ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

«Η ερμηνευτική συνοχή ως συνταγματολογική αρετή»

η-ερμηνευτική-συνοχή-ως-συνταγματολ-473083

Του Απόστολου Ι. Παπατόλια, Σύμβουλου ΑΣΕΠ, Διδάκτωρα Δημοσίου Δικαίου (ParisX)

Δεκαοκτώ διακεκριμένοι νέοι επιστήμονες, του πανεπιστημιακού, δικαστικού και δικηγορικού χώρου, εκπρόσωποι της λεγόμενης «τρίτης γενιάς» της ελληνικής συνταγματικής επιστήμης, έφεραν στο φως υπό την επιμέλεια του καθηγητής τη Νομικής, Σπύρου Βλαχόπουλου, ένα ιδιαίτερα σημαντικό συλλογικό έργο με αντικείμενο τα Θεμελιώδη Δικαιώματα. Πρόκειται για μια ολοκληρωμένη προσέγγιση, δηλαδή για ένα ολοκληρωμένο σύστημα περιγραφής και ανάλυσης της θεωρίας και του επιπέδου προστασίας των ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, που έρχεται να προστεθείστο –θρυλικό πια στα χρόνια της μεταπολίτευσης– συνοπτικό εγχειρίδιο Ατομικών Ελευθεριών του Α.Μάνεση, στο «βιβλίο αναφοράς» του Δ. Τσάτσου το 1988, καθώς και στα δύο ολοκληρωμένα συγγράμματα του Πρ.Δαγτόγλου και του Κ. Χρυσόγονου από τις αρχές της δεκαετίας το 2000.

Το σύγγραμμα αυτό βάζει και συμβολικά τέλος στη μνημειώδη κακοδαιμονία των ημιτελών συλλογικών έργων γύρω από την ερμηνεία του Συντάγματος, εγκαινιάζοντας, σε συνδυασμό με ανάλογα πρόσφατα εγχειρήματα συστηματικής συλλογικής ερμηνείας των συνταγματικών διατάξεων, μια νέα περίοδο εξωστρέφειας στη συνταγματική επιστήμη, όπου οι συλλογικοί τόμοι δεν αποτελούν απλώς το άθροισμα των επιμέρους ατομικών επεξεργασιών των συγγραφέων, αλλά απηχούν τη γενικότερη επιστημολογική μέριμνα για ομοιόμορφη επιστημονική προσέγγιση και τήρηση κοινών μεθοδολογικών αρχών και θεωρητικών κατευθύνσεων.

Το σύγγραμμα «Θεμελιώδη Δικαιώματα» αποκτά ξεχωριστή αξία στο μέτρο που θεραπεύει, ούτως ειπείν, το δομικό μειονέκτημα των συλλογικών τόμων, που είναι η απουσία ενιαίας επιστημονικής θεώρησης και κοινής ερμηνευτικής κατεύθυνσης των συνταγματολογικών προσεγγίσεων. Πώς το καταφέρνουν αυτό οι δεκαοκτώ συγγραφείς; Πρώτον, χάρη στην κοινή μέθοδο παρουσίασης. Ακολουθώντας ένα βασικό κορμό έκθεσης, οι συγγραφείς πραγματεύονται διαδοχικά τις νομικές βάσεις, τους φορείς, τους αποδέκτες, το πεδίο προστασίας και τους περιορισμούς των δικαιωμάτων. Πιστοί σ’ αυτό το κοινό μοτίβο, επιλέγουν συνειδητά λιτές διατυπώσεις και διαρθρώνουν την ανάλυσή τους σε αριθμημένες παραγράφους με έμφαση στις νομολογιακές παραπομπές. Αποδίδουν δε ιδιαίτερη σημασία στη χρηστική διάρθρωση των ενοτήτων, διευκολύνοντας τις αναγκαίες συγκρίσεις των δικαιωμάτων και αποφεύγοντας τις αντιφατικές ερμηνευτικές κρίσεις που προκαλούν συγχύσεις. Έτσι, παρά την ποικιλομορφία ή τη διαφορετικότητα του ύφους της κάθε συμβολής, προκύπτει,ως προϊόν νοηματικού και ιδεολογικού αυτοπεριορισμού, μια αξιοπρόσεκτη αφηγηματική συνοχή, πολλαπλώς ωφέλιμη για το αναγνωστικό κοινό και τους νομικούς της πράξης.

Κατά δεύτερο λόγο, η ομοιογένεια του έργου είναι το αποτέλεσμα της συλλογικής προσχώρησης των συγγραφέων σε μια σειρά θεωρητικών παραδοχών που τίθενται προκαταρκτικά από την επιμελητή της έκδοσης Σπύρο Βλαχόπουλο στη μεθοδική θεωρητική Εισαγωγή του. Κρίσιμη για τη νοηματική συνοχή του Τόμου είναι η πρωτότυπη κατηγοριοποίηση των δικαιωμάτων, που υπερβαίνει τα ταξινομικά στερεότυπα και ξαφνιάζει ευχάριστα, χωρίς να υπονομεύει στο ελάχιστο την αρτιότητα της παρουσίασης (δημιουργική υπέρβαση της κλασικής «τριχοτόμησης» του Jellinek). Με ορολογικά ευρηματικό, αναλυτικά λειτουργικό και διδακτικά εύληπτο τρόπο, οι υποδιαιρέσεις των δικαιωμάτων έχουν ως αφετηρία κάποια πρωταρχικά «μητρικά δικαιώματα», όπως η αξία του ανθρώπου, η αρχή της ισότητας και η ελεύθερη ανάπτυξης της προσωπικότητας, ενώ ακολουθούν τα δικαιώματα φυσικής υπόστασης και ιδιωτικού βίου, τα δικαιώματα πνευματικής έκφρασης και τα οικονομικά δικαιώματα. Στη συνέχεια, αναπτύσσονται τα δικαιώματα συλλογικής δράσης, τα κοινωνικά δικαιώματα, τα εν στενή εννοία πολιτικά δικαιώματα και τέλος τα δικαιώματα έννομης προστασίας ως θεμελιώδης θεσμική εγγύηση προστασίας και ελάχιστος κοινός παρονομαστής πραγμάτωσης των δικαιωμάτων όλων των κατηγοριών.

Η ιδέα της ενοποιημένης παρουσίασης των δικαιωμάτων παραπέμπει υπόρρητα στο καθεστώς της ενοποιημένης προστασίας τους υπό το πρίσμα της συνδυαστικής εφαρμογής των συνταγματικών κανόνων, των κανόνων του Ενωσιακού Δικαίου, αλλά και εκείνων του Διεθνούς Δικαίου, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι κανόνες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Κανείς, άλλωστε, δεν αμφισβητεί σήμερα ότι η θεαματική πρόοδος στην προστασία των δικαιωμάτων την τελευταία εικοσαετία οφείλεται κυρίως στην επεκτατική εφαρμογή των κανόνων της ΕΣΔΑ,μέσω της εξελικτικής νομολογίας του Στρασβούργου μετά την αναγνώριση της ατομικής προσφυγής. Η ενοποιητική αυτή τάση στο πεδίο της έννομης προστασίας των δικαιωμάτων καταδεικνύει ότι, παρά τις επί μέρους εθνικές, κοινωνικές, πολιτισμικές ή οικονομικές διαφοροποιήσεις, συγκροτείται ένας κοινός δημόσιος χώρος δεσμευτικής ισχύος συγκεκριμένων κανόνων υπό την εγγύηση και επίβλεψη ορισμένων κοινών οργάνων εφαρμογής.

Βεβαίως, η θεσμική πρακτική της καθημερινής ερμηνείας και εφαρμογής των κανόνων περί δικαιωμάτων μαρτυρεί εξίσου τις σχέσεις ιδεολογικής έντασης που δημιουργούνται, όταν ο δικαστής ή τα εφαρμοστικά όργανα προβαίνουν σε αξιακές διαβαθμίσεις των δικαιωμάτων ή σε στάθμιση και αμοιβαία εξισορρόπηση της κανονιστικής εμβέλειάς τους, όπως πχ.σε περίπτωση σύγκρουσης διαφορετικών δικαιωμάτων ή έννομων αγαθών (η σύγκρουση των δικαιωμάτων με το δημόσιο συμφέρον κατά την κρίση της συνταγματικότητας του Μνημονίου από το ΣτΕ είναι απολύτως χαρακτηριστική). Εκεί, το δίλλημα «πατερναλισμός ή φιλελευθερισμός», ως προερμηνευτική αφετηρία για την κατανόηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, που υπαινίσσεται ο Βλαχόπουλος στην Εισαγωγή του, υποχωρεί δραματικά έναντι του αιτήματος για ορθολογική δικαιολόγηση των αναπόφευκτων περιορισμών της προστασίας που συνεπάγεται η αντικειμενική αδυναμία της πολιτικής εξουσίας να συμπράξει στην πλήρη πραγμάτωση ενός δικαιώματος. Υπό την έννοια αυτή, τα ιδεολογήματα περί οικουμενικότητας των δικαιωμάτων παραχωρούν σταδιακά, σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, τη θέση τους σε περισσότερο τεχνικές ή λειτουργικές εκδοχές της προστασίας των δικαιωμάτων, πάντα σε συνάρτηση με τη δυνατότητα του κράτους να εξισορροπεί τις αντιθετικές επιδιώξεις και να τέμνει τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα.

Η σύγκρουσητων φιλόδοξων διακηρύξεων των δικαιωμάτων με τις πραγματικές συνθήκες της άσκησής τους, δεν αναδεικνύει πια έναν ενιαίο χώρο προστασίας σε μια ενοποιητική σύγχρονη κοινωνία ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά ένα ευρύτατο πεδίο αφενός σχετικοποίησης της κανονιστικής αξίας τους, ανάλογα με τις επιταγές της συγκυρίας και αφετέρου επιλεκτικήςεπίκλησης αξιών, στο πλαίσιο οριοθετημένων κοινωνικοπολιτικών συγκρούσεων.

Ο Τόμος, βεβαίως, αποφεύγει να θέσει τέτοια ζητήματα, δεδομένου του θετικιστικού αυτοπεριορισμού των συγγραφέων, ο οποίος διασώζει εντέλει τον ενιαίο χαρακτήρα της προσέγγισης. Αυτή η θεμελιακή αρετή του Τόμουμας υπενθυμίζει ότι το σύγγραμμα δεν έρχεται απλώς να εμπλουτίσει την υπάρχουσα ελληνική βιβλιογραφία στον τομέα των δικαιωμάτων, αλλά να εγκαινιάσει ένα νέο τρόπο συλλογικής προσέγγισης των συνταγματικών διατάξεων με έμφαση στην αισθητική, μεθοδολογική και θεωρητική συνοχή. Και μόνο γι’ αυτό το λόγο είναι σε θέση να προάγει τη συνταγματική επιστήμη και να δικαιώσει την παρουσία της «τρίτης γενιάς» των Ελλήνων συνταγματολόγων.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου