ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Μια βαθιά εξομολόγηση (Με λίγο γέλιο και, ίσως, περισσότερη συγκίνηση)

μια-βαθιά-εξομολόγηση-με-λίγο-γέλιο-κα-620715

Του Σεραφείμ Αθανασίου

Κάτι τώρα θυμήθηκα και αναστατώθηκα άσχετα αν -τότε- είχα γλυτώσει όχι μόνο έχθρες, αλλά και λιθοβολισμό. Ήταν Δεκέμβριος του έτους 2001 και επειδή κάποια συγκινητικά συμβάντα δεν πρέπει να μπαίνουν σε σκουριασμένα χρονοντούλαπα απώλειας μνήμης, είπα να τα επαναφέρω στον δικό μου νου, αντιγράφοντας περιληπτικά τα όσα προ 18 χρόνων συνέβησαν.

Ήταν πρωί, 5 Δεκεμβρίου 2001, όταν κουδούνισε το τηλέφωνο του σπιτιού μου.

Ντριν, ντριν ντριν.

– Ορίστε, παρακαλώ.

– Θέλω τον κ. Αθανασίου.

– Εγώ είμαι.

– Ο ίδιος;

– Ναι κυρία μου, ο ίδιος και απαράλλαχτος.

– Ακούστε με, αφαιρώ το κύριος και μιλάω στον Αθανασίου στον οποίο λέω. Αν σε είχα εγώ σύζυγο και μου έκανες ότι κάνεις στην αξιαγάπητη κυρία Φωτούλα, θα σου έβγαζα τα μάτια με καυτό πιρούνι.

– Γιατί μου μιλάτε έτσι κυρία μου, και ποια είστε εσείς;

– Είμαι η Σωτηρία και λυπάμαι γι’ αυτά που σήμερα εσείς γράφετε στην εφημερίδα και διαβάζει ο κόσμος, ενώ εγώ κακίζω τον εαυτό μου επειδή μια καλή μου φίλη έχει δίπλα της αυτό το…, άντε να μη πω πως σε χαρακτηρίζω τούτη την ώρα και κάνε μου μήνυση.

Η κυρία Σωτηρία μίλαγε και έτρεμε από τα νεύρα της, όμως εγώ επειδή είχα καταλάβει την αιτία του εκνευρισμού της άρχισα να το διασκεδάζω.

– Τι έχω κάνει κ. Σωτηρία που και τα μάτια μου διέτρεχαν κίνδυνο, αν ήσασταν σύζυγός μου;

– Με ρωτάτε τι κάνατε και δεν έχετε καταλάβει τον ψυχικό πόνο που θα νιώσει αυτή η άγια γυναίκα, αν σήμερα πέσει στα χέρια της αυτή η εφημερίδα και διαβάσει ότι εσείς γράφετε γι’ αυτή την ξετσίπωτη που σας ξεμυάλισε, και δεν ντρέπεστε μεγάλος άνθρωπος με παιδιά της παντρειάς να γράφετε τέτοια λόγια αγάπης, ντροπή σας.

– Κυρία Σωτηρία το διαβάσατε όλο μου το άρθρο;

– Όχι και ποτέ δεν θα το διαβάσω. Εφτασα μέχρις εκεί που έγινα μπαρούτι και την πέταξα στον καναπέ.

– Διαβάστε το κ. Σωτηρία και μετά… λιθοβολήστε με.

– Αρκεί αυτό που διάβασα, μου είπε η κ. Σωτηρία και κατάμουτρα μου έκλεισε το τηλέφωνο. Πριν όμως κλείσει το ακουστικό μου αράδιασε τόσα κοσμητικά επίθετα που μερικά εξ αυτών μου τα ξεφούρνιζε αλά Γαλλικά.

Στη Φωτούλα (σύζυγός μου εκπαιδευτικός) που όλη την ώρα σιωπηλή παρακολουθούσε, είπα κάποιες λεπτομέρειες και το πόσο πολύ την αγαπούσε η κ. Σωτηρία. Ικανοποιήθηκε από αυτό που άκουσε, γέλασε, μου ευχήθηκε στο καλό και εγώ έφυγα από το σπίτι να πάω στο γραφείο μου ή στο καφενείο «Συνάντηση», στο οποίο σύχναζαν και δικοί μου παλιοί συνάδελφοι, απόστρατοι του Σώματος της Χωροφυλακής.

Και εκεί που βάδιζα:

– Γεια σου φίλε, καλά της τα έγραψες, να ζήσεις και που να σου πω τα δικά μου παράπονα, τα οποία έχω από την ίδια τη δική σου φιλενάδα που ήταν και δική μου και που συνέχεια με κορόιδευε, ξεπόρτιζε και εγώ χωρίς αυτή δεν περνούσα ούτε έξω από το Σούπερ Μάρκετ της γειτονιάς μου και τούτο γιατί, όπου πήγαινα ερχόταν μαζί μου και «ξεπορτίζοντας» ντρεπόμουνα να πάω μόνος μου. Η καρά γαϊδούρα συνέχεια με κορόιδευε, όπως και εσένα.

Τον κοίταγα, τον άκουγα, δεν μίλαγα και φεύγοντας, ξύνοντας το κεφάλι μου, σκεπτόμουνα. Βρε τη γαϊδούρα, τόση κοροϊδία!!!

– Κύριε Σεραφείμ, κύριε Σεραφείμ.

– Καλημέρα κυρία Πηλιορείτισσα, τι με θέλετε.

– Καλά της τα γράψατε, αλλά αυτή η γαϊδούρα αν είχε φιλότιμο θα καθότανε συνέχεια κοντά σας ή ακόμη και κοντά στον άνδρα μου γιατί και εκείνον τον είχε φίλο. Κρυφά από σας ερχόταν σπίτι μας καθόταν λίγο και γέμιζε χαρά τον άνδρα μου και μένα, αλλά κουνώντας πέρα-δώθε τα ημισφαίριά της απ’ την πίσω πόρτα έφευγε και χωνόταν στο σπίτι του γείτονα που είναι εκατό χρονών ο κα(ο)λόγερος.

Αυτή η γυναίκα έχει το διάβολο μέσα της κοροϊδεύει κόσμο και κοσμάκη και ενώ στην ηλικία είναι πολύ μεγαλύτερη από μένα, κάνοντας συνέχεια λίφτινγκ φαίνεται νέα, και με ένα βυζί ολοστρόγγυλο ενώ το δικό μου που είμαι μικρότερή της έγινε πατσάς και κρέμεται σα σταφύλι.

– Κάτσε κυρία Πηλιορείτισσα, γιατί θα τρελαθώ.

Η δική μου φιλενάδα έχει φίλο και τον δικό σου άνδρα και έναν, όπως λες, εκατοντάχρονο γείτονά σου και εσύ -αν κατάλαβα καλά- κάνεις «πλάτες» στον άνδρα σου και αντί να χαίρεσαι, όταν φεύγει από κοντά του, στενοχωρείσαι.

– Ναι έτσι όπως τα λες είναι, γιατί αγαπάω τον άνδρα μου και δεν θέλω να πάθει εγκεφαλικό. Και μακάρι όλες οι γυναίκες να σκεπτόντουσαν όπως εγώ, να ανέχονται και κανένα συζυγικό τσιλημπούρδημα. Δε χάλασε και ο κόσμος, ενώ και οι παππούδες σαν και σένα κ. Σεραφείμ νιώθουν ευτυχία κοντά στην άπιστη τσαπερδόνα. Να και αυτός ο διπλανός μας, που σκέπτεται όπως ο Μολιέρος, κάνει σαν παλαβός να μη του φύγει ποτέ από τα γέρικα και τρεμουλιαστά χέρια του.

– Από όσα λες δεν καταλαβαίνω τίποτα, κ. Μαρία.

– Ναι Μαρία με λένε, από το Πήλιο είμαι και δεν καταλαβαίνεις τίποτα, επειδή δεν παρακολουθείς όσα λέω, γιατί σκέπτεσαι εκείνη που θα φύγει και εσύ την αγαπάς όπως και ο άνδρας μου, αλλά όσο και να κλάψετε τώρα αυτή το αποφάσισε γι’ αυτό και εγώ συμπαραστέκομαι στον σύντροφό μου.

Είπε και άλλα η κ. Μαρία από το Πήλιο με χαιρέτησε και έφυγε, ενώ εγώ σκεπτόμουνα πόσους ακόμη πίσω από μένα είχε εκείνο το θηλυκό…

Ποια όμως ήταν αυτή που αναστάτωνε κόσμο και κοσμάκη και τη μέρα εκείνη εγώ δέχτηκα καταιγισμό αυστηρών παρατηρήσεων από την κ. Σωτηρία;

Επιτρέψτε μου παρακαλώ έστω και σε περιληπτική μορφή να φέρω εδώ εκείνο το αποχαιρετιστήριο μου, το οποίο δημοσιεύτηκε 5-6 Δεκεμβρίου 2001 σε τοπικές εφημερίδες.

Διαβάστε τα τότε λόγια μου που η κ. Σωτηρία δεν τα διάβασε και στη μέση σχεδόν του άρθρου πέταξε την εφημερίδα με πήρε τηλέφωνο και με περιέλουσε με βενζίνη, στην οποία ευτυχώς δεν άναψε σπίρτο.

«ΑΝΤΙΟ ΚΑΛΗ ΜΟΥ ΦΙΛΕΝΑΔΑ»

Του Σεραφείμ Αθανασίου

Είμαι λυπημένος και νιώθω αβάστακτο πόνο. Θέλω να κλάψω παρουσία κόσμου χωρίς να ντρέπομαι για τέτοιο κλάμα.

Σταμάτησα να σκέπτομαι, όμως πρέπει να βρω κουράγιο για να συγκεντρώσω τις διαλυμένες μου σκέψεις και να πω «φωναχτά» κάτι που τώρα τελευταία με βασανίζει.

Θέλω να μάθεις και παράλληλα καλά να «χωνέψεις» πως αυτή την ώρα δεν έχω στη σκέψη μου τίποτε άλλο, παρά μόνο εσένα, που ορθά κοφτά μου είπες ότι φεύγεις οριστικά πλέον, με τη δικαιολογία ότι άλλοι σε ανάγκασαν και μάλιστα μέσα στη βαρυχειμωνιά πρέπει να υπακούσεις στις εντολές τους.

Αυτή όμως η βαρυχειμωνιά, του άτυχου τούτου χρόνου, όχι μόνο για μένα ή για σένα, αλλά και για τόσους άλλους που από κοντά σε γνώρισαν, είναι η χειρότερη της ζωής μου επειδή χάνω μεν μια «άπιστη», όμως τόσο γλυκιά στην όψη και ευχάριστη στη συμπεριφορά της.

Καλή μου φιλενάδα, θα μου επιτρέψεις να σου το πω τόσο καθαρά και ξάστερα και ας το μάθει ο κόσμος όλος ότι σε είχα ερωτευτεί.

Βέβαια προσπαθούσα να σε κρατήσω κοντά μου, αλλά εσύ νιώθεις τόσο ανεξάρτητη που δεν δαμάζεσαι με τίποτε. Σε άφηνα λοιπόν να φύγεις χωρίς γκρίνιες, γιατί γνώριζα με τέτοια καλή προς εσένα συμπεριφορά μου κάποτε θα μου χτυπούσες ξανά την πόρτα.

Πολλά τα κατά καιρούς νεύρα μου σε βάρος σου και, το έκανα αυτό επειδή μάθαινα ότι φεύγοντας έχανα τα ίχνη σου και δύσκολα σε έβρισκα. Υποψιαζόμουνα ότι μου ήσουνα άπιστη, όμως σε συγχωρούσα και με χαρά σε έβλεπα ξανά στην πόρτα μου.

Οι απιστίες και τα καπρίτσια σου ανυπόφορα, οι ψευτιές σου χωρίς μέτρο, το ενδιαφέρον σου για μένα και εκείνο ψεύτικο, όμως εγώ ότι και να έκανες κοντά σου περνούσα ευχάριστα.

Σου λέω αλήθεια πολλές φορές με έφερες σε απόγνωση και σε μεγάλο θυμό για τον τρόπο εξαφάνισής σου και μάλιστα σκεπτόμουνα: Αν ποτέ σε συναντούσα στο δρόμο μου και «κόλλαγες» πάνω μου ή, σαν μικροκαμωμένη που είσαι, «χωνόσουνα» στις τσέπες μου, δεν θα γλύτωνες το ξύλο, θα σου τις «έβρεχα».

Και να τώρα η «εξομολόγηση μου» ποτέ δεν σε μάλωσα, ποτέ δεν σε έδειρα, έστω και αν αργούσες να έρθεις κοντά μου. Ερχόσουνα, μου γελούσες και τα νεύρα μου πήγαιναν περίπατο!

Αυτή είναι η εξομολόγησή μου και με την ευκαιρία της οριστικής σου πλέον αναχώρησης. Θέλω να σου ευχηθώ να είσαι καλοτάξιδη και αν ποτέ επιθυμήσεις την επιστροφή σου, εγώ με χαρά και συγκίνηση θα σε προσμένω.

Αντίο καλή μου φιλενάδα, αντίο και αλησμόνητη ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΡΑΧΜΟΥΛΑ, για σένα το γράφω όλο αυτό το «κατεβατό».

Ξεκουράσου πλέον σε κάποια «σεντούκια» ή και πίσω από τα εικονίσματα ιδιαίτερα των πτωχών σπιτιών!

Στο καλό αγάπη μου, στο καλό καλή μου και αξέχαστη φιλενάδα όλων των Ελλήνων πολιτών.

Σου υπόσχομαι, σου υποσχόμαστε όλοι οι Έλληνες, ιδιαίτερα εμείς οι μεγάλοι στην ηλικία -που στα νεανικά μας χρόνια δικαιολογημένα λόγω φτώχειας ερωτοτροπούσαμε μαζί σου- πως δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ!

Συντετριμμένοι και δακρυσμένοι σε αποχαιρετούμε, παρά του ότι κάποιοι «αρμόδιοι» γεμίζουν το μυαλό μας …«φούμαρα», ότι δηλαδή τώρα που χάνουμε εσένα θα γίνουμε ισότιμοι των Ευρωπαίων φίλων μας με νέο σκληρότερο -όπως λένε- Ευρωπαϊκό νόμισμα!

Θα κάνουμε -μας λένε- και τα ταξίδια χωρίς διαβατήρια, μόνο με την άδεια του αυτοκινήτου μας θα πηγαίνουμε παντού, αλλά και θα έρχονται άλλοι σε μας. Μπάστε σκύλοι αλέστε και αλεστικό μη δίνετε. Σοφή Ελληνική παροιμία αγραμμάτων, αλλά σοφών παππούδων μας!

Στο μέλλον, δεν θα έχουμε ανάγκη Αστυνομικού ελέγχου, όχι μόνο οι νομοταγείς πολίτες που δεν φοβούνται τον έλεγχο, αλλά όλα εκείνα τα κατακάθια της κάθε κοινωνίας, όλα τα πρεζόνια και όλα τα κακοποιά στοιχεία που ζουν και κινούνται μέσα στην Ευρωζώνη και οπουδήποτε στον πλανήτη ΓΗ.

Τώρα αυτοί οι κακοποιοί θα αλωνίζουν και στη Χώρα μας χωρίς ταυτότητα, χωρίς φόβο και μια θρασύτητα που θα φοβίζει ακόμη και τα αστυνομικά όργανα.

Σε διώχνουν αγαπημένη μου ΔΡΑΧΜΟΥΛΑ χωρίς να μας προετοιμάσουν για ένα σου διάδοχο, που μας λένε ότι είναι καλός, αλλά εμείς δεν ξέρουμε τίποτα και μέχρις ότου τον μάθουμε θα σε αναζητάμε χωρίς δυστυχώς να σε βρίσκουμε.

Δραχμούλα μου χρυσή, αγαπημένη μου φιλενάδα, ακόμη μια φορά σου τονίζω πως συνεχίζω να σε αγαπώ, παρά τις όποιες σου και καθημερινές «απιστίες». ΔΕΝ ΣΕ ΞΕΧΝΩ.

Σημείωση στις 4-2-2019

Η κυρία Σωτηρία (τότε συζ. Νικολάου Στεργίου -σήμερα δυστυχώς χήρα- αυτός ο υπέροχος άνθρωπος και καλή μας γειτόνισσα) για την οποία στην αρχή του παρόντος κειμένου αναφέρομαι ότι με είχε πάρει τηλέφωνο και μου είχε ψάλει τον αναβαλλόμενο.

Η κυρία, λοιπόν, Σωτηρία μετά από εκείνο το αυστηρό της τηλεφώνημα και με τον φίλο μου Νίκο (σύζυγό της) διάβασαν όλο το άρθρο (όταν με πήρε τηλέφωνο είχε διαβάσει το μισό), κατάλαβε για ποια φιλενάδα μου μίλαγα και παίρνοντάς με πάλι τηλέφωνο αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις μας.

Και όχι μόνο αυτό, ήταν τόσο συγκινημένη για τη δική μου φιλενάδα (που έφευγε), την οποία και εκείνη αγαπούσε όπως καλά γνώριζε και αγαπούσε ο καλός της σύζυγος, ο Νίκος Στεργίου η βάρκα του οποίου κάποια μέρα, εκεί στον Άγιο Στέφανο και στο προσφιλές της λιμανάκι γύρισε μόνη της πίσω «δίχως μέσα τον ερασιτέχνη της ψαρά», που ήταν το ποιο αγαπημένο πρόσωπο της καλής μας κ. Σωτηρίας, αλλά και δικός μου εξαίρετος φίλος.

Πριν χρόνια και σε μια επαγγελματική μου επίσκεψη στο γραφείο της Συμβολαιογράφου Βόλου κ. Βασιλικής Αναστασίου, συνάντησα τη γνωστή μου κ. Δήμητρα Αλεξανδρίδου, Δικηγόρο, το γραφείο της οποίας ήταν δίπλα στης κ. Αναστασίου.

Έκανε τόση χαρά που με είδε και κυριολεκτικά με τράβηξε στο γραφείο της και με συγκίνηση μου έδειξε ένα κάδρο. Είχε κορνιζώσει το άρθρο μου που έγραφα για την αγαπημένη μας δραχμούλα.

Το ίδιο άρθρο είχε κορνιζώσει και ο τότε Διευθυντής στην Εθνική Τράπεζα Βόλου και το είχε «κρεμάσει» πάνω από το γραφείο του δεν γνωρίζω όμως, αν σήμερα υπάρχει στο ίδιο σημείο.

Μάλλον αποκλείεται να υπάρχει γιατί ο «Ευρογκόμενος» που το παίζει αδιόρθωτος εραστής έχει «ξεπορτίσει», όχι μόνο τη δική μας αγαπημένη φιλενάδα όλων των Ελλήνων, αλλά και όλες τις παλιές « φιλενάδες -νομίσματα» Κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Να είστε καλά φίλοι μου και να θυμόμαστε τη δραχμούλα μας, η οποία μας συντρόφευε έστω και περιοδικά σε εκείνα τα χρόνια της ίδιας ή και χειρότερης σημερινής φτώχειας όμως, τότε, παρά τη φτώχεια μας, κοιμόμασταν με ανοιχτά παράθυρα χωρίς φόβο και καρδιοχτύπια, ενώ σήμερα οι σιδεριές προφύλαξης είναι μεγαλύτερης αντοχής εκείνων των παραθύρων που καλύπτονται πέραν του σιδήρου και από σωρούς συρματοπλεγμάτων.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου