ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Αναμνήσεις πολέμου και πείνας…

αναμνήσεις-πολέμου-και-πείνας-839664

Της Ανθούλας Ελευθερίου

… η οικογένειά μας υπέφερε πάρα πολύ, γιατί είμασταν όλοι εργάτες της πόλης. Από εξοχή είχαμε μόνο την Αγία Παρασκευή, η οποία δεν έβγαζε σιτάρι όπως ο κάμπος, ούτε λάδι όπως το Πήλιο. Έτσι η τροφή μας αντί για σιτάρι, ψωμί με πίτουρα συνοδευόμενο με τσουκνίδες αντί για χόρτα που ήταν πιο σπάνια…

Εκτός όμως από την πείνα, ήταν και το κρύο. Ως γνωστόν, στα χρόνια πολέμου, το κρύο ήταν πάντα παρόν. Λοιπόν, πώς να ζεσταθούμε λιγάκι, αφού τα κάρβουνα ήταν σπάνια; Δεν υπήρχε καμία άλλη λύση, από το να μαζεύουμε ότι ξυλάκια βρίσκαμε στα βουνά!

Έτσι εγώ, μικρό κοριτσάκι, πήγαινα με τη θεία μου, Κυρατσώ, αδερφή της μαμάς μου, στην εξοχή, να μαζέψουμε ξύλα. Ότι βρίσκαμε γιατί δεν μπορούσαμε να πάμε πιο μακριά από το Διμήνι, που ήταν μεν κοντά, αλλά το έφταναν όλοι, όπως εμείς.

Έτσι με την θεία, πηγαίναμε όσο πιο μακριά μπορούσαμε… Μια μέρα λοιπόν, πήγαμε πιο μακριά όπου κανένας δεν είχε τολμήσει να πάει. Κι εκεί έγινε κάτι αδύνατο να το φανταστούμε…

Είχαμε κάνει δύο δεμάτια, με ό,τι ξυλάκια είχαμε βρει. Τα δέσαμε και έτοιμαζόμασταν να τα βάλουμε στους ώμους μας, καθισμένες για περισσότερη ευκολία και ανάσα! Δεν προφτάσαμε να τα δεθούμε, όταν ξαφνικά πλησιάζει ένα κοπάδι όρνια (γύπες) που έψαχναν για τροφή. Ήρθαν κοντά μας και μας περικύκλωσαν. Εμείς ήμασταν ακίνητες, χωρίς μιλιά, είχαμε παγώσει από τον τρόμο μας. Εγώ κατάλαβα ότι τα πουλιά μας πέρασαν για «ψόφια ζώα», καλά για το φαγί τους… Το ήξερα αυτό.

Έτσι, εγώ το μικρό κοριτσάκι αντέδρασα, ενώ η θεία τα είχε χάσει.

-Ελα, είπα στη θεία, σήκω να χορέψουμε και να τραγουδάμε κιόλας. Έτσι θα δουν ότι είμαστε ζωντανές και θα φύγουν.

Σηκώθηκε λοιπόν η θεία μου και να χορός και οι δύο, τα παλαμάκια και πηδήματα… με την ψυχή στο στόμα.

Και τα όρνια έφυγαν για να βρουν άλλη τροφή κι εμείς οι δυο μας, τα μαζέψαμε και όπου φύγει-φύγει… όμως δεν ξεχάσαμε τα ξυλάκια μας, που ήταν ο σκοπός μας…

Με αγάπη σε όλους.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου