ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ο Αποστόλς τ΄ χουριούμ (ευθυμογράφημα)

ο-αποστόλς-τ΄-χουριούμ-ευθυμογράφημα-829270

Του Σεραφείμ Αθανασίου

-Κάτσι ρε μπάρπα Τάσιου, ιγώ ίμι καλό πιδί, γιατί μι βρίις;

-Δε σι βρίζου Αποστόλ, ιφχές σ΄δίνου.

-Κίτα μπάρπα Τάσιου ιμένα μι μικουρουιδεύς γιατί θα σ’ κόψου κι τη γκαλμέρα.

-Καλά Απουστόλ ιρέμισι πρώτα, κι μιτά κβιντιάζουμι.

Αυτά και άλλα πολλά ελέχθησαν ένα ανοιξιάτικο πρωινό, πριν εξήντα τόσα χρόνια, στο δικό μου χωριό την όμορφη Κόμνηνα, που βρίσκεται (κάνω και τη σχετική διαφήμιση) κοντά στα Καμένα Βούρλα, δεξιά του εθνικού δρόμου Συνόρων – Αθηνών και στο οποίο «χουριόμ» από διμήνου περίπου περνάει το τρένο Αθηνών – Θεσσαλονίκης, ενώ επί των δικών μου ημερών της τότε εποχής (όπως και των πρωταγωνιστών του παρόντος ευθυμογραφήματος) μόνο με το «δύο τραμ» τα ποδαράκια δηλαδή και τα γαϊδουράκια, κυκλοφορούσαμε.

Ας πάρω όμως την εύθυμη ιστορία μας από την αρχή, όχι τίποτε άλλο, αλλά μήπως και «ξεδώσουμε λίγο» επειδή όπως πάμε, με τόσα οικονομικά προβλήματα και τόσες «ρυθμίσεις» που ο καθένας μας αντιμετωπίζει, πολύ φοβούμαι μήπως καμιά μέρα μάς στρίψει η βίδα και πάρουμε τα βουνά ή, στην καλύτερη περίπτωση, φορώντας καπέλο Ναπολέοντα κάνουμε την πέρα – δώθε βόλτα μας στη λεωφόρο Αργοναυτών ή και, γιατί όχι, στον «φαρδύ» της Νέας Ιωνίας.

Και για τις πέρα – δώθε βόλτες μας για τις οποίες ετούτοι οι άνθρωποι ενδιαφέρθηκαν να κάνουμε χωρίς, από μέρους τους, μεγάλη προσπάθεια πιστεύω πως θα αισθάνονται όμορφα γι’ αυτό θέλουν να συνεχίσουν τα θεάρεστο έργο τους!!! Κάτι είναι και αυτό.

Πάμε όμως να γνωρίσουμε τους πρωταγωνιστές μας.

Ο Τάσος Σκανδαλάρης ένας μεσήλικας έντιμος άνθρωπος, φτωχός εργάτης, γεμάτος καλοσύνη και χιούμορ με σύζυγο μια δική μου πρώτη εξαδέλφη, τη Μαργαρίτα (δύο αδελφών παιδιά) με χαρισματικό περισσότερο από τον σύζυγό της χιούμορ με το οποίο και παντελώς αγράμματη διάβαζε σε παρέες εφημερίδες που κρατούσε ανάποδα λέγοντας τα δικά της ευτράπελα και αν κάποιοι αργούσαν να τη δουν την αναζητούσαν καλώντας την ακόμη και σε καφενείο.

Και εκείνη άρχιζε το ανάποδο στην εφημερίδα διάβασμα που αν το μάθαιναν και θαμώνες του άλλου καφενείου εκεί έμεινε ο καφετζής μόνος του και έκλαιγε τη μοίρα του γιατί οι πελάτες του έτρεχαν να ακούσουν την «καθηγήτρια» μαλλιαρής γλώσσας που έφερνε γέλιο και αισιοδοξία για τη ζωή στον συνεχώς εργαζόμενο αγρότη.

Το τι έλεγε, επιτρέψτε μου και με λίγα μπιτ να πω μερικά που θυμήθηκα.

Κοίταζε μέσα στην ανάποδη εφημερίδα ενώ οι άλλοι όσοι και αν ήταν με χαμογελαστά χείλη περίμεναν να την ακούσουν και άκουγαν δήθεν κάποιο παπά να διαβάζει.

-Γναίκες ασπρόκουλες κι μαυρόκουλες, σήμιρα λειτουργιές δε φτιάξατε, τα …αυτά μου δεν τα πιάσατε, όταν θα απολειτουργήσου ούλες θα σας …κανονίσου.

Φυσικά αλλιώς τα έλεγε η Μαργαρίτα και όσοι την άκουγαν ξεσπούσαν στα γέλια και περισσότερο, αν βρισκόταν εκεί, γελούσε ο άνδρας της.

Στο τέλος την κερνούσαν λουκούμι και το καφεδάκι της και πήγαινε στο σπίτι της σοβαρή και πολύ καλή νοικοκυρά, ενώ η ηθική της υπόσταση δεν είχε ταίρι της.

Και πάμε στον Τάσο:

Αυτός, λοιπόν, ο Τάσος Σκανδαλάρης, 50χρονος, ίσως, ζούσε με την οικογένειά του λίγο πιο πέρα από το πατρικό μου σπίτι και όταν η ξαδέρφη μου η Μαργαρίτη περνούσε έξω από αυτό (είναι ο κεντρικός δρόμος) και με έβλεπε μικρό να παίζω στην αυλή(με περνούσε κάπου 15 χρόνια) και επειδή ήμουνα η μεγάλη της «αδυναμία» με τις τσιμπιές της και τα γαργαλητά της, τραβούσα τα «μαρτύρια» της ηλικίας μου.

Και τώρα… σκέπτομαι: η Μαργαρίτα τότε με γαργαλούσε για να γελάω ενώ τώρα ο γιατρός, όταν τον επισκέπτομαι, με κάποια βελόνα ή κανένα άλλο αιχμηρό αντικείμενο, εκείνος ξέρει, με «γαργαλάει» στις πατούσες μου όχι για να γελάσω – ευτυχώς και τότε γελάω – αλλά για να διαπιστώσει αν αντιδρούν καλά τα νεύρα των γέρικων ποδιών μου.

Βρε «που πάμε» και πώς «καταντάει» ο άνθρωπος!

Εργατικός και πρόθυμος ο Τάσος για οποιαδήποτε εργασία πρόσφερε τις υπηρεσίες του σε όποιον τον καλούσε και με την πλούσια εξωστρέφειά του, το πηγαίο του χιούμορ και την ευγενική του παρουσία όλοι στο χωριό τον προτιμούσαν, στις όποιες εργασίες τους.

Ο Αποστόλης, 25χρονος νέος, άγαμος, ολιγόμυαλος, μετρίου αναστήματος, εύσωμος και με δυνατό λαιμό σαν του Καρπόζηλου, καταγόταν, νομίζω, από ένα χωριό του Καρπενησίου και είχε κατασταλάξει στο χωριό μας ως υπηρέτης στον μπάρμπα Γιάννη τον Σταθάκο έναν πολύ καλό άνθρωπο και νοικοκύρη που τον άφηνε, περιοδικά, να εργάζεται και σε άλλους συγχωριανούς μας με τη «φοβέρα» – όπως έλεγαν οι κακές γλώσσες – σε περίπτωση που έστω και ένα βράδυ δεν επέστρεφε στο μικρό σπίτι που του είχε παραχωρήσει να μένει θα τον έδιωχνε όχι μόνο από κοντά του αλλά και από το χωριό μας επειδή-έλεγαν-είχε τα «μέσα».

Αυτές τις φοβέρες μάλλον τις διέδιδαν τα «κουτσομπολίστικα» λόγια τα οποία συμπλήρωναν πως φοβέριζε τον Αποστόλη ο μπάρμπα Γιάννης επειδή δεν ήθελε να τον πάρει κάποιος άλλος εκείνον τον δυνατό και πρόθυμο για δουλειά άνθρωπο που δεν υπολόγιζε κούραση, χιονοθύελλες και ζέστες.

Η παροιμία λέει «φύλαγε τα ρούχα σου να έχει τα μισά» και ο μπάρμπα Γιάννης που ήταν και λίγο κουφός, αλλά πολύ έξυπνος-αν τα έλεγε αυτά-ήξερε τι έκανε.

Αθώος, αργόστροφος και πεισματάρης αλλά και καλοσυνάτος σαν ένα μικρό παιδάκι είχε γίνει συμπαθής σε όλους τους συγχωριανούς μας.

Ο ολιγόμυαλος, λοιπόν, Αποστόλης, τουλάχιστον έτσι παρουσιαζόταν, περνούσε μια ζωή χαρισάμενη γιατί τον προτιμούσαν πολλοί στη δουλειά τους επειδή (όταν έπαιρνε την τσάπα στα χέρια του και έσκυβε το κεφάλι του έσκαβε για δέκα). Μετά όμως το σκάψιμο και σε όλα τα σπίτια καταβρόχθιζε τα καλύτερα φαγητά ευφραινόμενος συγχρόνως και με την νέκταρ κρασοκατάνυξη.

Ας επιστρέψουμε όμως στο ανοιξιάτικο πρωινό που γίνεται μνεία στην αρχή του παρόντος κειμένου.

Ο Τάσος Σκανδαλάρης έσκαβε στο δικό μας αμπέλι που βρισκόταν εφαπτόμενο στον κεντρικό δρόμο του χωριού μας λίγο έξω από αυτό και που σήμερα βρίσκεται το σπίτι της κόρης του αδελφού μου Παναγιώτη, της Μαιρούλας.

Από τον δρόμο περνά ο Αποστόλης καβάλα στο γαϊδουράκι και προφανώς πήγαινε σε κάποιο άλλο κτήμα να εργαστεί.

Είδε τον Τάσο και τον καλημέρισε:

-Γεια σου μπάρμπα Τάσιου.

-Γεια να μη σ΄άφίν, του απαντά ο Τάσος και, συνεχίζει να σκάβει.

Ο Αποστόλης, προχωρώντας καβάλα στο γαϊδουράκι του κάποια στιγμή σταματάει και, νευριασμένος, φωνάζει.

-Μπάρμπα Τάσιου.

-Τι θες Απουστόλ.

-Να μι σ άφίν κι να μι ι ιιιι ί, απ θα μπις ιμένα να μι μαφίν γεια.

-Κάτσι ρε Απουστόλ, τι σούιπα, δε σέβρισα,σου ιφχίθκα, γεια να μη σαφίν, δηλαδής να ίσι καλά.

-Ιμένα μπάρπαΤάσιου μι συνιχίις να μι βρίις, ίμι καλό πιδί. Μπουρί να ίμι φτουχός αλλά ιμι καλός άνθρωπους, κι μι μικαταριέσε.

Σταμάτησε την εργασία του ο Τάσος, επειδή είδε τον Αποστόλη να κλαίει και κατέβηκε στον δρόμο να πάει κοντά του προκειμένου να του εξηγήσει ότι εκείνο που του είχε πει, δηλαδή: «γεια να μη τον αφήνει» ήταν ευχή και όχι κατάρα.

-Μπάρπα Τάσιου σταμάτα, κι μι έρχισι κουντάμ γιατί μπουρί, απ΄ τα «νέβραμ», να σι βαρέσου, κάτσι ικι που ίσι κι μι θέλς να βγις «κιαπουπάν».

Ο Τάσος βλέποντας τον Αποστόλη να συνεχίζει το κλάμα του αλλά και τις φοβέρες σταμάτησε εκεί που βρισκόταν και άρχισε να εξηγεί από κάμποση απόσταση πάλι τα ίδια πως, εκείνο που του είπε, ήταν ευχή.

Ο Αποστόλης όμως, δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα και έκανε τον κατήφορο κλαίγοντας και μουρμουρίζοντας.

Στενοχωρημένος επίστρεψε στο αμπέλι ο Τάσος και σε λίγη ώρα, που του πήγε φαγητό ο πατέρας μου, τον βρήκε άκεφο και τον ρώτησε: τι «εχς» κίσι «ετς».

Ο Τάσος του εξήγησε τι συνέβη με τον «Αποστόλ», το διασκέδασαν αρχικά αλλά μετά σκέφτηκαν πως κάτι έπρεπε να κάνουν, για να μη μένει εκείνο το ολιγόμυαλο παλικάρι που όμως ήταν ένας καλός άνθρωπος, με την εντύπωση ότι Τάσος τον είχε «καταραστεί» όπως εκείνος ισχυριζόταν με το: «γεια» να μη τον «αφίν».

Το βράδυ της ίδιας μέρας ο πατέρας μου και δήθεν για κάποια δουλειά, από το καφενείο που βρήκε τον Αποστόλη και με την κουβέντα, τον παρέσυρε μέχρι το σπίτι μας στο οποίο βρισκόταν ο Τάσος με τη Μαργαρίτα του.

Πρέπει δε εδώ να πω ότι οι όποιοι εργάτες και οποτεδήποτε σε όλα σχεδόν τα χωριά πέρα από με μεροκάματό τους μεσημέρι-βράδυ έτρωγαν στο σπίτι του «αφεντικού» τους όπως τους έλεγαν και μάλιστα φαγητά με τα οποία μοσχοβόλαγε ολόκληρη γειτονιά.

Βλέποντας τον Τάσο ο Αποστόλης έκανε απότομη στροφή για να φύγει τον συγκράτησε όμως με τα αστεία της η Μαργαρίτα και εκτός των αστείων εκείνος ο αργόστροφος νέος έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια και σεβασμό στη δική μου ξαδέρφη.

Και η Μαργαρίτα στον Αποστόλ.

-Απουστόλ «κάτσι κατ» γιατί θα «φας ξύλου» και ο Αποστόλς.

-«Θα φάου σκατά».

-Απουστόλ «θα σι δείρου».

-«Θα μι χέις».

Όμως με τα πολλά τον κατάφερε η Μαργαρίτα και ο Απουστόλς κάτσι στη «γκαρέκλατ».

Την εποχή εκείνη εγώ ως υπαξιωματικός της Χωροφυλακής υπηρετούσα στην Υ.Χ. Λαμίας και εκείνο το βράδυ με έναν μου συνάδελφο τον χωροφύλακα Χαράλαμπο Αυφαντή βρεθήκαμε στο πατρικό μου σπίτι και η παρέα που είχε συγκεντρωθεί γύρω από το τραπέζι με τα όμορφα φαγητά και το άφθονο κρασί υπερέβαινε τα δέκα άτομα και με μια τελείως αγράμματη Μαργαρίτα να διαβάζει ανάποδα την εφημερίδα, να λέει τα ευτράπελά της και παράλληλα να κοιτάζει και τη μαγκούρα του πατέρα μου μήπως και της έρθει καμιά ανάποδη για τα όσα έλεγε.

Και μια που βρισκόμαστε όλοι μας σε μια «ωραία ατμόσφαιρα» όπως έλεγε και ο μακαρίτης αλησμόνητος ηθοποιός Ηλιόπουλος τόλμησα και εγώ σαν « εξουσία» που ήμουνα να «πειράξω» για πρώτη φορά τον πατέρα μου.

Απευθυνόμενος στον συνάδελφό μου το Μπάμπη και με φωνή που όλοι την άκουγαν αλλά δήθεν στενοχωρημένος του λέω:

-Ποπό, ξεχάσαμε Μπάμπη να στείλουμε το φάκελο στον Σταθμό Χωροφυλακής Οίτης που είναι επείγον και θα με φωνάζει αύριο ο Αλεξόπουλος.

Σημείωση: Ο Αλεξόπουλος ήταν μοίραρχος και διοικητής μας.

Παραξενεμένος ο Μπάμπης με κοιτάζει και λέει.

-Για πιο φάκελο μιλάς;

Αυτό ήθελα εγώ να πετύχω να βρω την ευκαιρία μέσα σε τόσο κόσμο να του μιλήσω στο αυτί του και τη βρήκα.

-Κόλλησα σχεδόν τα χείλη μου στο αυτή του και σιγά σιγά του λέω. Δεν υπάρχει φάκελος, απλά πρόσεξε τι θα σου πω αλλά μη ρωτήσεις αμέσως τον πατέρα μου γιατί θα καταλάβει ότι εγώ σε έβαλα. Είναι πανέξυπνος.

Άφησε λοιπόν να περάσει λίγη ώρα και δήθεν αδιάφορα ρώτησέ τον πόσα παιδιά έχει, για τη συνέχεια είναι δική μου δουλειά.

Γέλασε ο Μπάμπης, μου είπε πολύ σιγά ότι κατάλαβε, μου είπε ύστερα κάπως δυνατά να μη στενοχωρούμαι γιατί ο διοικητής μας ήταν καλός και δεν θα με τιμωρούσε εμένα που ήμουνα και υπεύθυνος του γραφείου, αναστέναξε ο πατέρας μου επειδή εγώ ίσως έτρωγα καμιά φυλακή για εκείνη την παράλειψή μου ενώ εγώ και οι άλλοι προσπάθησαν να του πουν πως δεν χάλασε και ο κόσμος και στη συνέχεια λέγαμε διάφορα και γελούσε. Και κάποια στιγμή να και το ερώτημα του Μπάμπη προς τον πατέρα μου.

-Μπάρμπα Χρήστο, πόσα παιδιά έχετε; Και ο πατέρας μου που είχε δυο αγόρια και ένα κορίτσι, απαντά.

-Με συγχωρείτε τρία.

-Να σας ζήσουν.

-Ευχαριστώ παιδί μου και εσύ να ζήσεις, λέει ο πατέρας μου στον Μπάμπη που για πρώτη φορά τον έβλεπε.

Και εγώ που ήθελα να κάνω τον «έξυπνο» στον πατέρα μου μια που και ως χωροφύλακας το «έπαιζα εξουσία», του λέω.

-Ρε πατέρα, γιατί όταν σε ρωτάνε πόσα παιδιά έχεις, λες «με συγχωρείτε τρία», γιατί πονηρεύεις τους ανθρώπους και αλλού τους πάς;

Τι ήταν να το πω, σηκώνει τη μαγκούρα του και μου κοπανάει μια στο ξερό μου κεφάλι που ακόμη το …ξύνω.

Έβαλαν όλοι τα γέλια και ο φίλος μου ο Μπάμπης γελούσε περισσότερο, γιατί του άρεσε το αστείο με το οποίο και ο πατέρας μου γελούσε.

Ο Αποστόλης όμως ο οποίος και εμένα συμπαθούσε όταν μετά τη μαγκούρα με είδε να ξύνω το κεφάλι μου λέει στον πατέρα μου.

-Γιατί ρε μπάρμπα Χρήστο, βαράς το Σιραφμάκου, τι σου έκανε;

Και ο πατέρας μου στον Αποστόλη.

Αν αρχίσου να σλεου Απουστόλ τι μου έκανε ο Σιραφμάκους κι μέχρι να του καταλάβς ιγώ θα έχου πάει και θα έχου γιρίς απ τα κουτσίκια ( ένα χωράφι μας δύο περίπου χιλιόμετρα μακριά από το χωριό).

Και ο Αποστόλης προστατευτικά: «Πού να πας τέτοια ώρα στα κουτσίκια, θα πιδικλουθίς στο δρόμου. Κι θα σι φάνε τα τσακάλια. Κάτσι ιδώ κι θα πάμι μαζί αύριου για να σι κάνου παρέα.

Κοιταχτήκαμε όλοι επειδή ο αγνός εκείνος άνθρωπος και πάλι τίποτα δεν είχε καταλάβει και συνεχίσαμε την κρασοκατάνυξη. Άλλωστε τότε στα χωριά μας δεν υπήρχαν αυτοκίνητα και τροχονομικοί έλεγχοι.

Καλοί μου φίλοι σήμερα σας αράδιασα ένα σωρό:

Σας είπα: Για τον Τάσο, τον Αποστόλη, την αγράμματη Μαργαρίτα που διάβαζε τις εφημερίδες ανάποδα και το πόσο γέλιο έπεφτε για τις «ασπρόκουλες και μαυρόκουλες», για το «με συγχωρείτε τρία» του πατέρα μου αλλά και τη μαγκούρα του που κατακόρυφα στη συνέχεια, στο ξεροκέφαλό μου, έπεσε.

Ε, με όλα αυτά που διαβάσατε πιστεύω έστω για λίγο να ξεχάσατε τα των μνημονίων βάσανά μας.

Και αυτά τα μνημόνια δεν υπήρχαν τότε ούτε άλλες δεσμεύσεις και το σπουδαιότερο δεν πληρώναμε ενοίκιο στο δικό μας ιδιόκτητο σπίτι για να ξεκουράσουμε το κορμί μας.

Όμορφος και άκακος εκείνος ο κόσμος της τότε εποχής.

Να είστε πάντα καλά.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου