ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Οδυσσέας Ελύτης: «Ανοίγω το Στόμα μου κι Αναγαλλιάζει το Αιγαίο» ΜΕΡΟΣ Α΄

οδυσσέας-ελύτης-ανοίγω-το-στόμα-μου-κ-617133

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Αν τραβούσε κανείς μία ευθεία από το Ηράκλειο, όπου ο Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε (το 1911), ως τη Λέσβο, τον τόπο καταγωγής των γονιών του, και από εκεί ως την Αθήνα, όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος τής ζωής του, θα σχημάτιζε ένα μεγάλο τρίγωνο, που θα περιλάμβανε το Αιγαίο Πέλαγος και τα λαμπερά νησιά του, ολόκληρο δηλαδή το θαλασσινό τοπίο, που έδωσε στον Ελύτη τη βασική εικονογραφία και το ήθος τής ποίησής του. Αλλά για τον Ελύτη, το Αιγαίο δεν είναι μόνο ένας γεωγραφικός χώρος, το τρίγωνο μέσα στο οποίο το υποσυνείδητό του ανθίζει τις φυλετικές καταβολές του, αλλά και ένας χώρος φωτεινός και πνευματικός, όπου το παρελθόν και το παρόν τής κατακερματισμένης Ελλάδας υπόσχονται να ανακτήσουν μία ηθική ενότητα, νιώθοντας την ανάγκη για πλατωνική κάθαρση και ιδεοποίηση. Σ’ αυτό το τρίγωνο υπάρχει ουσιαστικά ο ποιητής και από αυτό προσδιορίζεται η μοίρα του…

Η εξύμνηση της νιότης μέσα στα μυθικά τοπία και τους γλυκούς ρεμβασμούς τού Αιγαίου φτάνει στην αποθέωσή της. Ο ποιητής τής ομορφιάς, της ξενοιασιάς, του καλοκαιριού, της ανθισμένης νιότης, κατά τους έλληνες κριτικούς, κατοίκησε σ’ αυτό το ονειρικό τοπίο, όπου συνάντησε τη Μαρίνα των Βράχων, με μία γεύση τρικυμίας στα χείλη, τριγυρνώντας όλη τη μέρα «στη σκληρή ρέμβη τής πέτρας και της θάλασσας», αποκορύφωση του ποθητού και ανέγγιχτου. «Ιδού εγώ λοιπόν», αναγγέλλει, «ο πλασμένος για τις μικρές Κόρες και τα νησιά τού Αιγαίου./ ο εραστής τού σκιρτήματος των ζαρκαδιών/ και μύστης των φύλλων τής ελιάς / ο ηλιοπότης και ακριδοκτόνος».

Ο Οδυσσέας Ελύτης, έλπιζε, μία μέρα, να βγάλει από το Αιγαίο κάτι, σαν έναν «Ηθικό Δεκάλογο», μία ηθική, τις καινούριες Δέκα Εντολές, να επιστρέψει, οπλισμένος με φως, σε περιοχές όπου βασιλεύει το σκοτάδι, αυτό που ασχημίζει τα πράγματα. Όμως, το σχήμα των καιρών μας, έχοντας καταντήσει ένα μπερδεμένο κουβάρι από γραμμές, σπρώχνει τον ποιητή ν’ απλώσει το δάχτυλο και να τις ισιώσει. Να ξαναγυρίσει, όπως είπαμε, με όπλο το φως, εκεί που το σκοτάδι ασχημονεί. Ο ποιητής μιλάει για μιαν ανάγκη καθαρότητας, που μοιάζει αισθητική, μα είναι στο βάθος ηθική, αφού από μικρό παιδί, ο Ελύτης την Αδικία συνήθισε να τη νιώθει σαν Ασκήμια. Το ίδιο θα έκανε και σήμερα: Αν τύχαινε να θιγεί η ανθρωπιά του, θα ζητούσε ν’ αντιδράσει σαν οργανισμός πια, να τραφεί με κάτι καθαρό – ψωμί και σκέτο νερό μονάχα – ή ν’ ανοίξει ένα παράθυρο ή, που το λέει ο λόγος, να συλλογιστεί μονάχα πως υπάρχει κάπου ένας γιαλός, ένα χοχλίδι, πράγματα, που ό,τι και να τους κάνεις, δε λερώνονται. Απλή ποιητική ιδιοτροπία; Θα έλεγε κανείς ένα είδος «μετάληψης» μάλλον, που δεν γίνεται να μην έχει συμβολική δύναμη τεράστια. Κι αν ο ποιητής λέει πως «μεταλαβαίνει» τη σοφία των γραμμών, τη διαφάνεια του ουρανού, ή την ελευθερία τού υγρού στοιχείου, είναι γιατί ξέρει ότι τα ίδια αυτά, με την προέκτασή τους, από την άλλην όψη τής πραγματικότητας όπου ζούμε, γίνονται ΝΟΜΟΙ, που υπαγορεύουν ηθικές πράξεις με ανάλογη σημασία.

Σταματώ εδώ. Δεν θέλω να συνεχίσω ερμηνεύοντας έννοιες, που μόνο ποιητικά γίνεται να δοθούν. Θα επιμείνω μόνο στο ύστατο σημείο, που είναι και το ενωτικό και το κυρίαρχο, το φως. Από κει ξεκινά, εκεί εμποτίζεται, κι εκεί τελειώνεται όλος αυτός ο κόσμος. Ένα στοιχείο απόλυτης δικαιοσύνης, που η επαναστροφή του επάνω στις αμαρτίες μας, ηγεμονικά και κυρίαρχα, αποτελεί το ποιητικό αίτημα του Ελύτη («Ήλιος ο Πρώτος»). Έτσι αρχίζει και έτσι τελειώνει η «φυσική μεταφυσική τού ποιητή. Κι αυτό δεν έχει σημασία για τους ανθρώπους μιας περιοχής, που λέγεται Αιγαίο ή Ελλάδα ή Μεσόγειος, αλλά για όλη την οικουμένη. Βλέπουμε, λοιπόν, την παλινδρομική λειτουργία τής ποίησης του Ελύτη, αλλά και την αποστολή του, μία αποστολή ρητή: Να ρίχνει σταγόνες φως μέσα στο σκοτάδι, που μας περιτριγυρίζει. Ίσως αυτό να έδωσε αφορμή σε μερικούς να ονομάσουν τον Ελύτη ποιητή τής χαράς. Η χαρά, όμως, γι αυτόν ήταν, όχι τόσο μία πραγματικότητα, όσο ένα όραμα παραδεισιακής τελειότητας, ενσάρκωση της ομορφιάς τού Αιγαίου και των ονείρων τής νεότητας. Μάλιστα θα έλεγε κανείς ότι ο ποιητής πάσχιζε να περιγράψει έναν παράδεισο, που κινδύνευε, αναπόδραστα, να χαθεί. Ωστόσο, η χαρά βρίσκεται μακριά του. Κι εδώ που τα λέμε, του ήταν αδιάφορη.

Συζητήσανε – και πολλοί αμφισβητήσανε – αν ήταν ο Ελύτης που ανακάλυψε το Αιγαίο. Άλλοι, είπανε ότι το έδωσε σαν απαράδεκτο ηθογραφικό τοπίο «κεντημένο με διάθεση ζωγράφου». Η κριτική, αλίμονο, ως εκεί φτάνει να δει. Ωστόσο, μία «φύση» είναι καινούργια, κάθε φορά που κατορθώνει κανείς να την κοιτάξει διαφορετικά.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου