ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ξαναζώντας τη Ζωή!

ξαναζώντας-τη-ζωή-830374

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Νομίζω πως όλοι, κατά κάποιο τρόπο, τη ζωή την ξαναζούμε! Όλοι κουβαλάμε ένα φορτίο αναμνήσεων. Όμως, συχνά, νιώθουμε δηλητηριασμένοι από τις αναμνήσεις μιας δειλής, απωθημένης παιδικής ηλικίας – αναμνήσεις από τις οποίες δεν κατορθώνουμε ν’ απαλλαγούμε. Αλλά και δέσμιοι υπερβολικών ελπίδων και φλογερών πόθων μίας παρατεινόμενης εφηβείας, που γινόταν όλο και πιο ανυπόφορη, με την πάροδο της ηλικίας. Όλα διαποτισμένα με δάκρυα για πρόσωπα που αγαπήσαμε, μα ακόμη περισσότερο για πρόσωπα, που ονειροπολήσαμε και που δεν μπορέσαμε ποτέ να κερδίσουμε τις καρδιές τους.

Νιώθαμε, Θεέ μου, πως φλεγόμασταν από τους πόθους μας! Όμως, αυτοί αγνοούσαν τον κατευνασμό των αισθήσεων – κατευνασμό που δεν μας έδωσαν ποτέ οι αγοραίοι έρωτες. Όλα εξακολουθούμε να τα βλέπουμε με τα μάτια τής ψυχής μας και να τ’ αγαπούμε σαν έφηβοι. Τη φαντασία μας τη διεγείρει μία ακαθόριστη και ονειρώδης εντύπωση, την οποία μας προκαλούσε, ανάμεσα σ’ όλα τ’ άλλα, ένα αξέχαστο βραδινό αεράκι, που έφερνε ήχους και αρώματα,και μία ατμόσφαιρα αύρας, που απλωνόταν παντού, και γινόταν δυνατός άνεμος, που φυσούσε στην απέραντη θάλασσα,αφήνοντάς μας την εντύπωση μιας σφοδρής κίνησης, που τη διαδέχονταν η ακινησία τής θερινής ηρεμίας και μιας ατέρμονης ειρήνης.

Με περισσότερη μουσική, γεμάτη νοσταλγική απελπισία, κανένας καλύτερα από μας, δεν τραγούδησε τις ζωηρές αναστατώσεις, μέσα στις νύχτες τού Μάη, αλλά και τους ακαθόριστους πόθους των νεαρών σωμάτων που ξαγρυπνούσαν:

– Α! μελαγχολία, που έπεφτες σαν σταγόνα βροχής, τα καλοκαιρινά βραδάκια! Μοναδικοί μας αναστεναγμοί! Ηλιοβασιλέματα φθινοπωρινής θλίψης! Μέσα από την αιωνιότητα, ερχόταν ο μονότονος θρήνος μας. Τραγουδούσαμε και ξανατραγουδούσαμε την αγαπημένη, την τρισαγαπημένη, που κρυβόταν πίσω απ’ τις λέξεις των τραγουδιών μας για να τη βρούμε…

Τώρα, δεν παύουμε ακόμη να σκεφτόμαστε τον έρωτα, να στοχαζόμαστε το ανικανοποίητο τούτο πάθος, με όρους και χαρακτηρισμούς τής πλέον συγκεχυμένης φιλοσοφίας, που, τότε, δεν διστάζαμε καθόλου να μοιραζόμαστε με τους φίλους μας ή να εκφράζουμε στα ερωτικά μας γράμματα.

Και ποτέ δεν έπαυε να μας συνοδεύει η πλήξη κι ένα παροξυντικό συναίσθημα ματαιότητας της ζωής, του έρωτα και του στοχασμού – έμφυτα χαρακτηριστικά των νέων, που τα δυνάμωνε η ανάγκη μας να διαβάζουμε πεσιμιστικά φιλοσοφικά κείμενα.

Αυτό θέλω να το τονίσω:Τίποτα δεν μας ήταν τόσο γνώριμο κι αγαπητό, όσο η νοσηρή γεύση τού δράματος των μεγαλουπόλεων, όταν τις πρωτοεπισκεφτήκαμε: οι γωνιές των δρόμων, όπου τα κορίτσια σφίγγονταν μέσα στις κρύες αγκαλιές, τα κουρασμένα άλογα, που χάνονταν με τις άμαξες, μέσα στην ομίχλη, η διαφθορά τής συντροφιάς με τις πρόωρα μαραμένες παρθένες. Κι εκείνα τα κουτιά των παιδικών παιχνιδιών στις βιτρίνες, που, στην πραγματικότητα, αποτελούσαν ένα είδος πόλης, όπου τα κουτιά ζουν, όπως οι άνθρωποι. Ή, ίσως, οι πόλεις δεν είναι παρά κουτιά, όπου τα πρόσωπα ζουν, όπως τα παιχνίδια. Μερικές κούκλες χόρευαν. Ένας στρατιώτης είδε μία και την ερωτεύτηκε. Ο μικρόκοσμος των παιχνιδιών ζωντάνευε με τα παιδικά μας αισθήματα. Ζωντάνευαν και οι εικόνες και τα τοπία γύρω μας. Κι ένα κομμάτι αρχαίας ελληνικής γλυπτικής, που είχαμε δει στο Εθνικό Μουσείο, μάς ενέπνευσε να γράψουμε το πρώτο μας ποίημα: «Χορεύτρια των Δελφών, όπου εκφράζαμε τη σχέση τού νέου με την παλαιότητα αυτού του μάρμαρου, το σήμερα με το πολύ μακρινό παρελθόν, που, για μία στιγμή, αναζητούσε στη φαντασία μας την εξισορρόπηση. Όλα ξαναζούν μέσα μας, όλοι τα ξαναζούμε όλα! Η μέσα ζωή ξαναγίνεται ζωή μας! Με πόση αληθινή πίκρα, αλλά και καλοπροαίρεση ζούμε πια το Χρόνο μέσα στον ανάδοχο Χώρο, που εξακολουθούμε ν’ αναρωτιόμαστε αν ο Χρόνος και ο Χώρος δεν είναι πράγματι τα θεμέλια τής Γνώσης, που μας πήγε από το πραγματικό πεδίο τής ζωής στο πνευματικό πεδίο, και από το όνειρο στην πραγματικότητα, αλλά και από την πραγματικότητα στο όνειρο. Τώρα, πρέπει πια να λησμονήσουμε, να συγχωρήσουμε… Για όποιον δεν συγχωρεί, η ζωή είναι μεγαλύτερη τιμωρία από το θάνατο.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου