ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Εργάτες – δούλοι στους τσιφλικάδες της Θεσσαλίας

εργάτες-δούλοι-στους-τσιφλικάδες-τη-649283

Του Νίκου Τσεκούρα, συνταξιούχου δασκάλου

Ευλογημένος απ’ τον Θεό ήταν ο κάμπος της Θεσσαλίας. Σωστή ψωμομάνα. Εθρεψε γενιές και γενιές ανθρώπων. Μα και κόλαση πραγματική στα χρόνια των τσιφλικάδων. Μέσα σ’ έναν χώρο που τον πυρπολούσε ο αυγουστιανός καύσωνας και το θερμόμετρο έδειχνε 40 βαθμούς. Εκατοντάδες λευκοί σκλάβοι θέριζαν τον πλούσιο καρπό για να γεμίσουν οι αποθήκες των τσιφλικάδων.

Τότε κατέφθαναν ολόκληρα καραβάνια εξαθλιωμένων χωρικών και από άλλα μέρη της Ελλάδας, ιδιαίτερα από την Ηπειρο και την Αλβανία.

Αυτό το θέμα των ανέργων γκέκηδων της Αλβανίας, που ακόμη θυμούνται οι γεροντότεροι Θεσσαλοί, έκρυβε τη φρίκη, γιατί μόνον άνθρωποι δεν ήταν αυτοί και ας είχαν τα εξωτερικά γνωρίσματα των ανθρώπων.

Οι πλατείες της Λάρισας έμοιαζαν, στην καλύτερη περίπτωση, με απέραντα ανατολίτικα σκλαβοπάζαρα, αλλά και μοναδικά σ’ όλο τον κόσμο. Μ’ ένα ταγάρι στον ώμο, που είχε λίγο καλαμποκίσιο ψωμί και σπάνια λίγο τυρί, κουλουριασμένοι στα κουρέλια τους, αξύριστοι, βρόμικοι και ξυπόλητοι, περίμεναν να τους διαλέξουν. Εκεί έφταναν οι επιστάτες για τη διαλογή.

Μετά τη διαλογή, άρχιζε η ειδική διαδικασία προσαρμογής στις κλιματολογικές συνθήκες της Θεσσαλίας. Η μεγάλη ζέστη του καλοκαιριού στον κάμπο αυξάνει την πίεση. Και ο τσιφλικάς, «σαν καλός Χριστιανός» και άνθρωπος «πονετικός» σαν «αφέντης», και αυτό το είχε προβλέψει.

Στον κάθε θεριστή γκέκα του είχε εφαρμόσει αποτελεσματική «προληπτική ιατρική». Ο τυχερός θεριστής, που είχε επιλεγεί από τον επιστάτη, οδηγούνταν σε μια καλύβα. Εκεί ξύριζαν το σβέρκο του μ’ ένα ξυράφι σκεπάρνι. Με το ίδιο ξυράφι τού χάραζαν τον σβέρκο του στις δύο άκρες. Μετά το χάραγμα, άλλος «ειδικός» κρατούσε στο χέρι του ένα κέρατο από βόδι. Το κέρατο αυτό είχε καθαριστεί και ήταν ένα είδος σωλήνα. Τη μια άκρη την τοποθετούσε στο χαραγμένο σημείο του σβέρκου απ’ όπου είχε αρχίσει να τρέχει αίμα, από τον σβέρκο του θεριστή…

Οταν γέμιζε το στόμα του από το αίμα, που ρουφούσε, το έφτυνε και πάλι ξανάρχιζε. Στο μεταξύ, ο θεριστής, όσο και αν πονούσε, όσο και αν του ερχόταν λιποθυμία από τον πόνο, ήταν υποχρεωμένος να κρατιέται και να πνίγει τον πόνο του, διότι υπήρχε κίνδυνος να θυμώσει ο επιστάτης, να τον σκυλοβρίσει, να τον διώξει με τις κλωτσιές και ο φτωχός γκέκας να χάσει τη…. «δουλειά» του.

Και όταν τελικά έκριναν, ο επιστάτης και ο «ειδικός» ρουφηχτής, ότι ήταν εντάξει (ιατρικά), τον άφηναν για να πάρουν άλλον. Αφού, εννοείται, ο προηγούμενος δυστυχής, είχε πανιάσει και είχε ζαλιστεί από την εξάντληση και τους πόνους. Η πληγή που δημιουργείτο, φροντιζόταν μ’ όλους τους όρους της τσιφλικάδικης ιατρικής, δηλαδή δεν φροντιζόταν τις πιο πολλές φορές.

Αν η πληγή έτρεχε αίμα, έβαζαν επάνω της λίγη κοπριά ή καπνό και σπάνια την έδεναν μ’ ένα κουρέλι από βρομοεσώρουχα ή αλατζαδένιο πουκάμισο.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου