ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η περιπέτεια του αρρωστιάρη Δημητράκη και o παθιασμένος έρωτάς του με τη γειτονοπούλα

η-περιπέτεια-του-αρρωστιάρη-δημητράκ-21062

Του Νίκου Τσεκούρα, Δάσκαλου

Ο μπάρμπα-Νικόλας, από κάποιο χωριό του νομού Καρδίτσας, ήταν φτωχός οικογενειάρχης και συνάμα, πολύτεκνος. Είχε 3 αγόρια και δυο τσούπρες. Τη Λενιώ και τη Βαγγελιώ, που ήτανε πεντάμορφες.

Τα προπολεμικά χρόνια, οι Θεσσαλοί Καραγκούνηδες, πάντρευαν τα παιδιά τους μόλις συμπλήρωναν τα 15 τους χρόνια, με σκοπό να κάνουν πολλά παιδιά για νάχουν πολλά εργατικά χέρια, για να προφτάνουν να τελειώνουν γρήγορα τις δουλειές τους, πριν ξεσπάσουν τα κακά καιρικά μπουρίνια που θα τους χαλούσαν τις σοδειές τους.

Τα δυο πρώτα αγόρια γεννήθηκαν γεροδεμένα και ήταν και εργατικά. Παντρεύτηκαν γυναίκες που είχαν μεγάλη περιουσία και δεν είχαν κανένα οικονομικό πρόβλημα. Μα και για τα δυο κορίτσια του, ο πατέρας τους δεν δυσκολεύτηκε να τα παντρέψει, διότι ήταν πανέμορφα. Έτσι ο πατέρας τους απαλλάχτηκε από κάθε οικονομική υποχρέωση και έπλεε σε πελάγη ευτυχίας.

Η ευτυχία του όμως, δεν κράτησε πολύ, διότι, όταν γεννήθηκε και το τελευταίο παιδί, ο Δημητράκης, αυτός ήταν μεν όμορφος, αλλά και αρρωστιάρης και καθημερινά ξερόβηχε: «Γκαχ! Γκουχ! Γκαχ! Γκουχ!» και τα συνομήλικα παιδιά της γειτονιάς του τον βάφτισαν με το παρατσούκλι «Γκαχανιάρη».

Ο Δημητράκης, όμως, παρά τη θερμασιά του και πριν ακόμη συμπληρώσει τα 15 του χρόνια, ενοχλούσε καθημερινά τον πατέρα του να τον παντρέψει. Ο πατέρας του, όμως, τον συμβούλευε και τον έλεγε – Δημητράκη μ’, είσαι μικρός ακόμη και δεν πρέπει να σε παντρέψω. Κάνε λίγη υπομονή ακόμη και αφού θα κάνεις και μια φαρμακευτική αγωγή με δυναμωτικά φάρμακα, πιστεύω ότι θα σου φύγει η θερμασιά σου και τότε, σε υπόσχομαι, ότι θα σε παντρέψω μ’ ένα καλό κορίτσι.

– Όχι, όχι! πατερούλη μ’, δεν κάνω άλλη υπομονή. Εγώ αγαπάω τη γειτονοπούλα μας την Αφρούλα και θα την παντρευτώ. Είναι καλό κορίτσι και θα κάνουμε καλή οικογένεια. Πρέπει όμως, να παντρευτώ γρήγορα την Αφρούλα διότι άκουσα από φίλους της γειτονιάς μας, ότι ο πατέρας της, θέλει να την παντρέψει μ’ ένα παιδί από τον απάν’ μαχαλά.

Οι γονείς του, όμως, μπροστά στην επίμονη επιθυμία του, αναγκάστηκαν και τον πάντρεψαν με την ερωμένη του.

Αφού έγινε ο γάμος τους, ο Δημητράκης και η Αφρούλα κλείστηκαν μέσα στο νυφικό δωμάτιο, κλείδωσαν και την πόρτα για να μην τους ενοχλήσει κανένας. Ο ερωτιάρης Δημητράκης, παρά τη θερμασιά του, μόλις πέσανε με την Αφρούλα στο νυφικό κρεβάτι τους, δεν έχασε καιρό. Άρχισε αμέσως τις αδύναμες σεξουαλικές του δραστηριότητες, χωρίς να κάνει ούτε μια μικρή διακοπή για να ξεκουραστεί. Κάποια όμως στιγμή, εξαντλήθηκε και δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του.

Αφού πέρασαν τρία μερόνυχτα και από μέσα από το δωμάτιό τους δεν ακούστηκε ούτε ένα «κιχ» που λέει κι ο λόγος, οι γονείς του ανησυχήσανε.

Το πρωί της επόμενη μέρας, η μητέρα του πήγε και χτύπησε διακριτικά την πόρτα του νυφικού δωματίου τους αλλά δεν πήρε καμιά απάντηση. Επειδή, όμως, ανησυχούσε, σοφίστηκε το εξής έξυπνο κόλπο. Πήγε ξανά έξω από την πόρτα και ξερόβηξε δυο-τρεις φορές δυνατά, για να ακούσουν και να καταλάβουν ότι κάποιος είναι έξω από την πόρτα και περιμένει να του ανοίξουν. Δυστυχώς, όμως, το ζευγάρι, δεν απάντησε και πάλι.

Ύστερα, όμως από αυτή τη μεγάλη αδιαφορία τους, ο πατέρας του εκνευρίστηκε και πήγε ο ίδιος. Χτύπησε την πόρτα δυνατά και φώναξε: – Δημητράκ’, ε! Δημητράκ’, άνοιξε την πόρτα γρήγορα. Άμα δεν την ανοίξεις, θα την σπάσω. Είναι ανάγκη να πάμε σήμερα στο χωράφι για να μαζέψουμε το καλαμπόκι, πριν βρέξει και χάσουμε τη σοδειά μας. Σήκω σου λέω γρήγορα!.

Μετά, όμως, από μια μικρή καθυστέρηση, ο προκομμένος γιος του, άνοιξε την πόρτα και είπε ξεψυχισμένα στον πατέρα του: – Αχ! Αχ! πατερούλη μ’, μη με μαλώνεις, αρρώστησα, κόπκαν τα ποδάριαμ’ και δεν μπορώ να σταθώ όρθιος.

Ο πατέρας του, αφού άκουσε την κλαψιάρικη ομολογία του, τον λυπήθηκε και αφού στη συνέχεια συζητήσανε και με τη γυναίκα του το πρόβλημά του, πήραν την απόφαση να μην τον παίρνουν κοντά τους στις γεωργικές δουλειές, αλλά να τον αφήσουν φύλακα στο σπίτι τους για να μην πάει κανένας κλέφτης και τους ληστέψει το σπίτι τους. Επί πλέον, τον πρόσταξαν και κάθε πρωί, να κάθεται μπροστά στην είσοδο του σπιτιού και να κυνηγάει και τις κότες, που τρύπωναν κρυφά μέσα στο σπίτι τους και τρυπούσαν τα τσουβάλια που μέσα περιείχαν καλαμπόκι και συνάμα κουτσουλούσαν και θα βρωμοκοπούσε και το σπίτι τους.

Ο Δημητράκης, αφού άκουσε τη νέα πρόταση των γονιών του, συμφώνησε, πήγε στην αποθήκη και αφού βρήκε ένα μακρύ καλάμι, το πρωί της επόμενης μέρας, ανέλαβε τα νέα καθήκοντά του. Όσες κότες προσπαθήσουν να τρυπώσουν κρυφά μέσα στο σπίτι, σήκωνε ψηλά το καλάμι και τις φοβέριζε, φωνάζοντας δυνατά: Ξου! Ξου! Έτσι, οι κότες φοβότανε και γύριζαν άπραγες στην αυλή του σπιτιού τους.

Ένα, όμως, ηλιόλουστο πρωινό, όπως καθότανε στην είσοδο του σπιτιού τους, η αντηλιά τον ζάλισε και τον πήρε ο ύπνος. Ξαφνικά, όμως, άκουσε δυνατά κλαψιάρικα κακαρίσματα και ξύπνησε. Όταν όμως, άνοιξε τα μάτια του, είδε τον αρχικόκορα να έχει πιασμένη από το λειρί μια καλοθρεμμένη πουλάδα, να κάθεται πάνω στη ράχη της και να κάνει έρωτα, παρά τις αντιδράσεις της.

Ο Δημητράκης όταν είδε το θέαμα αυτό, ξεκαρδίστηκε στα γέλια, διότι θυμήθηκε και τη δική του ερωτική περιπέτεια. Αφού σήκωσε απειλητικά το καλάμι του, φώναξε δυνατά: – Κόκορα, έ κόκορα! Κατέβα, κατέβα γρήγορα από την πουλάδα. Φτάνει για σήμερα, Ταχιά πάλι, συνεχίζεις. Άμα δεν κατέβεις θα πω τον πατέραμ’ να σε παντρέψ’ και σένα και θα παθ’ς και συ, ό,τι έπαθα και εγώ, όταν ήμουνα νιόπαντρος.

Ο κόκορας όμως, παρά τις συμβουλές του Δημητράκη, συνέχιζε τις σεξουαλικές του δραστηριότητες, χωρίς να κάνει καμιά μικρή διακοπή για να ξεκουραστεί.

Κάποια όμως, στιγμή, οι δυνάμεις του – τον εγκατέλειψαν – και έπεσε κάτω αναίσθητος και σε λίγο, άφησε και την τελευταία πνοή του.

Οι κότες, μόλις είδαν το απρόσμενο και φρικτό θέαμα, πικράθηκαν. Έσκυψαν τα κεφάλια τους και άρχισαν να σιγοκακαρίζουν πένθιμα, για το χαμό του κηδεμόνα τους.

Φίλοι μου αναγνώστες, κλείνοντας το παρόν δημοσίευμά μου, πιστεύω ότι με βάση τα όσα έπαθε ο Δημητράκης και ο υπερσεξουαλικός κόκορας, πρέπει κι εμείς σε όλα τα πράγματα και σε κάθε ενέργειά μας, να έχουμε το μέτρο, διότι αλλιώς, θα έχουμε την τύχη, των προαναφερομένων ηρώων…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου