ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Μεγάλη Εβδομάδα

μεγάλη-εβδομάδα-57578

Της Αμαλίας Καπότση,

για την Ηπειρωτική Αδελφότητα

Σ’ εκείνη τη μικρή γειτονιά στην όμορφη εκείνη πόλη, την άνοιξη μοσχομύριζε ο τόπος ζουμπούλια και πασχαλιά και το στενό καλντερίμι φρεσκοβαμμένη ασβέστη.

Ερχόταν η βδομάδα των Βαγιών, βλέπετε. Μετά από ένα βαρύ χειμώνα με πολύ κρύο και πολλά χιόνια οι γειτόνισσες ανακουμπόνανε τα μανίκια.

Αερίζανε τα κλεισμένα από το αγιάζι σπίτια, καθαρίζανε με συρματόβουρτσα τα πατώματα. Ξεσκονίζανε τον μπουχαρά και βάφανε τις γλάστρες στις αυλές.

Ερχότανε η βδομάδα των Βαγιών

Τις δουλειές τις κάνανε νωρίς. Τίποτε δεν αφήνανε για την Μ. Βδομάδα. Η Μ. Βδομάδα ήταν μόνο για εκκλησία – πρωί βράδυ και περισυλλογή.

Νηστεία, μετάνοια, μεταλαβιά. Τίποτε άλλο. Την Κυριακή των Βαγιών είχαν τελειώσει όλες οι δουλειές.

Μόνο τα κουλούρια και τ’ αυγά τα κόκκινα γινότανε την Μ. Βδομάδα. Μόνο τα κουλούρια φτιάχναμε Μ. Δευτέρα ή Μ. Τρίτη για να είναι φρέσκα για την Λαμπρή. Το Γιαννιώτικο κουλούρι, απαραίτητο για το Πασχαλινό τραπέζι. Επρεπε να είναι μεγάλο, αφράτο, ραντισμένο με ροδόνερο και ζάχαρη άχνη. Ολη η γειτονιά στο πόδι. Ιεροτελεστία να φτιαχτούν τα κουλούρια.

Εμείς είχαμε, τα παιδιά, ένα ύψιστο καθήκον και καμαρώναμε πολύ γι’ αυτό.

Πηγαίναμε τις τεράστιες λαμαρίνες στο φούρνο. Δεν υπήρχανε, βλέπετε, ηλεκτρικές κουζίνες, τότε στα σπίτια μας. Πολύ προσεκτικά να μην κουνιούνται οι λαμαρίνες και χαλάνε τα σχέδια. Στο φούρνο της γειτονιάς. Εξυπηρετούσαμε έτσι, με χαρά πολύ όλες τις γειτόνισσες και έτσι προσφέραμε και μεις στη συλλογική προετοιμασία.

Τα κόκκινα αυγά. Όχι μπλε, πράσινα, κίτρινα.

Ηταν μόνο κόκκινα. Πάλι εμείς τα παιδιά τα τυλίγαμε σε παλιές κάλτσες προσεχτικά με λουλούδια γύρω – γύρω. Πανσέδες, μαργαρίτες κ.α. Ετσι καλοβαμμένα κόκκινα αυγά με αποτυπωμένα τα σχέδια των λουλουδιών πάνω τους στόλιζαν τις φουντανιέρες στα τραπέζια.

Τον Λάζαρο τον έλεγαν μόνο τα αγόρια. Κατεβαίνανε τ’ αγόρια από τα χωριά με κουδούνια. Ενα ξεχωριστό και μοναδικό έθιμο του τόπου μας.

Τα παιχνίδια μας την Μ. Παρασκευή ήταν ήσυχα βγαίνανε οι ηλικιωμένες γειτόνισσες και γλυκά μας έλεγαν: «Παιδιά ήσυχα σήμερα τα παιχνίδια σας. Οχι πολλά γέλια. Πέθανε ο Θεός μας».

Αυτή η απλή και μεγαλειώδης θεολογία των ταπεινών ανθρώπων. Χριστιανισμός σημαίνει τρόπος ζωής. Ολα τα μάθαμε τότε παιδιά και έτσι απλά και όμορφα ριζώνουνε όλα μέσα μας και κανείς δεν μπορεί να μας τα ξεριζώσει.

Την Μ. Παρασκευή η μάνα, εκείνος ο υπέροχος άγγελος, που δεν υπάρχει πια, δεν έστρωνε τραπέζι. Ποτέ. Ολα τα άλλα μεσημέρια το τραπέζι ήταν έτοιμο την καθορισμένη ώρα, εκτός της Μ. Παρασκευής.

Απλές, καθημερινές συνήθειες, στ’ αλήθεια, που δυστυχώς χάνονται. Οι πιο όμορφες ώρες όμως που ζούσαμε. Ητανε οι ώρες του ολονυχτίου δίπλα στον νεκρό Ιησού. Ολες οι γειτόνισσες εκεί και μείς τα παιδιά της γειτονιάς. Ως το ξημέρωμα.

Αλλες με τις Πασχαλιές στολίζανε τον επιτάφιο τη ενορίας μας της Αγίας Μαρίνας. Αλλες ψέλνανε ψαλμούς. Και μεις τα παιδιά, μας βάζανε να λέμε προσευχές, ψαλμούς, ποιήματα.

Ετσι μάθαμε τον τυφλό του Ευαγγελίου (ΠΟΛΕΜΗ) αριστούργημα της Ορθόδοξης ποίησης.

Τι είναι η βοή στο Γολγοθά που κόσμος τρέχει επάνω, πηγαίνουν να σταυρώσουν δύο μαζί με κάποιον πλάνο. Ποιοι νάναι οι δύο που εκδικητής ο χάρος τους προσμένει;

Κλέφτες, φονιάδες άρπαγες κακούργοι ξακουσμένοι.

Και ποιος ο πλάνος που κι αυτός θα σταυρωθεί μαζί τους, τους

Φαρισαίους ρώτησε είναι δουλειά δική τους.

-Θα πάω να δω.

Είπα να δω και ήρθαν στο νου μου πάλι τα χρόνια που ήμουν τυφλός

Εσείς, εσείς οι άλλοι

Δεν ξέρετε πόσο η ψυχή μένει στα στήθη άδεια

Όταν με μάτια ορθάνοιχτα βαδίζει στα σκοτάδια

-πως τη θυμούμαι τη στιγμή που εστάθη αυτός μπροστά μου και μ’ ενσπλαχνίση και έσκυψε πήρε πηλό από χάμω μ’ απλώνοντας τα μάτια μου με τον πηλό εκείνο μούπε να πάω στου Σιλωάμ την στέρνα να τα πλύνω – μόλις που πρωταντίκρυσα τον Φωτοδότη εμπρός μου στα μάτια του είδα μαζί τις ομορφιές του κόσμου.

-Χαμογελούσε και έλαμπε το κάθε κίνημά του. Φως τα χείλη και η φωνή τα μάτια και η ματιά του. Στα χείλη του η παρηγοριά στα μάτια του η ελπίδα. Εστρεψα τότε ολόγυρα τα δυό μου μάτια και είδα κάθε που ζει και που δεν ζει. Και είδα παντού γραμμένη στα μάτια του λες και ήτανε καθρέφτης η οικουμένη.

-Φως η ζωή. Χαρά το φως. Ας πάω να δω τον πλάνο που θα κρεμάσουν στο Σταυρό κατά τον λόφο επάνω.

…. Κόσμος περιγελάσματα κι οχλαγωγή κι αντάρα χίλιες φωνές σαν μια φωνή κι όλες σαν μια κατάρα που πάει; Σπρώχνει σπρώχνεται και πνίγεται και πνίγει και σταματά προσμένοντας. Παράμερα ξανοίγει – τρεις μαυροφόρες να κρατούν μια λιγοθυμισμένη – θε νάναι μάνα η δύστυχη.

Ξάφνου με μιας σωπαίνει το πλήθος που ανταριάζουν γκαπ – γκουπ — κρότοι πνιγμένοι μεσ’ τα βογγητά — που υψώνονται οι δύο πρώτοι Σταυροί.

Γκουπ – γκουπ ξανασταυρώνουν. Μα βόγγος δεν ακούγεται. Ναι και τον τρίτο υψώνουν.

Πώς !!! Συ που μούδωσες το φως!!! Εσένα πλάνο λένε;

Κι ήταν γραφτό στα μάτια μου να βλέπουν και να κλαίνε;

Τι να τα κάνω και της γης και τ’ ουρανού τα κάλλη. Πάρε το φως που μου ‘δωσες και τύλφωσέ με πάλι.

Χάθηκε η Πασχαλιά

Χάθηκε και το γιασεμί

Το καλντερίμι σκεπάστηκε με τσιμέντο

Όλα άλλαξαν σε κείνη τη μικρή γειτονιά, σε τούτη την όμορφη πόλη

Εφυγε ο πατέρας

Εφυγε η μάννα

Φύγανε και οι γειτόνισσες όλες

Λες και πήρε κάθε μια κάτι μαζί της

Άλλη . τις πασχαλιές, άλλη τα ζουμπούλια της και άλλη το γιασεμί της

Κι έτσι απλά και ήσυχα και γαλήνια φύγανε για το αιώνιο ταξίδι

Όλα χάθηκαν

Όλα έφυγαν

Όλα άλλαξαν

Κι όμως τίποτα τελικά δεν χάθηκε

Ριζώσανε όλες και όλα βαθιά μεσ’ την ψυχή μας

Ο χριστιανικός τρόπος ζωή σας

Η ταπεινή θεολογία σας

Οι απλές και όμορφες συνήθειές σας

Και τίποτε και κανείς δεν μπορεί να τα ξεριζώσει από μέσα μας

Ας είστε ευλογημένοι στο μακρινό σας ταξίδι

Ο Θεός να δώσει μια τέτοια Μ. βδομάδα να ζήσουμε

Όπως τότε σε κείνη τη μικρή γειτονιά σε κείνη την όμορφη πόλη

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου