα γεμάτα φως και έξαρση, όταν τα πάντα γύρω δεν είναι παρά μαυρίλα και απελπισία. Ο ποιητής, τότε, αποκρίθηκε ότι δεν είναι τα γεγονότα της εποχής, που τον ενδιαφέρουνε σαν ποιητή, αλλά το αίσθημα, που αναλογεί σ’ αυτά τα γεγονότα. Και το αίσθημα αυτό, που στην Κατοχή το σήκωνε περήφανα ο λαός στους ώμους του, ήταν γεμάτο φως και έξαρση…

Σε κανέναν άλλο ποιητή, αν εξαιρέσουμε το Νίκο Καζαντζάκη, ο ήλιος και το φως του δεν διαδραματίζουν έναν τόσο κεντρικό ρόλο. Για τον Ελύτη, ο ήλιος ως αέναη πηγή φωτός, όχι μόνο βρίσκει την ιδανική και απόλυτη θέση του στην Ελλάδα, αλλά απαιτεί και αδιάκοπες θυσίες για να μπορέσει να συντηρηθεί. Απαιτεί τη συνεισφορά, τόσο των ζωντανών, όσο και των νεκρών. Ο ήλιος είναι το μαγικό σημείο με το οποίο ο ποιητής εξορκίζει το κακό από τον κόσμο. Είναι το σημείο εκείνο, που, στο εξαγνιστικό φως του, γεννιέται και αποκαλύπτεται η δικαιοσύνη.

Στ’ ανοιχτά, λοιπόν, του Αιγαίου, μάς καρτερεί ο ποιητής. Εκεί πήγαμε και τον συναντήσαμε και του εκφράσαμε την ευγνωμοσύνη μας. Κι εκεί του ζητήσαμε των φονιάδων το αίμα με φως να ξεπληρώσει… Κι ο ποιητής, από τη «Γένεση», αποκρίνεται:

«Στην ΑΡΧΗ το φως Και η ώρα η πρώτη

που τα χείλη ακόμη στον πηλό

δοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμου.

[…] Κάτι λίγο ψυχής μέσα στην άργιλο.

Τότε είπε και γεννήθηκε η θάλασσα

Και είδα και θαύμασα.

Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ’ εικόνα και ομοίωσή μου:

Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή

και γαλήνιοι αμφορείς

και λοξές δελφινιών ράχες

η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος.

«Κάθε λέξη κι από’ να χελιδόνι

για να σου φέρνει την άνοιξη […], είπε.

ΑΥΤΟΣ

ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας

Στο «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ», τα εφήμερα στοιχεία δοξολογούνται με στίχους, που αρχίζουν μ’ ένα «νυν», ενώ οι αιώνιες ουσίες με στίχους, που αρχίζουν με το «αεί». Και καθώς ο ποιητής πορεύεται προς μία «χώρα μακρινή και αναμάρτητη», ανακαλύπτει πως «τώρα το χέρι Θανάτου/αυτό χαρίζει τη Ζωή» και πως, τελικά, μολονότι η ανθρωπότητα πρέπει να αγωνίζεται ακατάπαυστα για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, για το θρίαμβο του καλού και τη συντριβή τού κακού, τη ζωή, ωστόσο, πρέπει να τη δεχόμαστε μέσα στη συνολική της αναγκαιότητα. Σε μία φράση, όπου συνοψίζει όλους τους ιδεολογικούς του προσανατολισμούς, ο ποιητής αναφωνεί: «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ» το τίμημα.

Για τον Ελύτη, το Αιγαίο είναι ένας ιδανικός νερένιος παράδεισος: βράχια, γαλάζιος ουρανός και ένας αχτινοβόλος ήλιος, ορίζοντες, σπηλιές και πηγάδια, κάτω από τον ήλιο και το γαλάζιο φως, νησιά και αρχιπέλαγα τριγυρισμένα από αφρούς και κύματα, γλάρους και κοχύλια, ελαφρές αύρες και ισχυρούς ανέμους, θάλασσες όπου οι ναύτες ετοιμάζουν τα καράβια τους, ανοίγοντας τα πανιά τού ονείρου και περιγράφοντας τα τραγούδια, τις αγάπες, τα φιλιά και τα χάδια τής αρραβωνιαστικιάς τους. Ώσπου, από έναν κόσμο διάφανο, δροσερό, ξένοιαστο και παντοτινά εωθινό, βρεθούμε αντιμέτωποι με τη σκληρή πραγματικότητα του αγώνα για τον επιούσιο, που, σ’ αυτή την άγονη γη, μάς κάνει να φαινόμαστε πρόωρα γερασμένοι.

Τελικά, η προσπάθεια του Ελύτη να μεταμορφώσει τη ζωή, να τη μεταπλάσει σε μία «ματιά πλατειά όπου ο κόσμος ξαναγίνεται/Όμορφος από την αρχή στα μέτρα της καρδιάς», είναι μία ηθική στάση. Είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να βγάλει φως από το σκοτάδι, να ξεριζώσει «την καρποφορία τής θύμησης», να μετουσιώσει τη μελαγχολία και τη θλίψη σε χαρά, από μία ηθική ανάγκη για δικαιοσύνη. Σ’ ένα από τα ποιήματά του, λέει: «Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα/Ό,τι αγαπώ είναι στην αρχή του πάντα». Όμως, η χαρά για τον Ελύτη είναι μόνο «μιας στιγμής χωρητικότητα!».

Ήταν, αν θυμάμαι καλά, ένα βροχερό φθινοπωριάτικο πρωινό, που ο Ελύτης τηλεφώνησε στον Κίμωνα Φράϊερ, μεταφραστή και μελετητή τού έργου του, να τον αποχαιρετήσει. Το θαύμα, που τον κρατούσε πιστό στη ζωή και στην ποίηση, γινόταν πραγματικότητα. Έχοντας στις αποσκευές του λίγες σταγόνες ελληνικό φως, πήγαινε στη Στοκχόλμη για να του απονείμουν το Νόμπελ. Ήταν γεμάτος αγαλλίαση. Ο ποιητής, για πρώτη ίσως φορά, πέθαινε από λιμό χαράς.

Ανάμεσα στις αμέτρητες φορές, που βρέθηκα στην Καλλιδρομίου 10, να, άλλη μία, στο διαμερισματάκι τού Φράϊερ, όπου είχαμε ήδη αρχίσει να μεταφράζουμε ποιήματα του Αναγνωστάκη και του Σαχτούρη. Το 1978, από τις εκδόσεις «Κέδρος», εκδόθηκε η Αισθητική Ανάλυσηκαι η Εισαγωγή στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, πόνημα του Φράιερ, που συνετέλεσε καθοριστικά, ένα χρόνο αργότερα, στην απονομή, όπως το παραδέχτηκε, με το γυρισμό του στην Ελλάδα, ο ίδιος ο νομπελίστας ποιητής, που, φαντάζομαι πως, αφήνοντας πίσω του τον σκοτεινό ουρανό τής Σουηδίας, ο ποιητής τού Αιγαίου θα πίστεψε ακόμα περισσότερο πως ο ήλιος τής Ελλάδας γίνεται όντως η μυλόπετρα, όπου «αλέθεται η μαυρίλα για να μεταβληθεί σε φως…».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου