ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ω γλυκύ μου έαρ…

ω-γλυκύ-μου-έαρ-57596

Της Νατάσας Λαμπρινάκου, Κλασική Φιλόλογος

[email protected]

Όπου «έαρ» είναι σαφώς η άνοιξη. Αλλά γιατί γλυκιά; Γιατί με άνοιξη παρομοιάζεται στα υπέροχα θρηνητικά εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής ο Χριστός. Όπως η άνοιξη με τον ερχομό της «ανοίγει» τον καιρό (γι’ αυτό και την λένε άνοιξη) και θέτει σε κίνηση την φύση και τα έμβια όντα, έτσι και ο Χριστός άνοιξε τον δρόμο σε νέες νοοτροπίες και αντιλήψεις. Όσο κι αν εμείς ακούμε «αναρχία» και το μυαλό μας πάει απευθείας στα Εξάρχεια, σε ματ και δακρυγόνα, ο πλέον αναρχικός όλων των εποχών ήταν ο Χριστός. Τα έβαλε με γραμματείς και φαρισαίους, συγχώρεσε την πόρνη, εξύψωσε την γυναίκα και την θέση της κάνοντάς την μητέρα Του και μαθήτριά Του, γκρέμισε το εμπόριο του ναού και κυρίως ανέτρεψε όχι μόνο συνειδήσεις αλλά και όλα αυτά που μέχρι τότε θεωρούνταν ως θέσφατα.

Κι όμως είναι τόσο αντιφατικό να παρομοιάζεται με «έαρ» Αυτός που «ως ανίδεος νεκρός καταφαίνεται». Μου θυμίζει τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Διονυσίου Σολωμού, όπου ο ποιητής αποτυπώνει την αιματοχυσία και τον πόλεμο συνάμα με το «μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη». Πώς γίνεται, λοιπόν, ο «πνοής μοι χορηγός» να παρομοιάζεται με άνοιξη την στιγμή που «άπνους φέρεται»; Είναι εντελώς οξύμωρο, αλλά όχι παράλογο αν ιδωθεί υπό το πρίσμα της επερχόμενης Ανάστασης. Τα εγκώμια πάντα με μάγευαν και με ανατρίχιαζαν. Πώς μπορείς, άλλωστε, να μένεις ασυγκίνητος στο άκουσμα του «ο δεσπότης πάντων καθοράται νεκρός και εν μνήματι καινώ κατατίθεται ο κενώσας τα μνημεία των νεκρών»; Πρόκειται, όμως, για θρηνητικά άσματα που πέρα από την συγκινησιακή φόρτιση και το δέος που προκαλούν παρουσιάζουν τεράστιο ενδιαφέρον και από επιστημονικής άποψης.

Αν και παραμένει άγνωστο το πότε γράφτηκαν και από ποιον ή από ποιους, καθώς δεν έχει μελετηθεί η χειρόγραφη παράδοση, για την οποία στην συγκεκριμένη περίπτωση οι πληροφορίες είναι πολύ συγκεχυμένες, πιθανολογείται ότι συντέθηκαν κατά τα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου, δηλαδή κατά τους παλαιολόγειους χρόνους. Ωστόσο, τα τρία αυτά θρηνητικά στάσιμα βρίθουν από λέξεις ορμώμενες από την αρχαία ελληνική παράδοση. Λέξεις που χρονολογούνται πολλούς αιώνες πριν την σύνθεσή των εγκωμίων και τοποθετούνται τον 5ο αιώνα, λέξεις ομηρικές που ανάγονται τον 8ο προχριστιανικό αιώνα, εκφραστικά μέσα και ρητορικά σχήματα είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία που φανερώνουν την επίδραση που είχε η αρχαία ελληνική στην βυζαντινή γραμματεία. Πώς, βέβαια, θα μπορούσε να μην έχει επηρεαστεί, την στιγμή που οφείλουμε πολλά από τα χειρόγραφα και τους κώδικες που μας σώζονται σε γραμματείς και μοναχούς των βυζαντινών χρόνων, οι οποίοι ανέλαβαν να μεταγράψουν όσα αρχαία χειρόγραφα είχαν διασωθεί μέχρι τότε. Ήρθαν σε επαφή μαζί τους και αυτό είχε ως συνέπεια αυτήν την αλληλεπίδραση, όσο σκανδαλώδης κι αν ήταν δεδομένου ότι αντιγράφηκαν από μοναχούς ακόμη και χειρόγραφα αριστοφανικών κειμένων.

Παρόλα αυτά, δεν είναι μόνο η γλώσσα που έχει κοινά σημεία, αλλά και οι ανάγκες των ανθρώπων. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να θρηνήσουν τον «Δεσπότη πάντων», τον δάσκαλό τους. Η «Παρθένος ανεβόα γοερώς: πότε ίδω, Σώτερ, σε το άχρονον φως, την χαράν και ηδονήν της καρδίας μου;», γιατί ως μάνα έχει ανάγκη να θρηνήσει το παιδί της που ταυτόχρονα είναι και Θεός της. Διαπιστώνουμε, έτσι, ότι οι λέξεις μένουν αναλλοίωτες, γιατί αναλλοίωτες παραμένουν οι ανάγκες, τις οποίες εξυπηρετούν. Κι όπως θρηνούμε για τον Θεό μας, ας σκεφτούμε ότι Εκείνος παρόλο το Πάθος Του την ώρα της Σταύρωσης συγχώρεσε! Ο Χριστός! Την ώρα που άφηνε την τελευταία Του πνοή. Εμείς οι θνητοί, οι βροτοί που θα έπρεπε να διακατεχόμαστε όλον τον χρόνο από ταπείνωση, τι κάνουμε; Ακόμη και σήμερα, έχουμε την ανάγκη να σταυρώσουμε, όπως σταύρωσαν τον Χριστό οι θνητοί εκείνης της εποχής. Έτσι είναι … οι ανάγκες των ανθρώπων – είτε για θρήνο είτε για σταύρωση – από όποια άποψη και αν τις δούμε μένουν αναλλοίωτες στον χρόνο! Καλή Ανάσταση!

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου