ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Τι θα γίνει με τη ΒΙΣ;

τι-θα-γίνει-με-τη-βισ-253734

Γράφει ο Γιάννης Χατζηγιάννης, μέλος της Κ.Ε. του ΕΕΚ

Το γεγονός ότι ένα ακόμη εργοστάσιο κλείνει στη περιοχή μας με τη μέθοδο των μηνιαίων απολύσεων δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο. Και δεν είναι το πρώτο τοπικά, πολύ περισσότερο σε ολόκληρη τη χώρα.

Από αυτή την άποψη, ο αγώνας της ΒΙΣ δεν ξεκινά στο πολιτικό κενό. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έφτασε σε ένα νέο όριο που αδυνατεί να ξεπεράσει παρά μόνο μέσα από τη γενικευμένη καταστροφή. Το να αγνοεί κανείς αυτό το στοιχείο μετά από 5 συνεχή χρόνια ύφεσης είναι σα να ζει σε λάθος εποχή ή μάλλον με τις αναμνήσεις κάποιας άλλης εποχής.

Απαιτείται ένας απολογισμός των εργατικών αγώνων για την ανάδειξη νέων προγραμματικών πλαισίων, αιτημάτων και μεθόδων αγώνα, αλλιώς κάθε αγώνας μοιάζει να έχει τη μοίρα του Σίσυφου.

Οι καπιταλιστές για μια ολόκληρη εποχή, την εποχή της πιστωτικής επέκτασης του κεφαλαίου, επαναλάμβαναν διαρκώς στους εργάτες: «Είμαστε μια οικογένεια». Στις δύσκολες εποχές, τις εποχές της κρίσης, η εργοδοτική «αγάπη» για την οικογένεια των εργατών, είναι όμοια με την αγάπη που δείχνουν οι δήμιοι στο ικρίωμα προκειμένου να δώσουν ένα τέλος στην αγωνία των θυμάτων τους, αποκαλύπτοντας ωμά, ότι το χρήμα είναι ο μόνος θεός που αγαπάνε. Εξάλλου η μεσαιωνική και φεουδαρχική θρησκοληψία αντικαταστάθηκε από την ανεξιθρησκία του αστικού πολιτισμού που απoτυπώνεται εύγλωττα στο ρητό του αμερικάνικου δολαρίου: IN GOD WE TRUST.

Οι καπιταλιστές, μαζί κι ο Φιλίππου, δεν ενδιαφέρονται αν μια επιχείρηση απλώς κερδίζει λίγο ή πολύ σε μια εθνική κλίμακα. Η παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου, έδωσε στο μοναδικό τρόπο συμπεριφοράς και σκέψης τους (το μέσο ποσοστό κέρδους μιας επένδυσης) νέους ορίζοντες που από τη μια πλευρά ευνόησαν τη κερδοφορία του μεγάλου κεφαλαίου και ταυτόχρονα διεθνοποίησαν τις αντιφάσεις αναπαραγωγής του. Ζούμε ακριβώς αυτή την εποχή: Την έκρηξη όλων των αντιφάσεων του συστήματος, ενός διευρυμένου κοινωνικού τρόπου παραγωγής και της ατομική ιδιοποίησης των προϊόντων του από τους καπιταλιστές.

Το ΔΣ του σωματείου εργαζομένων της ΒΙΣ αναμφίβολα έκανε το αυτονόητο, όχι όμως ότι ήταν δυνατόν: Κήρυξε απεργία, παρενέβη στην Επιθεώρηση Εργασίας και κατέβηκε στα Υπουργεία. Το γεγονός ότι οι παρεμβάσεις για μια επίλυση του ζητήματος απέτυχαν, δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει κανέναν.

Το γεγονός ότι το ΕΚΒ αλλά και οι τοπικοί διαμεσολαβούντες βουλευτές, όπως και στο παρελθόν έκαναν το μόνο που ήξεραν. Να διαμεσολαβήσουν και με πύρινες ανακοινώσεις να καταδικάσουν την ανάλγητη εργοδοσία και να κλείσουν κανένα ραντεβού με τους κρατικούς υπεύθυνους των μνημονίων. Βέβαια δε πρέπει κανείς να αγνοεί ότι το ΕΚΒ παραμένει στοιχισμένο στο ΝΑΙ της ΓΣΕΕ και οι τοπικοί βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ στο ΝΑΙ του Μαξίμου. Μια κυβέρνηση που παίρνει την άδεια των δανειστών για να πάρει μια εισπνοή κι ένα εργατικό κέντρο απρόθυμο να κουνήσει το δαχτυλάκι του, τι να κάνει για τις απολύσεις στη ΒΙΣ;

Τα πράγματα δεν είναι μαύρα. Υπάρχουν λύσεις και απαντήσεις. Προφανώς όχι τόσο εύκολες, όσο ένα ραντεβού με τον υπουργό.

Η δημιουργία μιας ανοικτής επιτροπής αγώνα βιομηχανικών εργατών, να γίνει ένα συλλαλητήριο συσπείρωσης όλων των αγωνιζόμενων δυνάμεων και οι εργάτες της ΒΙΣ να μπουν επικεφαλής του αγώνα. Να ενώσουμε όλα τα ρυάκια διαμαρτυρίας και αντίστασης.

Μπορεί οι «φορείς» να εγκατέλειψαν τη ΒΙΣ αλλά αυτό δεν ισχύει για συνδικαλιστικές πρωτοβουλίες και συλλογικότητες που ανταποκρίθηκαν αμέσως και προσέτρεξαν σε βοήθεια των απεργών εργατών. Το γιατί αυτή η βοήθεια δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα αποδεκτή είναι αντικείμενο συζήτησης. Αναμφίβολα, ένα από τα κεντρικά ζητήματα μέσα στο εργατικό κίνημα είναι η αποδέσμευση από τα γρανάζια της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.

Ένα όμως είναι σίγουρο: Ενώ οι τράπεζες χρηματοδοτούνται πάνω στις δικές μας πλάτες με δισεκατομμύρια, η φορολογική αφαίμαξη των εργατών συνεχίζεται, η ανεργία επεκτείνεται, δεν υπάρχει ούτε ένα ευρώ για να στηριχτούν οι θέσεις εργασίας.

Η αστική πολιτική των μνημονίων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, μαζί με τους πρόθυμους των πρώην και νυν μνημονίων, (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΠΟΤΑΜΙ), αναδεικνύει ένα νέο όριο στον αγώνα κατά των πολιτικών λιτότητας: Η ανάκληση των απολύσεων, η καταπολέμηση της ανεργίας και της φτώχιας είναι αδύνατη αν δεν συνδεθεί η συνδικαλιστική πάλη κατά των εργοδοτών με τα πολιτικά αιτήματα της πλήρους εθνικοποίησης των εργοστασίων που κλείνουν, απολύουν ή εγκαθίστανται σε άλλες χώρες. Αυτό συνδέεται άρρηκτα με την εθνικοποίηση των τραπεζών για τις οποίες επενδύθηκε ένα ολόκληρο ετήσιο ΑΕΠ και για τις οποίες μας ζητούν τώρα να δώσουμε και τα σπίτια μας για να ξεχρεώσουμε τα χρέη τους. Αυτό σημαίνει τη πλήρη και μονομερή διαγραφή του δυσβάστακτου χρέους που μετά την εφαρμογή των μνημονίων θα φτάσει (σύμφωνα με ορισμένες προβλέψεις) στο 200% του ΑΕΠ.

Αυτό αναπόφευκτα θέτει το ερώτημα: Ποια κυβέρνηση θα εφαρμόσει ένα πρόγραμμα υπέρ των εργατών όταν όλες οι ορατές πολιτικές λύσεις έχουν χρεοκοπήσει;

Οι ρώσοι εργάτες απάντησαν, πριν 98 χρόνια, σε αυτό το ερώτημα με τη επαναστατική πολιτική των εργατικών συμβουλίων.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου