ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η αγαπημένη μου θεία Ζωή Αβραμέα

η-αγαπημένη-μου-θεία-ζωή-αβραμέα-630318

Του Σεραφείμ Αθανασίου

(www.serathan.gr.)

Παλιά ιστορία και με άλλες παρόμοιες μέσα στις δικές μου γέρικες σκέψεις «ανταλλάσσουν» άγριες ματιές στο ποια θα αποκτήσει σειρά προτεραιότητας για να δει το φως της δημοσιότητας πριν ο, σχεδόν, εκατοντάχρονος νους μου «κλειδώσει» την πόρτα εξόδου αυτών των ιστοριών.

Αντάλλαξαν και τώρα τις άγριες ματιές τους, είπαν όσα μεταξύ τους είπαν και θέση εξόδου πέτυχε η στη συνέχεια αναφερόμενη, παρακολουθήστε την.

Ετος 1948 και ένα πρωινό με υπηρεσιακή στολή τροχονόμου (στη Ρόδο) έφυγα από την Υπηρεσία μου και κατηφόριζα τον κοντινό δρόμο του Ιερού Λόχου για την παραλιακή λεωφόρο.

Αδειος ο δρόμος και με την ησυχία που επικρατούσε άκουγα τα βήματά μου. Ταπ, τουπ, ταπ, τουπ, ταπ, τουπ.

Από την αντίθετη φορά ανέβαινε μια κυρία και φτάνοντάς με αυθόρμητα την καλημέρισα, ενώ εκείνη, με χαμόγελο, ανταπέδωσε τον χαιρετισμό.

Αστραπιαία ρώτησα τον εαυτό μου πού άραγε ξανά έχω δει εκείνη την κυρία και χωρίς να χάσω καιρό φώναξα.

-Κυρία, συγγνώμη.

Σταμάτησε και γυρίζοντας μου λέει.

-Σε μένα μιλάτε;

-Μάλιστα κυρία και πάλι συγγνώμη, αλλά πείτε μου, έχουμε πουθενά γνωριστεί;

-Δεν νομίζω, κύριε πόλισμαν, και σοβαρή, σοβαρή συνέχισε τον δρόμο της, ενώ εγώ παρέμεινα στην ίδια θέση, μισογυρισμένος προς το μέρος της.

-Την έχεις γνωρίσει, την έχεις γνωρίσει, προσπάθησε να θυμηθείς πού.

– Και εσύ γιατί δεν με βοηθάς να θυμηθώ, απάντησα νευριασμένα στον εαυτό μου.

– Δεν σε βοηθάω γιατί θέλω να τροχίσεις λίγο το μυαλό σου που συνεχίζει να παραμένει στάσιμο, μου απάντησε εκείνος σαρκαστικά με αποτέλεσμα σε μηδέν χρόνο και με τις συνεχείς, για ψύλλου πήδημα, προσβολές του, να με κάνει Τούρκο Ερντογάν ή έστω Χασάν, από τα νεύρα μου.

Και όλα τούτα, δηλαδή υπόδειξη τροχίσματος μυαλού μου, σαρκασμός του «αχώνευτου» εαυτού μου και των αλά Ερντογάν… τουρκικών μου νεύρων, έγιναν σε κλάσματα δευτερολέπτου και ίσια που πρόλαβα να φωνάξω ξανά την κυρία η οποία έστριβε στην Εθελοντών Δωδεκανησίων οπότε -αν χανόταν- θα μου ήταν δύσκολο να τρέχω κοντά της ζητώντας της να μου πει, αν έχουμε ξανά γνωριστεί.

-Κυρία και πάλι συγγνώμη.

Σταμάτησε και γυρίζοντας, με περισσότερο σοβαρό ύφος, ίσως εκνευρισμό, μου απαντά.

– Τι είναι πάλι κύριε πόλισμαν; Σας είπα πως δεν έχουμε γνωριστεί και κάνετε λάθος επειδή άνθρωπος του ανθρώπου μοιάζει.

– Εχετε δίκιο κυρία, οι άνθρωποι μοιάζουν μεταξύ τους, σας παρακαλώ, όμως, πείτε μου, μήπως το όνομά σας είναι Ζωή;

Ανοιξε τα μάτια της και, αφού επίμονα με κοίταζε, μου απαντά.

-Ναι, Ζωή με λένε, αλλά εσείς πού γνωρίζετε το όνομά μου;

Η συναισθηματική και συγκινησιακή μου φόρτιση ανέβαιναν κατακόρυφα και… μήπως, κυρία Ζωή, εργαζόσασταν ή εργάζεστε στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμός των Αθηνών;

Στο πρόσωπό της είχε χαθεί η «ενόχληση», αγριάδα θα την έλεγα και με ένα γαλήνιο χαμόγελο και ορθάνοιχτα μάτια γεμάτα ερωτηματικά, απαντά ξανά.

-Ναι εργαζόμουνα στον Ευαγγελισμό, αλλά εσείς ποιος είστε;

Τώρα πλέον δεν μου έμεινε καμιά αμφιβολία και το κενό του, μεταξύ μας, δρόμου το κάλυψα με τρεις δρασκελιές.

Από το κεφάλι μου αφαίρεσα το πηλήκιό μου για να με βλέπει καλύτερα και με τρεμουλιαστά, από συγκίνηση χείλη, της λέω.

-Θεία Ζωή!

Δεν μίλαγε και σιωπηλή με κοίταζε από την κορυφή έως τα νύχια ενώ εγώ βουρκωμένος της απηύθυνα ξανά εκείνες τις όμορφες λέξεις που βαθιά πίστευα.

-Θεία Ζωή!

Δεν ξέρω πώς λειτούργησε το δικό της μυαλό, δεν ξέρω πόσες φορές πήγε και γύρισε από τον Ευαγγελισμό ενώ εγώ στεκόμουνα απέναντί της με μάτια θολά από δάκρυα και για τρίτη φορά:

-Θεία Ζωή, είμαι ο Σ…

Δεν πρόλαβα να βάλω άλλο γράμμα δίπλα στο όνομά μου και εκείνη:

-Σεραφειμάκο μου, αγόρι μου, ψυχή μου, καρδούλα μου.

Και ανοίγοντας σε έκταση τα χέρια της με αγκάλιασε αφού από την τσάντα έπεφταν στον δρόμο μικροαντικείμενα μεταξύ των οποίων και ένα κουτάκι Νιβέα, το οποίο σαν τροχός αυτοκινήτου κύλαγε στην κατηφόρα για να σταματήσει λίγο πιο κάτω με ένα θόρυβο που άθελά του δημιούργησε σε εκείνη την ησυχία του άδειου δρόμου.

-Ναι θεία Ζωή εγώ ο Σεραφειμάκος σου είμαι, της απάντησα και έπεσα στην αγκαλιά της κλαίγοντας.

Τις φωνές μας άκουσαν, από τα κοντινά γραφεία των αστυνομικών υπηρεσιών, δικοί μου συνάδελφοι και έτρεξαν δίπλα μας για να μάθουν τι συνέβαινε. Τους είπα ότι τυχαίως βρήκα στον δρόμο μου μια θεία μου και από τη χαρά μας βάλαμε τις φωνές.

Γέλασαν, αποχώρησαν και εμείς συνεχίζαμε τις αναπολήσεις μας.

Καιρός όμως να αναφερθώ και στο πρόσωπο της θείας μου Ζωής την οποία είχα να δω 15 ολόκληρα χρόνια γι’ αυτό (από το 1948 χρόνος συνάντησης) γυρνάω προς τα πίσω σελίδες ζωής και σταματώ στο 1933 ή το προηγούμενο αυτού 1932.

Εκείνη λοιπόν τη χρονιά 1932 ή 1933 και στην ηλικία των επτά ή οκτώ χρόνων, από το χωριό μου την Κόμνηνα, (πλησίον Καμένων Βούρλων), ο πατέρας μου με εντολή ειδικού γιατρού εκτάκτως με μετέφερε στην Αθήνα (Νοσοκομείο Ευαγγελισμός) και εκεί χωρίς πολλά – πολλά με έβαλαν στο χειρουργείο (χειρουργός Δούβλαρης Δημήτριος) και με χειρούργησαν στο αυτί μου, το οποίο από μέρες μού προξενούσε ανυπόφορους πόνους και ζαλάδες.

Ιδια εγχείριση είχε τότε κάνει και ένας άλλος μικρός ο Τάσος Γενησεβδάς με τον οποίο, στο διάστημα της νοσηλείας μας, γνωριστήκαμε καλύτερα, συνδεθήκαμε με φιλία, η οποία κράτησε πάνω από εξήντα πέντε χρόνια και μέχρις ότου εκείνος ο αγαπημένος μου φίλος που ήταν γενικός διευθυντής του εργοστασίου Χανδρή πήρε τον δρόμο για το χωρίς γυρισμό ταξίδι του.

Κατά το διάστημα της δικής μας νοσηλείας (άνω των δύο μηνών και ο Τάσος περισσότερο) με απανωτές εγχειρήσεις (τρεις έκαναν σε μένα) όλες οι νοσοκόμες και περισσότερο η προϊσταμένη του τμήματος, μας ντάντευαν και μας πρόσεχαν σαν παιδιά τους ιδιαίτερα εμένα που συνεχώς έκλαιγα επειδή κανένας δεν ερχόταν να με δει, εν αντιθέσει με τον Τάσο, που ήταν Αθηναίος, και η μητέρα του βρισκόταν συνεχώς δίπλα του όπως βρισκόταν και σε μένα ιδιαίτερα όταν έκλαιγα και ζητούσα τη μάνα μου που με χάιδευε λέγοντάς μου παρήγορα λόγια και σαν τη μάνα μου με πρόσεχε αλλά, πώς να το κάνουμε, δεν ήταν η ΜΑΝΑ ΜΟΥ.

Τη ζητούσα αλλά δεν φαινόταν και πώς η δυστυχισμένη να φανεί και πού, στην Αθήνα, θα μείνει και σε ποιον τη φτώχεια της να πει εκείνη η περήφανη αγρότισσα που καλά γνώριζε ότι ερχόντουσαν στιγμές και στις τσέπες του, επίσης περήφανου, πατέρα μου, δεν βρισκόταν ούτε τρύπια πεντάρα (τότε κυκλοφορούσαν και τέτοιες)!

Στα χωριά οι αγρότες ποτέ δεν πεινάνε επειδή, στο κατώι τους, κάτι θα βρουν να βάλουν στην κατσαρόλα τους, όμως, τους περισσότερους μήνες του χρόνου, οι τσέπες τους είναι άδειες χρημάτων και ιδιαίτερα εκείνα τα χρόνια με την τέλεια απομόνωση και σε άθλια οικονομική τους κατάσταση περίμεναν τα καλοκαίρια, με το θερισμό και πώληση σιτηρών και λοιπών δημητριακών καρπών, να αποκτήσουν λίγες έστω δραχμές, προκειμένου να «βγάλουν» τις υποχρεώσεις τους.

Μακριά λοιπόν, από την Αθήνα το χωριό μου, αγρότης ο πατέρας μου και με μια συγκοινωνία ανύπαρκτη (τώρα από εκεί καθημερινά περνάνε ένα σωρό τρένα), όπως ανύπαρκτα ήταν και τα χρήματα, στις τσέπες των αγροτών.

Στον Ευαγγελισμό δεν πληρώσαμε δραχμή και ήταν αρκετή μια βεβαίωση του προέδρου της Κοινότητος ότι ο πατέρας μου ήταν αγρότης και άπορος για να εισαχθώ στο καλύτερο-τότε- Νοσοκομείο με τις απανωτές μου εγχειρήσεις, δίμηνη και πλέον νοσηλεία μέχρις ότου επουλωθεί η πληγή μου και τότε να μου δώσουν εξιτήριο. Ενώ τώρα για να πας σε Νοσοκομείο-κατά πως λένε- πρέπει να έχεις μαζί μου γάζες, οινοπνεύματα ακόμη και δικό σου χαρτί τουαλέτας.

Δυο ή τρεις φορές θυμάμαι ήρθε μόνο ο πατέρας μου να με δει και για τον κ. Χρήστο, όπως τον έλεγε η προϊσταμένη, είχε εκείνη μεριμνήσει να τρώει στον «Ευαγγελισμό» και όχι μόνο να τρώει αλλά να κοιμάται κιόλας σε κάποιο δωμάτιο.

Εγώ την προϊσταμένη την έβλεπα σαν δικό μου άνθρωπο και συνέχεια τη φώναζα θεία Ζωή, πήγαινα στο γραφείο της και καθόμουνα όσο ήθελα, έπαιζε μαζί μου, μου έφερνε σοκολάτες οι δε νοσοκόμες με έκαναν μπάνιο και με είχαν όλες στα όπα, όπα μου.

Συγκινητική, από το Νοσοκομείο, η αναχώρησή μου, είχα συνηθίσει και δεν ήθελα να φύγω και με μια θεία Ζωή να κλαίει και να μου προσφέρει ένα σωρό παιχνίδια.

Εμείς οι μικροί φίλοι αγκαλιασμένοι κλαίγανε και βλέποντάς μας οι μεγαλύτεροι έκλαιγαν και αυτοί.

Η μητέρα του φίλου μου -για μένα θεία Νίτσα- με κλάματα επέμεινε και μας πήρε, με τον πατέρα μου, σπίτι της (αρνιόμαστε γιατί ντρεπόμαστε) και εκεί στο πανέμορφο αριστοκρατικό μεγάλο σπίτι, (Παναγή Μπενάκη με Λάμπρου Κατσώνη-τέρμα της Ιπποκράτους) μας περιποιήθηκαν ( εκτός από το ζεύγος Γενησεβδά και οι γονείς της θείας Νίτσας που ζούσαν μαζί τους, εκείνα τα καλοσυνάτα γεροντάκια).

Και εμένα η θεία Νίτσα με έκανε μπάνιο, με έντυσε με όμορφα ρουχαλάκια του γιου της και το άλλο πρωί, αφού πρώτα με φόρτωσε ολοκαίνουργα ρούχα που ούτε στο όνειρό μου ήταν δυνατόν να φανταστώ μεταξύ των οποίων και ένα γούνινο παλτό, μαζί με το θείο Κώστα που ήταν ανώτερο στέλεχος της Αγροτικής Τράπεζας Αθηνών μας συνόδευσαν στον σταθμό Λαρίσης και πήραμε το τρένο για Λαμία.

Γυρίζοντας στο χωριό μου κυριολεκτικά χώθηκα στην αγκαλιά της μάνας μου και πριν πάμε στο σπίτι μας, από την πλατεία που ήρθε να με πάρει από το αυτοκίνητο την τράβηξα στην εκκλησούλα του χωριού μας στην οποία άναψα κεράκι και προσευχήθηκα να γίνει γρήγορα καλά και ο φίλος μου με τον οποίο στη συνέχεια ανταλλάσαμε γράμματα έστω και με εκείνη την παιδική γραφή που τόσα χαζά και ως παιδάκια γράφαμε.

Ηρθε ο πόλεμος του ΄40 και μετά από αυτόν η ανυπόφορη (ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα) πείνα του 1941.

Φτωχός αλλά φιλόξενος ο πατέρας μου και με εκείνη την πείνα σκεπτόταν όλη την οικογένεια του φίλου μου Τάσου που ζούσε στην Αθήνα όπως και η θεία Ζωή και θα υπέφεραν περισσότερο από μας και όλο μονολογούσε «τι θα τρώνε σήμερα αυτοί οι άνθρωποι, ενώ η δική μας στο χωριό κατσαρόλα κάτι είχε να μας προσφέρει».

Ο Μώλος και τα Καμένα Βούρλα, κοντινά μας μεγαλοχώρια την εποχή της μεγάλης πείνας ήταν γεμάτα από στρατό Κατοχής και δεν γνωρίζω πώς ο πατέρας μου μπόρεσε και ήρθε σε επαφή με τους γονείς του φίλου μου Τάσου ή ίσως και με τη θεία Ζωή, εκείνο όμως που καλά γνωρίζω είναι το πως ο Τάσος και οι γονείς του (οι παππούδες του νομίζω πως είχαν πεθάνει) το 1941 ήρθαν στο χωριό μας και κάθισαν κοντά μας για αρκετό διάστημα.

Τότε, στο πατρικό μου σπίτι, τα στομάχια όλων μας, με ρεβίθια, φακές, λίγο ψωμί ή μπομπότα και ενδιάμεσα με καμιά χορτόπιτα μισοχόρταιναν.

Ομως, ο κενός των στομάχων μας χώρος, ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε επειδή σε εκείνο το φτωχικό σπίτι των δύο-τριών δωματίων που δεν είχε (όπως όλο το χωριό) τρεχούμενο νερό και ηλεκτρικό ρεύμα βασίλευε η υπομονή, το γέλιο, η χαρά, η κατανόηση και η μεταξύ πολλών ανθρώπων (άνω των 10) αγάπη και αν όχι σε φαγητό χόρταιναν γέλιο ιδιαίτερα τα βράδια τότε που οι γυναίκες σε διάφορα σημεία του χωμάτινου δαπέδου των δωματίων έστρωναν κουρελούδες για να κοιμηθούν τόσοι άνθρωποι από την παρέα των οποίων, δυστυχώς, απουσίαζε η θεία Ζωή για την οποία όλοι κουβέντιαζαν και περισσότερο εγώ με τον Τάσο.

Ο καιρός πέρασε και ύστερα από 16 χρόνια εκείνο το πρωινό τυχαία μπροστά μου βρέθηκε η σεβαστή μου θεία Ζωή που, παρ’ ολίγο, αν δεν λειτουργούσα με μυαλό «έξυπνου» χωροφύλακα (είχα δεν είχα πάλι εδώ τα αστυνομικά όργανα επαινώ) θα την έχανα και δεν θα μου ήταν εύκολο να την ξαναδώ.

Να και η συνέχεια.

Αντί να πάει όπου πήγαινε γύρισε μαζί μου τον κατήφορο και λίγο πιο κάτω αριστερά με έχωσε στα γραφεία νομίζω της Πολεοδομίας.

Εκεί με συνέστησε στο Νικήτα Αβραμέα. Πολιτικό μηχανικό που ήταν ο σύζυγός της και διευθυντής εκείνης της υπηρεσίας που ανήκε στη Γενική Διοίκηση Δωδεκανήσου και αργότερα Νομαρχίας.

Εκείνος ακούγοντας το όνομά μου «Σεραφείμ» άφησε να εννοηθεί ότι πολλά γνώριζε επειδή για τα δυο παιδιά Σεραφείμ και Τάσο του Ευαγγελισμού του «είχε μιλήσει η Ζωή».

Εδειχναν και οι δυο τους τόσο χαρούμενοι ενώ εγώ σε εκείνη τη ζεστή ατμόσφαιρα ειλικρινά δεν ήξερα πώς να φερθώ.

Το ίδιο μεσημέρι με πήραν στο σπίτι τους για φαγητό και πολλές Κυριακές ακόμη και ύστερα από την υπηρεσία που εκτελούσα στο Στάδιο που ήταν απέναντι από το σπίτι τους βρισκόμουνα κοντά τους και αν αργούσαν να με δουν, κυριολεκτικά με έψαχναν.

Φίλοι μου στη ζωή μας παρουσιάζονται κάποια άγνωστα πολλές φορές πρόσωπα που στη συνέχεια γίνονται περισσότερο γνωστά και αγαπητά που εσύ, ο όποιος εσύ, νιώθεις όμορφα και ευχαριστείς τον Θεό επειδή τα γνώρισες.

Αυτό κάνω και εγώ ευχαριστώ τον Θεό που στο διάβα της ζωής μου γνώρισα εκείνους τους υπέροχους ανθρώπους που πάντα έχω κατά νου και προσεύχομαι να είναι αναπαυμένες οι ψυχούλες τους.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου