ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ανέκδοτα της Ρωμιοσύνης. Το ξύρισμα του Πανουργιά

ανέκδοτα-της-ρωμιοσύνης-το-ξύρισμα-το-518663

Του Νίκου Τσεκούρα, Συνταξιούχου Δασκάλου

Ο ΠΑΝΟΥΡΓΙΑΣ ήταν κλεφταρματολός των Σαλώνων (Άμφισσας) και αγωνιστής του 1821 (Δρέμισα, Φωκίδα 1759 – Άμφισσας 1834.

Ο πατέρας του, που καταγόταν από το χωριό Άγιος Γεώργιος Παρνασσίδας, ήταν βοσκός και ονομαζόταν Ξεροδημήτρης. Η ονομασία Πανουργιάς οφείλεται στο ότι κατά την βάφτισή του, ο νονός του, νομίζοντας πως είναι κορίτσι, το ονόμασε Πανώρια.

Ο πατέρας του από ευσέβεια, αρνήθηκε να το αλλάξει το όνομα το οποίο μετέτρεψε σε αρσενικό Πανωριάς και κατά παραφθορά Πανουργιάς.

Πολύ νέος, σε ηλικία 13 ετών, έγινε κλέφτης, ενώ αργότερα το 1813, διορίστηκε από τον Αλή-Πασά αρματολός στα Σάλωνα. Όταν, όμως, ο Πασάς τον αντικατέστησε, έγινε και πάλι κλέφτης. Και τότε ο Αλή-Πασάς, έστειλε τον Οδ. Ανδρούτσο για να τον καταδιώξει. Ο Ανδρούτσος έπιασε την οικογένειά του, οπότε αναγκάστηκε και ο Πανουργιάς να παραδοθεί και στη συνέχεια να σταλεί στα Γιάννινα 1817. Με τη μεσολάβηση όμως του Ανδρούτσου, δεν τιμωρήθηκε, αλλά έμεινε υπό επιτήρηση ως το 1820, οπότε ο Αλή-Πασάς αποστάτησε από τον Σουλτάνο.

Όταν τα στρατεύματα του Χουρσίτ πολιόρκησαν τα Γιάννινα, ο Πανουργιάς διέφυγε στην ιδιαίτερη πατρίδα του και πήρε πάλι το αρματολίκι των Σαλώνων. Όταν το έτος 1828 ο Καποδίστριας εκλέχτηκε κυβερνήτης της Ελλάδας, ο γέρο-Πανουργιάς ο κλεφταρματολός των Σαλώνων, αποφάσισε να κατεβεί από τον Παρνασσό τα κάρκακα και να πάει να παρουσιαστεί στην κυβέρνηση.

Όταν, λοιπόν, έφτασε στην Αίγινα, με τη πρώτη ματιά που έριξε γύρω του, δεν του χαμαρέσανε τα πράγματα. Είδε κοντά στον Κυβερνήτη κάτι φραγκοντυμένους, που δεν φτάνε τα φράγκικα φορέματα, μα είχανε ξυρίσει και γένια και μουστάκια και τα μούτρα τους ήταν σαν ξεροκολόκυθα γυαλιστερά.

– Τι μ’σούδες (μούρες), είν’ αυτές; Είπε ο γέρο-Δυοβουνιώτης, που είχε έρθει και αυτός συντροφιά με τον Πανουργιά στην Αίγινα.

– Δεν βλέπψ’; Τσ’ ήφερε ου Κυβερνήτσ’ να μας φωτίσουν.

– Γι’ αυτό είν’ έτσ’ τα μούτρατ’σ; Γένουντ’ έτσ’ πλειο διαβασμένοι, μαθές; – Τότε θέλω κ’ εγώ να τα ξουρίσω να γίνου και εγώ σοφός.

– Και δεν τα ξουρίζ’; Εδώ παρακάτ’ είν’ ου (χαιμψάς= κουρέας, είπε ο Δυοβουνιώτης. Μα δεν κουτάς· πως θα γυρισ’ μαύρεμ’ στου χουργιόσ’;

-Πλερώντσ’ συ τα ξουριστ’κά;

– Πλερώνω, μα δε θ’ αποκοτήσ’ τέτοιου πράμα.

– Βάν’σ και τα βιολιά μαζί; – Τι τα θέλ’ς τα βιολιά;

– Έτσ’, θέλου να γίν’ το πράμα πανηγύρ’.

Ο Δυοβουνιώτης, ακόμα, δεν είχε καταλάβει καλά, τι λογής ξύρισμα ήθελε ο γέρο-σύντροφός του. Ξέχασε τα παλιά καμώματα; Άνθρωπος του δρόμου «κλαρίτης», ήξερε να λέει τα πράματα και να τα κάνει πέρα για πέρα ξέσκεπα.

Μπαίνουμε στον καφενέ και να, έρχονται τα βιολιά και αρχίζουν το τραγούδι κ’ ετοιμάζει ο κουρέας τα ξουράφια του.

Κάποια στιγμή, που ο κουρέας ξεκίνησε να βάλ’ το χέρτ’ στα μούτρα του Στρατηγού, αυτός του είπε: «Τράβα το ξερό σου χέρ’σ από κει».

Πετάει πέρα τη φουστανέλλα του και μένει όπως τον γέννησε η μανούλα του από τη μέση και κάτω. Κι αρχίζ’ και ο κουρέας θέλοντας, μη θέλοντας και του ξουρίζ’ τ’ αχαμνά του και παίζουν τα βιολιά και ο κόσμος όλο και μαζώνονταν.

– Άι, τώρα, γέρο-Πανουργιά, τ’ αχαμνάσ’ μοιάζ’ νε με μούτρα φράγκικα!, του είπε ο κουρέας, αφού τελείωσε το ξύρισμα.

Κι’ όλα αυτά, τα ’κανε ο Πανουργιάς για να σατιρίσει τους φραγκοφερμένους με ξυρισμένα μουστάκια και τα γένια για να φέρουνε καινούργια φώτα στο Ρωμαίικο.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου