ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Γυρίζοντας στο παρελθόν

γυρίζοντας-στο-παρελθόν-469104

Του Κων. Απ. Σουλιώτη, επ. λυκειάρχη

Μύθι μύθι παραμύθι

το κουκί και το ρεβίθι

και που κρύψανε τη νύφη;

από κάτ’ απ’ το κρεββάτι

ήρθ’ ο λύκος μ’ ένα μάτι…

Η ώρα της ελευθερίας. Το παραμύθι μας έσωσε. Πέσαμε απ’ την κοιλιά της μάνας μας σε χρόνους δίσεχτους και μήνες οργισμένους. Φτώχεια μεγάλη και μόρφωση μικρή. Φόβος και λαχτάρα. Κι όμως, όλα τα προσπεράσαμε χωρίς τα πολυσυζη­τημένα και πολυθρύλητα παιδικά σημερινά ψυχολογικά τραύματα. Ανδρωθήκαμε, πολεμήσαμε τη ζωή, υποτάξαμε στη θέλησή μας τις αντιξοότητες και όλα αυτά νομίζω, ότι τα κατορθώσαμε με την ικανότητα που είχε η γενιά μας να επικοινωνεί, με τη συναί­σθηση που είχε ότι είναι μέσα στους πολλούς και οι πολλοί μέσα στον καθένα μας. Δε σήκω­νε κανείς μόνος του το βάρος της ύπαρξής του κι ας ήταν δύσκολοι οι καιροί. Σε ολονών τα αυτιά βούιζαν οι στίχοι του ποιήματος του Γ. Αθάνα «ΟΙ ΧΩΡΙΑΝΟΙ»:

Όλοι μάς γνωριζόμαστε από μικρά παιδιά, – Με το μικρό του τ’ όνομα ένας τον άλλον κράζει…

Όταν έπαιρνε να βραδιάζει συγκεντρωμένοι όλοι μαζί, αφού μια οικογένεια ισοδυναμούσε με μια γειτονιά. Θείες, θείοι, ξαδέρφια, αδέρφια μετά το φαγητό γύρω από το πιο ηλικιωμένο πρόσωπο που ήξερε να διηγεί­ται παραμύθια. Πολλές φορές στο σπίτι διανυχτέρευαν και δυο – τρεις σιαπανήσιοι που είχαν κατεβεί για ψώνια ή για για­τρούς στην Καρδίτσα. Αυτοί ανα­νέωναν το παραμυθιακό μας υλι­κό με καινούργια παραμύθια.

Αρχή του παραμυθιού, καλη­σπέρα σας!

Νια φουρά κι ένα γκιρό… Και μας έπαιρνε το παραμύθι σε τόπους μαγικούς, έξω και μα­κριά από τη μιζέρια και την πεζή πραγματικότητα της καθημερινής ζωής. Δεν είχε τη δυνατότητα να μας αγγίξει πλέον -μικρούς και μεγάλους- κανένα από τα δυσά­ρεστα γεγονότα της ημέρας που πέρασε. «Αρκετόν τη ημέρα η κακία αυτής», λέει ο ψαλμωδός, κι εμείς συμφωνούσαμε απόλυτα μαζί του και εφαρμόζαμε την εντολή του.

Από το γειτονικό δάσος θα κατέβαινε η πονηρή κυρα-Μάρω με τον κυρ-Νικόλα για τις ατέλειωτες περιπέτειές τους. Δεν ήταν δυο τυχαία ζώα, ένας λύκος και μια αλεπού. Ήταν η δική μας κυρα-Μάρω. Είχε όνομα, ανθρώπινη λαλιά και θα χρησιμοποιούσε όλη της την εξυπνάδα για να εξαπατήσει τον αγαθό κυρ – Νικόλα. Στο δρόμο για την απελευθέρωσή μας από τον πεζό κόσμο που μας περιέ­βαλε την ημέρα, ήταν η πρώτη βαθμίδα η προσωποποίηση του λύκου και της αλεπούς, της αρκούδας, της χελώνας, των πουλιών, των γουρουνιών… Το ζωντάνεμα όλου αυτού του ζω­ικού βασιλείου. Ύστερα έρχο­νταν οι βασιλοπούλες και τα βασιλόπουλα, οι παπάδες και οι παπαδιές, οι καλικάντζαροι και οι χρυσομαλλούσες, ο Τσιουτσιουμπός και ο Σκανταλάκος… Και τι δεν έρχονταν!

Ο παραμυθάς ή η παραμυθού δεν κουραζότανε ώρες ολόκλη­ρες να μας μεταφέρει στον κόσμο όπου σπάει κάθε περιο­ρισμός. Μέσα στο σπίτι μας και στη φαντασία μας περνούσαν ρηγόπουλα και αφεντόπουλα, πλούσιοι και φτωχοί, νάνοι και γίγαντες, δράκοι και κοντορεβυθούληδες, μάγισσες και μάγοι. Τίποτε αδύνατο! Ζώα μιλούσαν, άνθρωποι πετούσαν, τραπέζια γέμιζαν φαγητά κάθε λογής με μια λέξη, πύργοι άστραφταν από χρυσό, κρύσταλλο και ασήμι. Οι μεγάλοι ξεχνούσαν τη σκληρή βιοπάλη, τον έμπορο που δεν έπαιρνε σε καλή τιμή τον καπνό, τον πόλεμο που είχε πάρει μα­κριά τα παλικάρια.

Οι μικροί ρουφούσανε κάθε λέξη του παραμυθιού. Όλο αυτιά και μάτια ήμασταν. Αυτό είναι και κυριολεξία, αν λάβει κανείς υπό­ψη του ότι με δυσκολία χορταί­ναμε το ψωμί και ήμασταν και κουρεμένοι στον πάτο (σύρριζα). Καθισμένοι κατάχαμα χωρίς το φόβο να τσαλακώσουμε τα πα­ντελόνια μας. Χιλιομπαλωμένα ήταν και χιλιοφορεμένα, στην αρχή από τον πρώτο αδερφό, μετά το φορούσε ο δεύτερος, στον τρίτο έφτανε κομμένο μέχρι το γόνατο κι αν κι άλλα παιδιά εξακολουθούσε η σταδιο­δρομία του. Αν τύχαινε στην παιδική ομήγυρη και κανένα σα­κάκι ή παλτό, αμερικάνικο ή της Ούντρας θα ήταν σίγουρα. Τα παπούτσια ήταν πολυτέλεια. Με τσιρέπια κυκλοφορούσαμε το χειμώνα και ξυπόλητοι το καλοκαίρι. Αν τύχαινε καμιά φορά να μας αγοράσουν και κάνα ζευγάρι παπούτσια, ήταν τρία νούμερα παραπάνω για να τα φοράμε πολλά χρόνια, μόνο τις Κυριακές.

Ούτε πολιτικές συζητήσεις, ούτε ειδήσεις από την τηλεόρα­ση ψυχοφθόρες και χρονοβόρες, ούτε χώρια οι γενιές άλλοι στις καφετέριες, άλλοι στα μπαρ κι άλλοι στις ντίσκο. Όλοι μαζί στην ψυχαγωγία, όλοι μαζί στο δρόμο της ελευθερίας. Η γενιά μας είχε τη δυνατότητα να σπάει όλες τις δεσμεύσεις. Συντάσσεται με τη γνώμη του Διονύση Σαββόπουλου: «αν δεν παραμυθιαστούμε, δε θα λευτερωθούμε».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου