ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Υπερφορολόγηση και ιδιωτική κατανάλωση

υπερφορολόγηση-και-ιδιωτική-κατανάλ-25227

Του Ευθύμιου Ζιγγιρίδη,

BEng MSc AMIEE MILT, Συμβούλου Στρατηγικών Επενδύσεων


Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην τελευταία έκθεσή της αναφέρει πρωτογενή πλεονάσματα στην Ελλάδα στο 3,7% του ΑΕΠ (σε όρους Eurostat) φέτος και το 2019. Ωστόσο εκτίμηση των τεχνοκρατών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι ότι και φέτος η αύξηση του ΑΕΠ θα διαμορφωθεί στο 1,9% (σε σχέση με 2,5% που εκτιμούσε πριν), έναντι 2% εκτίμησης του ΟΟΣΑ και 2,3% πρόβλεψης στην οποία βασιζόταν μέχρι σήμερα η κυβέρνηση για το νέο μεσοπρόθεσμο προϋπολογισμό που συντάσσει (και προφανώς πλέον πρέπει να προσαρμοσθεί). Για το 2019 υπολογίζει την ανάπτυξη στο 2,3%. Ένα βασικό στοιχείο το οποίο συμβάλλει σημαντικά στην παραγωγή πλεονασμάτων (ψευδών) είναι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα οι οποίες ανήλθαν στα 3,409 δισ. ευρώ στο τέλος Μαρτίου, σημειώνοντας αύξηση κατά 13.000.000 ευρώ σε σύγκριση με το ύψος, στο οποίο είχαν διαμορφωθεί στο τέλος Φεβρουαρίου

Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν δέχεται πιέσεις που συνδέονται με τα υπερ-πλεονάσματα (που προκάλεσε η υπερφορολόγηση) και γίνονται φανερά από έναν δείκτη: την κατανάλωση η οποία αυξήθηκε μόνο κατά 0,1% πέρυσι και αναμένεται να διατηρήσει χαμηλές «πτήσεις» στο 0,5% φέτος και στο 0,9% το 2019. Στο κείμενο της Επιτροπής η πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης «υποδηλώνει ότι τα νοικοκυριά μπορεί να είναι πιο πιεσμένα οικονομικά από ό,τι είχε υποτεθεί προηγουμένως και ότι η βελτίωση σε όρους απασχόλησης θα πάρει πιο πολύ χρόνο για να μετατραπεί σε αύξηση της κατανάλωσης». Με απλά λόγια αφού όλα τα δίνουν σε φόρους και κοινωνική ασφάλιση δεν έχουν χρήματα να ξοδέψουν για ρούχα παιχνίδια κτλ.

Αυτό που μπορεί να συμπεράνει κάποιος είναι ότι η ανάπτυξη δεν υπάρχει περίπτωση να έρθει από αυξημένη ιδιωτική κατανάλωση ή από μειώσεις σε λειτουργικά έξοδα του δημοσίου τομέα. Η επενδυτική δαπάνη αναμένεται να αποτελέσει το 2018 και το 2019 το βασικό παράγοντα μεγεθύνσεως της οικονομίας.

Η επενδυτική δαπάνη θα πρέπει να υποστηριχθεί από το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και την βελτίωση των συνθηκών ρευστότητος, μετά την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα. Πέραν των σημαντικών χρηματοδοτικών πηγών και των εργαλείων που αναμένεται να αξιοποιηθούν τα επόμενα έτη στο πλαίσιο του Προγράμματος για την Αναπτυξιακή Στρατηγική για την κάλυψη του επενδυτικού κενού (όπως τα διαρθρωτικά κοινοτικά ταμεία και το Juncker Plan, το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, ο αναπτυξιακός νόμος, οι διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές και φυσικά το εγχώριο τραπεζικό σύστημα) καθοριστικής σημασίας είναι η ενίσχυση των άμεσων ξένων επενδύσεων μέσω της μειώσεως της αβεβαιότητας και της ενδυναμώσεως της κλίματος εμπιστοσύνης στη χώρα. Ωστόσο για να μπορέσουν όλα αυτά να υλοποιηθούν με επιτυχία χρειάζεται πολιτική και οικονομική σταθερότητα, κάτι το οποίο μεταφράζεται σε μία αξιόπιστη κυβέρνηση την οποία οι επενδυτές θα μπορέσουν να πιστέψουν προκειμένου να επενδύσουν και σε μεταρρυθμιστικά μέτρα σε θέματα δημόσιας διοίκησης, φορολογίας και κοινωνικής ασφάλισης.

Η Ελλάδα δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί σε γοργούς ρυθμούς όσο η Ευρώπη και η Αμερική βρίσκονταν σε τροχιά αναπτυξιακής πορείας. Τώρα που το πετρέλαιο και τα επιτόκια {LBOR} αυξάνονται και μαύρα σύννεφα εμφανίζονται στον ουρανό της Ευρώπης λόγω διογκωμένων τιμών στις αγορές, του προστατευτισμού στο εμπόριο, της σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής, της αβεβαιότητας στην Ελλάδα και την Ιταλία, καθώς και της συνεχιζόμενης αδυναμίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, πως πιστεύει η Ελληνική Κυβέρνηση ότι θα πετύχει ακόμη και τους πτωτικά αναθεωρημένους στόχους; Δύο λύσει υπάρχουν. Η μία είναι να αναθεωρήσει ριζικά το μίγμα αναπτυξιακής πολιτικής που ακολουθεί αφού το υφιστάμενο είναι καταστροφικό είτε να αποχωρήσει και να επιτρέψει σε άλλη κυβέρνηση να προσπαθήσει να οδηγήσει την οικονομία σε ήρεμα νερά.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου