Του Κων. Απ. Σουλιώτη, επ. λυκειάρχη
Μύθι μύθι παραμύθι
το κουκί και το ρεβίθι
και που κρύψανε τη νύφη;
από κάτ’ απ’ το κρεββάτι
ήρθ’ ο λύκος μ’ ένα μάτι…
Η ώρα της ελευθερίας. Το παραμύθι μας έσωσε. Πέσαμε απ’ την κοιλιά της μάνας μας σε χρόνους δίσεχτους και μήνες οργισμένους. Φτώχεια μεγάλη και μόρφωση μικρή. Φόβος και λαχτάρα. Κι όμως, όλα τα προσπεράσαμε χωρίς τα πολυσυζητημένα και πολυθρύλητα παιδικά σημερινά ψυχολογικά τραύματα. Ανδρωθήκαμε, πολεμήσαμε τη ζωή, υποτάξαμε στη θέλησή μας τις αντιξοότητες και όλα αυτά νομίζω, ότι τα κατορθώσαμε με την ικανότητα που είχε η γενιά μας να επικοινωνεί, με τη συναίσθηση που είχε ότι είναι μέσα στους πολλούς και οι πολλοί μέσα στον καθένα μας. Δε σήκωνε κανείς μόνος του το βάρος της ύπαρξής του κι ας ήταν δύσκολοι οι καιροί. Σε ολονών τα αυτιά βούιζαν οι στίχοι του ποιήματος του Γ. Αθάνα «ΟΙ ΧΩΡΙΑΝΟΙ»:
Όλοι μάς γνωριζόμαστε από μικρά παιδιά, – Με το μικρό του τ’ όνομα ένας τον άλλον κράζει…
Όταν έπαιρνε να βραδιάζει συγκεντρωμένοι όλοι μαζί, αφού μια οικογένεια ισοδυναμούσε με μια γειτονιά. Θείες, θείοι, ξαδέρφια, αδέρφια μετά το φαγητό γύρω από το πιο ηλικιωμένο πρόσωπο που ήξερε να διηγείται παραμύθια. Πολλές φορές στο σπίτι διανυχτέρευαν και δυο – τρεις σιαπανήσιοι που είχαν κατεβεί για ψώνια ή για γιατρούς στην Καρδίτσα. Αυτοί ανανέωναν το παραμυθιακό μας υλικό με καινούργια παραμύθια.
Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα σας!
Νια φουρά κι ένα γκιρό… Και μας έπαιρνε το παραμύθι σε τόπους μαγικούς, έξω και μακριά από τη μιζέρια και την πεζή πραγματικότητα της καθημερινής ζωής. Δεν είχε τη δυνατότητα να μας αγγίξει πλέον -μικρούς και μεγάλους- κανένα από τα δυσάρεστα γεγονότα της ημέρας που πέρασε. «Αρκετόν τη ημέρα η κακία αυτής», λέει ο ψαλμωδός, κι εμείς συμφωνούσαμε απόλυτα μαζί του και εφαρμόζαμε την εντολή του.
Από το γειτονικό δάσος θα κατέβαινε η πονηρή κυρα-Μάρω με τον κυρ-Νικόλα για τις ατέλειωτες περιπέτειές τους. Δεν ήταν δυο τυχαία ζώα, ένας λύκος και μια αλεπού. Ήταν η δική μας κυρα-Μάρω. Είχε όνομα, ανθρώπινη λαλιά και θα χρησιμοποιούσε όλη της την εξυπνάδα για να εξαπατήσει τον αγαθό κυρ – Νικόλα. Στο δρόμο για την απελευθέρωσή μας από τον πεζό κόσμο που μας περιέβαλε την ημέρα, ήταν η πρώτη βαθμίδα η προσωποποίηση του λύκου και της αλεπούς, της αρκούδας, της χελώνας, των πουλιών, των γουρουνιών… Το ζωντάνεμα όλου αυτού του ζωικού βασιλείου. Ύστερα έρχονταν οι βασιλοπούλες και τα βασιλόπουλα, οι παπάδες και οι παπαδιές, οι καλικάντζαροι και οι χρυσομαλλούσες, ο Τσιουτσιουμπός και ο Σκανταλάκος… Και τι δεν έρχονταν!
Ο παραμυθάς ή η παραμυθού δεν κουραζότανε ώρες ολόκληρες να μας μεταφέρει στον κόσμο όπου σπάει κάθε περιορισμός. Μέσα στο σπίτι μας και στη φαντασία μας περνούσαν ρηγόπουλα και αφεντόπουλα, πλούσιοι και φτωχοί, νάνοι και γίγαντες, δράκοι και κοντορεβυθούληδες, μάγισσες και μάγοι. Τίποτε αδύνατο! Ζώα μιλούσαν, άνθρωποι πετούσαν, τραπέζια γέμιζαν φαγητά κάθε λογής με μια λέξη, πύργοι άστραφταν από χρυσό, κρύσταλλο και ασήμι. Οι μεγάλοι ξεχνούσαν τη σκληρή βιοπάλη, τον έμπορο που δεν έπαιρνε σε καλή τιμή τον καπνό, τον πόλεμο που είχε πάρει μακριά τα παλικάρια.
Οι μικροί ρουφούσανε κάθε λέξη του παραμυθιού. Όλο αυτιά και μάτια ήμασταν. Αυτό είναι και κυριολεξία, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι με δυσκολία χορταίναμε το ψωμί και ήμασταν και κουρεμένοι στον πάτο (σύρριζα). Καθισμένοι κατάχαμα χωρίς το φόβο να τσαλακώσουμε τα παντελόνια μας. Χιλιομπαλωμένα ήταν και χιλιοφορεμένα, στην αρχή από τον πρώτο αδερφό, μετά το φορούσε ο δεύτερος, στον τρίτο έφτανε κομμένο μέχρι το γόνατο κι αν κι άλλα παιδιά εξακολουθούσε η σταδιοδρομία του. Αν τύχαινε στην παιδική ομήγυρη και κανένα σακάκι ή παλτό, αμερικάνικο ή της Ούντρας θα ήταν σίγουρα. Τα παπούτσια ήταν πολυτέλεια. Με τσιρέπια κυκλοφορούσαμε το χειμώνα και ξυπόλητοι το καλοκαίρι. Αν τύχαινε καμιά φορά να μας αγοράσουν και κάνα ζευγάρι παπούτσια, ήταν τρία νούμερα παραπάνω για να τα φοράμε πολλά χρόνια, μόνο τις Κυριακές.
Ούτε πολιτικές συζητήσεις, ούτε ειδήσεις από την τηλεόραση ψυχοφθόρες και χρονοβόρες, ούτε χώρια οι γενιές άλλοι στις καφετέριες, άλλοι στα μπαρ κι άλλοι στις ντίσκο. Όλοι μαζί στην ψυχαγωγία, όλοι μαζί στο δρόμο της ελευθερίας. Η γενιά μας είχε τη δυνατότητα να σπάει όλες τις δεσμεύσεις. Συντάσσεται με τη γνώμη του Διονύση Σαββόπουλου: «αν δεν παραμυθιαστούμε, δε θα λευτερωθούμε».