ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Οταν η ποίηση χλευάζει την πολιτική κατάσταση

οταν-η-ποίηση-χλευάζει-την-πολιτική-κα-651106

Του Γιάννη Ν. Καλαντζή

Ο δρόμος που οδηγεί στις εκλογές αρχίζει να ισιώνει. Όλοι βλέπουν στο τέλος του τη στημένη κάλπη και, ενώ η επιθυμία να εκτελέσουν το αναφαίρετο δημοκρατικό δικαίωμα, να ψηφίσουν, γιγαντώνεται, αδυνατούν να καταλήξουν στην τελική τους απόφαση, ποιό κόμμα θα προτιμήσουν. Βίωσε πολλά δυσάρεστα ο ελληνικός λαός στα χρόνια της κρίσης, οι ασχολούμενοι, όμως, με τα κοινά πολιτικοί και δημοτικοί άρχοντες, δεν τα ανέλυσαν όπως θα έπρεπε, δεν έδειξαν ριζοσπαστική διάθεση, ώστε να αποφευχθεί η επανάληψή τους. Με άλλα λόγια, η λήξη της οκτάχρονης οικονομικής περιπέτειας δεν άλλαξε τα μυαλά των Ελλήνων, δυστυχώς οι Ελληνες δεν έγιναν πιο υπεύθυνοι. Όλα, αντί να πηγαίνουν καλύτερα, πάνε χειρότερα.

Η οικονομία, οι διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων, οι θεσμοί επηρεάστηκαν από την παρακμή ανεπανόρθωτα. Η ευγένεια παραμερίστηκε, η τήρηση των νόμων παραβιάστηκε, οι υποχρεώσεις του καθενός λησμονήθηκαν. Ο θεσμός της οικογένειας διαλύθηκε, το χαμόγελο έλειψε από τα πρόσωπα όλων, το τραγούδι δεν ακούγεται πλέον.

Εγινε συνηθισμένο φαινόμενο, δυο άνθρωποι, που, ενώ συζητούν καλοτρόπως, στο τέλος χαιρετούν ο ένας τον άλλον χωρίς χαμόγελο και απομακρύνονται με κατεβασμένα τα μούτρα, μαλωμένοι. Δεν μπόρεσαν να αποφύγουν τη διαφωνία, γιατί δεν σκέφθηκε κανένας από τους δυο να κάνει μισό βήμα πίσω, ενόσω η συζήτηση συνεχιζόταν. Μήπως δεν φθάνουν και στη χειροδικία κάποιες φορές;

Την ίδια, χειρότερη, εικόνα αντικρίζει κανείς και μέσα στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Μεταξύ των βουλευτών και μεταξύ των αρχηγών των κομμάτων, ανταλλάσσονται βαρείς χαρακτηρισμοί εκατέρωθεν και ο ένας προσβάλλει τον άλλον, ωσάν να περιποιούν τιμή στους εαυτούς τους και όχι μείωση της υπόληψής τους. Λείπουν οι ικανοί ρήτορες και η μετριότητα του χαρακτήρα των περισσοτέρων μελών του προκαλεί δυσάρεστη εντύπωση, μια διαπίστωση που στενοχωρεί τον πολίτη αυτής της χώρας, ο οποίος δεν ξέρει από πού να πιαστεί, που να στηριχθεί για να επιλύσει τα καθημερινά του προβλήματα.

Οι πατέρες του Εθνους, αδύναμα μέλη του βαθιά άρρωστου πολιτικού συστήματος, δεν εμπνέουν πλέον, δεν καθοδηγούν το λαό, αλλά χρησιμοποιώντας ψεύτικες υποσχέσεις, ανειλικρινείς προσποιήσεις, προσπαθούν να διατηρήσουν τη θέση τους στα έδρανα του Κοινοβουλίου. Τυφλωμένοι από τη δόξα, ενδιαφέρονται μόνο για τη συνέχιση της απολαβής της μηνιαίας βουλευτικής χρηματικής αποζημίωσης και των πολλαπλών ευργετημάτων ως βουλευτών.

Κακή απομίμηση του πραγματικού, ωσάν φτασμένοι ηθοποιοί φημισμένου θιάσου, καταγίνονται με ποικίλους ψευδώνυμους επιθετικούς προσδιορισμούς, προκειμένου να ωραιοποιήσουν τα πεπραγμένα τους, ενώ δίπλα τους κυριαρχούν η φτώχεια, η ατιμία, η κλοπή, η μπαγαποντιά, οι διαρρήξεις κατοικιών και καταστημάτων, οι δολοφονίες, τα ναρκωτικά. Δεν ενδιαφέρονται να ευτυχήσει αυτός ο ταλαιπωρημένος λαός, να ευημερίσει η Ελλάδα. Με απούσα κάθε προοπτική ίασης της χειμαζόμενης χώρας, είναι φανερό ότι απουσιάζει το όραμα, το στιβαρό χέρι που θα την τραβήξει από τα ερείπια.

Τα ήθη και τα έθιμα, οι καθιερωμένες αρχές και συνήθειες και οι ηθικές αντιλήψεις έχασαν τη βαρύτητα της σημασίας τους και η αριστεία γκρεμίστηκε στη μετριότητα με την πρωτιά κατηγορούμενη. Το αποτέλεσμα; Aπαξίωση των ικανοτήτων, που διαθέτουν οι πτυχιούχοι, κυρίως, νέοι, οι οποίοι, με δεδομένο και την πολεμική συμπεριφορά της κυβέρνησης εναντίον της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, λόγω της παρωχημένης ιδεολογία της, παραμένουν ανεκμετάλευτοι, κάτι που ευνοεί την ανεργία και καθυστερεί την ανάταση της οικονομίας. Καταργήθηκε η ευγενής άμιλλα και, καθώς το ζητούμενο τώρα είναι η ισότητα προς τα κάτω, ο ενεργός πολίτης αντί να εξυψώνεται, παραμερίζεται και μαζί του παραμερίζεται ο καλοπροαίρετος συναγωνισμός. Η διάκριση και η υπεροχή πάνε περίπατο. Μέσα σε αυτόν τον ερειπιώνα είναι επόμενο να επικρατήσουν οι υπερφίαλοι, οι τανύγλωσσοι, οι οπορτουνιστές, οι δουλοπρεπείς…

Ο Κεφαλονίτης ποιητής περιγράφει έναν φανταστικό υπερφίαλο υπουργό με περισσή παραστατικότητα, τόσο ολοφάνερη στους στίχους, που εύκολα ο Ελληνας διακρίνει τον πολιτικό, που τον διαφεντεύει ωσάν να είναι κτήμα του:

“Ετι χθες εις του σχολείου εκαθήμην το θρανίον/ σήμερον δε διευθύνω και Βουλήν και υπουργείον/ και το έθνος όλον παίζω άθυρμα στα δάκτυλά μου/. Ενεοί και κεχηνότες μένουν πάντες εμπροστά μου./ Βλέπετε τους διαβάτας; Με τον πίλον εις την χείρα/ ίστανται και χαιρετώσι της πατρίδας τον σωτήρα./ Ησυχίαν δεν ευρίσκω. Στον περίπατον, στο γεύμα,/ με κυκλούσιν επαιτούντες εν ευνοϊκόν νεύμα./ Εν μειδίαμά μου φθάνει και πληρούνται εξ ελπίδων…/ Χθές εβάδιζον ηρέμα και αίφνης είδον/ να με πλησιάζη νέα, ής εφλόγιζεν το βλέμμα…/ Και μου λέγει: ‘Ο πατήρ μου, όστις έχυσεν το αίμα/ εις Αράχωβαν, Βαλτέτζι, Δολιανά και Κερατσίνι,/ θνήσκει νυν επί της ψάθης και χολήν και όξος πίνει,/ ενώ χίλιοι κηφήνες τρέφονται εκ του ταμείου’/… Και τα όμματά της ήσαν άφθονος πηγή δακρύων./ ‘Θάρσει, κόρη μου’, της είπον. ‘Αύριον στο υπουργείον με ευρίσκεις την δεκάτην’…

Το ποιητικό αυτό σατιρικό πόνημα, ένα δηλητηριώδες ποίημα, που η σύνθεσή του παραπέμπει στον Αλέξανδρο Σούτσο, αλλά και τον κορυφαίο Αθηναίο κωμωδιογράφο Αριστοφάνη, συνέθεσε ο Παναγιώτης Πανάς, ο οποίος γεννήθηκε στο Αργοστόλι το 1821 και πέθανε στον Πειραιά το 1896. Με το όνομά του ή με ψευδώνυμα μετέφρασε, εξέδωσε βραχύβιες εφημερίδες και υπήρξε μαχητικός δημοσιογράφος. Νεαρός ακόμα, συνδέθηκε με το κίνημα του επτανησιακού ριζοσπαστισμού, φυλακίστηκε και εξορίστηκε στη Ρουμανία.

Και ενώ ο Ηλίας Ζερβός-Ιακωβάτος, που υποστήριζε τη συνταγματική μοναρχία και τον μεγαλοϊδεατισμό του Οθωνα, εκπροσώπησε τη δεξιά πτέρυγα του επτανησιακού ριζοσπαστισμού, οι Π. Πανάς και Ιωσήφ Μομφεράτος, που πολέμησαν τον Οθωνα και συντάχθηκαν με την αβασίλευτη δημοκρατία, θεωρήθηκαν πολιτικά το “κέντρο” του ριζοσπαστισμού. Για τα αντιοθωνικά του φρονήματα ο Πανάς απελάθηκε.

Με τον συνοδοιπόρο του Ρόκο Ροΐδη ίδρυσε τον φιλελεύθερο σύλλογο “Ο Ρήγας”, αλλά οι απογοητεύσεις, η κακή οικονομική κατάσταση και τα προβλήματα της υγείας του, τον οδήγησαν στην αυτοκτονία.

Ενα είναι γεγονός: Eνάμιση αιώνα μετά, ο δημόσιος βίος εμφανίζεται ανεξέλικτος, βαλτωμένος, με τα ίδια πάθη και τα ίδια λάθη. Μήπως, όμως, φταίει και ο ελληνικός λαός;

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου