ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ο μπάρμπα Στάθης ο νεωκόρος

ο-μπάρμπα-στάθης-ο-νεωκόρος-781658

Του Χρήστου Μηλίτση

Καλύτερα να μην τον γνώριζε κανείς αυτόν το διαβολόγερο. Καλημέρα να τον έλεγε κανείς το μπελά του θα εύρισκε. Ο λόγος για τον Μπάρμπα-Στάθη Πολυχρονόπουλο, που ήταν μάλιστα και νεωκόρος στην εκκλησία του χωριού. Πως τη κατάφερε τη κυρά Ασημώ και την πήρε για γυναίκα του, μόνο ο θεός ξέρει. Πράγματι ζευγάρι αταίριαστο. Εκείνη πολύ νεότερη, πανέξυπνη, όμορφη γυναίκα, με κατακόκκινα μάγουλα σαν το ρόδι, λυγερό κορμί, καλοσυνάτη και γλυκομίλητη. Εκείνος κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερος, ασχημομούρης, με μια γαμψή μύτη, στραβοπόδαρος, καμπουριάρης αλλά και κατεργάρης. Όλα τα κουσούρια τα είχε πάνω του. Ήταν παμπόνηρος, έκανε το θρήσκο και παρίστανε τον παντογνώστη. Παντού πρώτος σε όλες τις υποθέσεις, που παρουσιάζονταν στο μικροχώρι του θεσσαλικού κάμπου. Στενή παρέα του ο Παπά-Πέτρος όμοιος ομοίου. Εδώ ταιριάζει απόλυτα η λαϊκή παροιμία, Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά. Άλλα έλεγε στο λόγο του που έβγαζε πότε-πότε, που πολλές φορές τα μπέρδευε και τα μπορδούκλουνε, χωρίς σύνδεση και νόημα, μια στο καρφί και μια στο πέταλο, που λέει ο λόγος. Άλλα όμως πίστευε και άλλα έκανε στο χωριό που ζούσε. Ήταν πρώτος στο γλέντι, πρώτος στο χαρτοπαίγνιο και πρώτος στο χορό. Όταν κάποτε σ’ ένα πανηγύρι, που σχεδόν μεθυσμένος έπινε μαϊμούδιζε και χοροπηδούσε του είπε κάποιος, «πως οι παπάδες δεν πρέπει να πίνουν και να χορεύουν», απάντησε, «Χορεύει φίλε μου ο Πέτρος και όχι ο παπάς, ο παπάς είναι εκεί κάτω», και του έδειξε το καλυμμαύχι του που του είχε τοποθετήσει πάνω σε μια καρέκλα.

Σε μια άλλη περίπτωση, που οι χριστιανοί νηστεύουν το Δεκαπενταύγουστο που ήταν καλεσμένος σε ένα τραπέζι, ενώ το πρόσφεραν νηστίσιμα φαγητά, προτίμησε να φάει λουκάνικα με αυγά και όταν κάποιος χαριτολογώντας τον παρατήρησε του απάντησε. Δεν είδες που τα ευλόγησα και τα αυγά έγιναν μανιτάρια! Και κάτι ακόμα πολύ σοβαρό, αν και η περβυτέρα του ήταν μια υπέροχη και όμορφη γυναίκα, ο Παπαπέτρος τα κατάφερε και τα έμπλεξε με τη νεαρή γυναίκα του νεωκόρου. Αυτό το έμαθε ο Μπάρμπα Στάθης, αλλά δεν το πήρε στα σοβαρά. Ο παπα-Πέτρος το πήρε είδηση και ένα βραδάκι όταν ο νεωκόρος είχε ανεβεί σε μια σκάλα και άναβε τα καντήλια μπροστά στο ιερό της εκκλησιάς, πήγε κοντά του και του είπε.

-Δε μου λες Μπάρμπα Στάθη, ποιος κλέβει τα χρήματα απ’ το παγκάρι;

-Α!, έκανε ο νεωκόρος, βάζοντας τη παλάμη του στο δεξιό του αυτί.

-Ποιος κλέβει τα χρήματα απ’ το παγκάρι ; είπα.

-Α! ξανάπε, κάνοντας την ίδια κίνηση. Δεν Ακκώ τι λες.

Αφού αυτό επαναλήφθηκε και για τρίτη φορά, όταν κατέβηκε από τα σκαλιά ο νεωκόρος, τον ρώτησε ο παπάς.

-Γιατί δεν μου απάντησες σ’ αυτά που σου είπα;

-Τι είπες; Δεν ακούγεται κει πάνω.

-Μπα, τι λες;

-Ανέβα πάνω στη σκάλα να το πιστέψεις, ίσως είναι θαύμα.

Ανέβηκε στα σκαλιά ο παπάς και ο νεωκόρος τον ρώτησε

-Παπά Πέτρο. Ποιος παπάς βάζει χέρι στη γυναίκα του νεωκόρου;

-Α!, έκανε ο παπάς κάνοντας κι’ αυτός την ίδια χειρονομία.

-Το ξαναλέγω ποιος βάζει χέρι στη γυναίκα μου;

-Α! Ξανάκανε ο παπάς και κατέβηκε από τη σκάλα λέγοντας

-Έχεις δίκαιο, θαύμα είναι δεν ακούγεται τίποτα κει πάνω.

Έτσι συμβιβάστηκαν. Ούτε γάτα, ούτε ζημιά

Ο νεωκόρος, που κάπου-κάπου έκανε και το ψάλτη στην εκκλησία, είχε μεγάλες ιδέες για τον εαυτόν του. Πίστευε πως τα γνώριζε όλα και πωλούσε εξυπνάδες στους ομοχωρίους του. Πολλοί τα παραδέχονταν αυτά, γιατί όπως λέει και μια λαϊκή παροιμία. «Στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος. Κάποτε στα περασμένα, ένα δάσκαλο, όταν πρωτο διορίστηκε και πήγε στο χωριό, δεν τον πήρε με καλό μάτι ο νεωκόρος. Είπε μάλιστα σε κάποιον δικό του, «Μην περιμένετε απ’ αυτόν το δασκαλάκο, να μάθει γράμματα στα παιδιά σας, να δείτε εγώ θα τον πιάσω αγράμματο». Είπε και το έκανε. Μια Κυριακή, όταν είχε σχολάσει η εκκλησία, πολλοί χωριανοί ήταν συγκεντρωμένοι στο μοναδικό καφενείο του χωριού και ο δάσκαλος έπαιρνε με τη παρέα του το καφεδάκι του, πήγε κοντά του.

-Δάσκαλε, του είπε, Θέλω να με εξηγήσεις μια λέξη. Την έχω πει σε πολλούς δασκάλους, καθηγητάδες και σε πολλούς γραμματιζούμενους και δεν μπόρεσε κανείς να μου την εξηγήσει. Αιφνιδιάστηκε ο δάσκαλος και του είπε:

-Άκουσε Μπάρμπα-Στάθη. Αφού γνωρίζεις τόσα πολλά, όπως μαθαίνω, θα ξέρεις τι είπε ο μεγαλύτερος σοφός και δάσκαλος του κόσμου.

-Ποιος είναι αυτός;

-Ήταν. Ο Σωκράτης.

-Και τι είπε; Εν οίδα, ότι ουδέν οίδα.

-Και τι θα πει αυτό δάσκαλε;

-Θα πει ότι ένα μόνο πράμα ξέρω, το ότι δεν ξέρω τίποτα. Συνεπώς είναι δυνατόν αυτό που ρώτησες να το ξέρουν όλοι; Εν πάσει περιπτώσει, συνέχισε ο δάσκαλος, πες μου τι θέλεις.

-Θέλω να με εξηγήσεις τι θα πει η λέξη συμπατρογοσύνθρονο.

Ο δάσκαλος, έπιασε αμέσως το νόημα και χωρίς χρονοτριβή,

-Μιλάει για το Χριστό- του λέγει- που κάθεται στον ίδιο θρόνο με το Πατέρα.

-Μπράβο δάσκαλε! Μπράβο δάσκαλε! Αυτό είναι, του είπε με δυνατή φωνή που ακούστηκε σ’ ολόκληρη την αίθουσα του Καφενείου. Έτσι λοιπόν η λέξη Συμπατρογοσύνθρονο, που σταχυολόγησε ο Νεωκόρος από τα εκκλησιαστικά βιβλία υπήρξε αφορμή να παραδεχθεί ο Μπάρμπα-Στάθης τη φιλομάθεια του δασκάλου και να τον ανεβάσει αρκετά ψηλά στη συνείδηση του μικρού χωριού του Θεσσαλικού Κάμπου.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου