ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Αδικοπραξία και προϋποθέσεις

αδικοπραξία-και-προϋποθέσεις-694149

Της Πηνελόπης Ι. Παπαθανασίου,

LLM Διεθνές και Ευρωπαϊκό Οικονομικό Δίκαιο,

Δικηγόρου, Υπεύθυνης της ΧΕΝ Βόλου

Είναι νομικά σημαντική συμπεριφορά –πράξη ή παράλειψη- ενός προσώπου συνεπεία της οποίας το δράσαν πρόσωπο υποχρεούται να αποκαταστήσει τη ζημία ενός άλλου προσώπου. Κρίσιμο είναι να εντοπίζονται κάθε φορά εκείνα τα αξιολογικά όρια, πέρα από τα οποία η ελευθερία δράσης ενός προσώπου καθίσταται προβληματική για το κοινωνικό σύνολο. Τα αξιολογικά αυτά όρια θέτει η ΑΚ 914, σύμφωνα με την οποία «όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει» και από τον ορισμό αυτό προκύπτει ότι αδικοπραξία σημαίνει αιτιώδη πρόκληση ζημίας που γίνεται παράνομα και υπαίτια. Για παράδειγμα, οδηγός χάνει τον έλεγχο του αυτοκινήτου του, επειδή οδηγεί μεθυσμένος (υπαίτια), με αποτέλεσμα να μπει στο αντίθετο ρεύμα και να συγκρουστεί με επερχόμενο αυτοκίνητο (παράνομα), προκαλώντας με αυτόν τον τρόπο αφενός φθορές στο άλλο αυτοκίνητο και αφετέρου σοβαρό τραυματισμό του άλλου οδηγού (πρόκληση ζημία που συνδέεται αιτιωδώς με παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά).

Εάν τώρα απουσιάζουν κάποια από τα παραπάνω στοιχεία (παρανομία, πταίσμα, ζημία, αιτιώδης συνάφεια), δεν υφίσταται αδικοπραξία. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της ακάλυπτης επιταγής (άρθρ. 79 Ν. 59691933) δεν αρκεί να συντρέχουν τα στοιχεία της τυπικής μορφής του οικείου ποινικού αδικήματος, αλλά, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να διαπιστώνεται και η επέλευση ζημίας, αφού η αξίωση και αντίστοιχα διεκδίκηση εκ της ΑΚ 914 ιδρύεται, μόνο αν συντρέχουν οι όροι της αστικής και όχι μόνο της ποινικής ευθύνης του εκδότη της ακάλυπτης επιταγής.

Οι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι: α) ανθρώπινη συμπεριφορά, β) παράνομη, γ) υπαίτια, δ) επέλευση ζημίας και ε)αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας που προκλήθηκε. Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, η ανθρώπινη συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται σε ενέργεια (πράξη) ή παράλειψη. Η συμπεριφορά που ενδιαφέρει το δίκαιο είναι η εξωτερική συμπεριφορά, αυτή που επιφέρει κάποια μεταβολή στον έξω κόσμο. Καταστάσεις που παραμένουν στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, όπως σκέψεις, επιθυμίες, συναισθήματα, φρονήματα κ.λπ. δεν είναι πράξεις και δεν μας ενδιαφέρουν. Επίσης, η συμπεριφορά πρέπει να πηγάζει από τη θέληση του προσώπου. Επομένως, δεν μπορεί να αποδοθεί σαν πράξη μια συμπεριφορά, που έγινε σε κατάσταση ύπνου, απώλειας των αισθήσεων ή σε συνθήκες ακαταμάχητης σωματικής βίας. Η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά που γεννά αδικοπρακτική ευθύνη, μπορεί να συνίσταται και σε παράλειψη που προϋποθέτει για την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης να επιχειρηθεί η θετική ενέργεια που εν τέλει παραλείφθηκε. Ως προς την έννοια του παράνομου έχουν υποστηριχθεί διάφορες θεωρίες. Κατά την ορθότερη και σήμερα αποδεκτή, παράνομη είναι η συμπεριφορά που είναι αντίθετη σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου. Όπως γίνεται δεκτό, δεν αρκεί η παραβίαση οποιασδήποτε διάταξης, οποιουδήποτε κανόνα δικαίου, αλλά προσαπαιτείται η παραβίαση διάταξης που θεμελιώνει το δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του προσώπου που ζημιώθηκε.Αναφορικά με την προϋπόθεση της υπαιτιότητας, η 914 Α.Κ. θεσπίζει τον κανόνα της υποκειμενικής ευθύνης, απαιτεί δηλαδή πταίσμα. Ο όρος της υπαιτιότητας πληρείται και όταν η ζημιογόνος συμπεριφορά περιέχει αμέλεια του δράστη, συντρέχει δε στο πρόσωπο του ζημιώσαντος αν υπάρχει οποιαδήποτε μορφή δόλου ή αμέλειας. Ως προς την έννοια της ζημίας, σύμφωνα με την κρατούσα θεωρία νοείταιη διαφορά που υφίσταται ανάμεσα στην περιουσιακή κατάσταση του προσώπου που διαμόρφωσε η ζημιογόνος πράξη και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτή. Ως δικαιούχος της αποζημίωσης είναι εκείνος που ζημιώθηκε άμεσα από αυτή.Ενόψει της ανωτέρω έννοιας της ζημίας αλλά και του αποκαταστατικού σκοπού που φέρει το δίκαιο της αποζημίωσης, αποκαθίσταται όλη η πραγματική ζημία που υφίσταται ο φορέας του θιγόμενου δικαιώματος ή του εννόμου συμφέροντος από τη βλάβη που υπέστη και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν και σε ποιο βαθμό το χρησιμοποιούσε ή αν είχε πρόθεση ή νομική δυνατότητα μεταβίβασης αυτού. Τέλος, για την πέμπτη προϋπόθεση, αυτή της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς και του επιζήμιου αποτελέσματος που προκλήθηκε, γίνεται δεκτό ότι αυτή υφίσταται όταν η εν λόγω συμπεριφορά ήταν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ικανή να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και επέφερε πράγματι τούτο.

Η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά την παρέλευση πέντε ετών, αφότου ο παθών έμαθε την ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση. Σε κάθε περίπτωση παραγράφεται μετά πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Αν τώρα αποτελεί και κολάσιμη πράξη που σύμφωνα με τον ποινικό νόμο επιδέχεται μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση της αποζημίωσης. Ως γνώση επομένως της ζημίας θα πρέπει να θεωρείται, όχι απλώς μία γνώση γενική και αφηρημένη των συνεπειών που επιφέρει η ζημιογόνα πράξη, αλλά η γνώση της συγκεκριμένης ζημίας, ώστε να θεμελιώνεται βάσιμα το αντίστοιχο αίτημα του δικαιούχου και να διαμορφώνεται και το οικονομικό αίτημα της αποζημίωσης που αυτός δικαιούται να αξιώσει.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου