ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Το γλυκό θρόισμα από το πέταγμα των αγγέλων

το-γλυκό-θρόισμα-από-το-πέταγμα-των-αγγ-674550

Του Γιάννη Γκλάβατου, SV4LAU

Πήρε μια ανάσα και κοίταξε τον ουρανό. Οι αντανακλάσεις από τα της πόλης φώτα δημιουργούσαν μια όμορφη εικόνα εκεί ψηλά. Μια εικόνα, γεμάτη απαστράπτοντα χρώματα, η οποία διέλυε το σκοτάδι και διέχεε αυτές τις σπάνιες οσμές (που λίγοι έχουν τα χάρισμα να τις μυρίζουν), των γιορτινών αρωμάτων. Μυρουδιές που ζεσταίνουν την καρδιά, θάλπουν την ψυχή, την κάνουν να αισθάνεται μια γλυκιά προσμονή…

Μυρουδιές που έχουν μέσα τους μουσική και ψιθύρους αγγέλων.

Λίγες ημέρες πριν την έλευση της νέας χρονιάς.

Εισήλθε στο μεγάλο κατάστημα.

Οι άνθρωποι της πόλης έτρεχαν με ένα φρενήρη ρυθμό για αυτά που θεωρούσαν σημαντικά. Έτρεχαν και όλο έτρεχαν. Έτρεχε το σώμα, έτρεχε η ψυχή, έτρεχε η διανόηση. Δεν υπήρχε σημείο σταματημού. Και μέσα σε όλη αυτή την ιλιγγιώδη κούρσα, δεν προλάβαιναν να αισθανθούν, να νοιώσουν, να αφουγκρασθούν, να καταλάβουν ότι υπάρχουν.

Οι περισσότεροι με πολλές γνώσεις… λυκείου, πανεπιστημίου, μεταπτυχιακών, διατριβών. Άλλοι με καλλιτεχνικές ενασχολήσεις και κάποιοι εξ αυτών με ταλέντα.

Το πνεύμα των πλειόνων ήθελε να εκφέρει ένα «αχ», αλλά που χρόνος για τέτοια…

Την κατεύθυνση της όρασης όριζαν τα στολίδια. Τα στολίδια της πόλεως, των φίλων και γνωστών, της τηλεόρασης, τα δικά τους.

Όχι ότι κάποια αυτά δεν ήταν όμορφα.

Υπήρχαν και όμορφα και καλόγουστα.

Αλλά… να … όλα αυτά είναι ο εξωτερικός τύπος. Το «φαίνεσθαι». Απαραίτητο όμως και το «είναι».

Και το «είναι», προέρχεται από τα μέσα.

Αφτιασίδωτο.

Και είναι αυτό που είναι. Όσο και προσπαθήσεις να το στολίσεις δεν αλλάζει ουσιαστικά…

Δεν αλλάζει, διότι άλλο στολίζω και άλλο κανιβαλίζω…

Δεν μπορεί(κατά κανόνα), το εξωτερικό να αλλάξει το εσωτερικό. Ούτε μπορεί να «διαταχθεί», να επιβληθεί το συναίσθημα… με κανένα τρόπο.

Αντίθετα, όταν το «φαίνεσθαι», είναι η αντανάκλαση του εύρυθμου, του αγαθού (με την αρχαία ελληνική έννοια, όσο και με την χριστιανική) και τακτοποιημένου εσωτερικού, εκτός από όμορφο, κατά τα ειωθότα, είναι και ωραίο. Άλλωστε πώς να μην είναι ωραίο εφόσον είναι αληθές, γνήσιο κατά φύση…

Κουρασμένες οι ψυχές, σκέφτηκε, ψάχνουν τόπο να ακουμπήσουν, να αισθανθούν χαρά, ζεστό φως και ασφάλεια. Ψάχνουν τον κήπο της Εδέμ.

Συχνά θεωρούν τα αποξηραμένα άνθη… ζωντανά! Δεν είναι… για αυτό έχουν και σκούρο χρώμα. Και στην καλύτερη περίπτωση είναι (αν όχι δύσοσμα) άοσμα.

Παρατηρούσε όλο αυτόν τον κόσμο, με την ψυχή -σαν γκρίζα άχνα- στο στόμα, να βιάζετε, να τρέχει, να αγωνιά, να εκνευρίζεται, και κατά περίπτωση να ανταλλάσσει περιφρονητικές ματιές για την σειρά στο ταμείο του υπερκαταστήματος και σποράδην να εκτοξεύει και κάποιο επικριτικό σχόλιο.

Εντόπιζε όμως και κάποια πρόσωπα που διέφεραν: Με μια ιώβεια υπομονή, ένα θερμότατο χαμόγελο στα μάτια και μια εκπομπή αγάπης εκ μέρους τους, που φαινόταν ως ένα ζωντανό κινούμενο απαστράπτον νέφος, που θέλει να αγκαλιάσει όλο τον πλανημένο κόσμο μέσα στο κατάστημα, στην πόλη, στην χώρα, στον κόσμο όλο.

Αυτοί οι άνθρωποι, συλλογίστηκε, αυτοί είναι το πνεύμα και το μήνυμα των εορτών. Η νέα χρονιά αυτούς θα φιλήσει και, αισθανόμενη τον κραδασμό της καρδιάς τους, τον παλμό εκείνο που μετουσιώνεται σε αισθαντική μουσική, με χαρά θα ανοίξει το ασημένιο σακούλι της που μέσα βρίσκεται εντός καθαρής ιριδίζουσας φιάλης, η ουσία που υλοποιεί ευχές και όνειρα.

Και οι ευχές αυτών των επίγειων αγγέλων, όλες μα όλες στοχεύουν στην ευτυχία των άλλων.

Ευτυχώς που υπάρχουν και αυτοί, διότι σε υποτιθέμενη απουσία τους, η χρονιά αυτή που ακούει στο όνομα 2019, δεν είχε και πολύ όρεξη να εισέλθει στο ιστορικό γίγνεσθαι.

Και ως νέα, έβραζε το αίμα της.

Αν την υποχρέωναν να έλθει, είχε αποφασίσει πως δεν θα έπαιρνε μαζί της το ασημένιο σακούλι. Θα ερχόταν ντυμένη στα ρυπαρά μαύρα, πάνω στα οποία θα αγκίστρωνε μελανά αφυδατωμένα και πεθαμένα τριαντάφυλλα.

Αν την υποχρέωναν…

Για αυτούς όμως του αξιολάτρευτους( έστω και λιγοστούς) ανθρώπους, παιδιά, υπερήλικες και ελάχιστους άλλους, σκιρτούσε από ευδαιμονία. Τους αγάπησε πριν τους γνωρίσει…

Αυτός ήταν ο λόγος που φόρεσε τα γιορτινά της και πήρε μαζί της το μαλαματένιο σακούλι, Ήθελα να προσφέρει τα δώρα της σε όλους τους ανθρώπους… απλόχερα, γενναιόδωρα. Ήθελε γιατί είχε την βαθιά πίστη πως, αν όχι την μεγαλύτερη, τουλάχιστον την ίδια ευχαρίστηση, που θα ένοιωθαν οι δωρολήπτες θα ένοιωθε και η ίδια… Και βιαζόταν να νοιώσει αυτή την χαρά, την ευτυχία της προσφοράς. Και αυτές οι σκέψεις έκαναν να ανθίζει το χαμόγελο στα χείλη της, ένα χαμόγελο αντιφέγγισμα της ψυχής.

Η Αίγλη έσπρωξε τον μοχλό που έθετε σε κίνηση το ηλεκτροκίνητο αμαξίδιο.

Βγήκε από το κατάστημα.

Σήκωσε ξανά το βλέμμα της στο θόλο ψηλά.

Χαμογελούσε. Αισθανόταν όμορφα.

Το μυαλό σταμάτησε το ανούσιο τρέξιμο του και υποτάχθηκε με δική του ελεύθερη βούληση στο συναίσθημα.

Από τα μύχια της ψυχής της Αίγλης εκπορεύθηκαν καρδιακές ευχές σε όλο το γένος των ανθρώπων. Ευχές, αληθινές, θεραπευτικές.

Ακλόνητη, έκανε την παρουσία της η βεβαιωμένη πεποίθηση η οποία ορίζει, πως η νέα χρονιά θα φέρει ευχάριστα, όμορφα…

Ένα φρέσκο ελαφρύ και γλυκό θρόισμα του αέρα, έκανε την Αίγλη να ριγήσει…

Αυτό το θρόισμα γεννιόταν από το πέταγμα των αγγέλων…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου