ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Αξέχαστες μνήμες του ’40

αξέχαστες-μνήμες-του-40-265289

Ο μπάρμπας μου ο Κωνσταντής, ήταν γιος του τσέλιγκα γερο-Νικόλα Παλάντζα και αδερφός της μάνας μου Αικατερίνης, από το χωριό «ΜΑΓΟΥΛΑ», του Νομού Καρδίτσας.

Ητανε όμορφος, ψηλός και λιγερόκορμος, με γαλανά μάτια και κατσαρά μαλλιά. Δε χρειάζεται να γράψω παινέματα για την ομορφιά του. Ένα και μόνο σας αναφέρω. Υπηρέτησε τσολιάς στην Ανακτορική φρουρά. Από την ένθετη φωτογραφία του, που θα δείτε, εσείς θα βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα.

Ο μπάρμπας μου ο Κωνσταντής, στην ιδιωτική του ζωή έτρεφε δυο άλογα. Το ένα το είχε για ιππασία, για να πηγαίνει στους γάμους και στα πανηγύρια, για να κάνει κόρτε στις τσούπρες και το άλλο, για να εξυπηρετείται στις γεωργικές του εργασίες.

Το δεύτερο άλογό του, ήταν χαμηλόσωμο, αλλά γεροδεμένο. Τα πόδια του ήταν χοντρά και τα πέλματά του τολμώ να πω πως ομοίαζαν με τα πέλματα του ελέφαντα. Και επειδή το τρίχωμά του ήταν σκούρο κόκκινο ο μπάρμπας μου το βάφτισε «ΝΤΟΡΗ». Μ’ αυτόν λοιπόν τον «ΝΤΟΡΗ» έκανε όλες τις γεωργικές του δουλειές. Κουβαλούσε ξύλα από το δάσος, τον φόρτωνε άλεσμα, πότε εκατό (100) και πότε εκατόν πενήντα (150) οκάδες, με σιτάρι ή με καλαμπόκι και το πήγαινε στο νερόμυλο του διπλανού χωριού, που ήταν 2 ώρες μακριά και αυτός ποτέ του, δεν βαρυγκωμούσε για το υπερβολικό φορτίο. Το άλογο αυτό επειδή ήταν ο άμεσος βοηθός του, σ’ όλες τις γεωργικές δουλειές του, το φρόντιζε καθημερινά. Τον καμάρωνε σαν να ήταν αληθινό παιδί του.

Οταν όμως το 1940, κηρύχτηκε ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος και ο στρατός μας δεν είχε πολλά φορτηγά αυτοκίνητα για να μεταφέρει πυρομαχικά στην πρώτη γραμμή το μετώπου, μοιραίως αναγκάστηκε και έκανε επιτάξεις μουλάρια και άλογα. Οταν λοιπόν κάποια μέρα, η στρατιωτική επιτροπή που έκανε τις επιτάξεις, πήγε και στο χωριό μας και είδε τον «ΝΤΟΡΗ» του μπάρμπα μου Κωνσταντή, του είπε:

– Κε Κωνσταντή, όπως θα μάθατε οι μακαρονάδες οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο και ο δικός μας ο στρατός δεν έχει φορτηγά αυτοκίνητα για να μεταφέρει πυρομαχικά στην πρώτη γραμμή του μετώπου, για το λόγο αυτό, αναγκαζόμαστε και κάνουμε επιτάξεις και σας παρακαλούμε να μας δώσετε και εσείς το δικό σας άλογο και η πατρίδα θα σας ευγνωμονεί.

Ο μπάρμπας μου ο Κωνσταντής γεννημένος από τα γεννοφάσκια του «Βασιλόφρων», δεν έφερε καμιά αντίρρηση.

– Ναι, ναι παιδιά μου. Να το πάρετε. Να το πάρετε, μ’ όλη την καρδιά μου και σας εύχομαι να γυρίσετε ΝΙΚΗΤΕΣ.

Οταν όμως ο μπάρμπας μου παρέδωσε τον «ΝΤΟΡΗ» στον φαντάρο, δάκρυσε τον χάιδεψε στο λαιμό του, τον φίλησε στο μέτωπο και αφού έσκυψε, του είπε ψιθυριστά στο αυτί του:

– Αντε – άντε «ΝΤΟΡΗ» μου, στο καλό – στο καλό και εύχομαι να γυρίσεις νικητής.
Μα και ο πανέξυπνος «ΝΤΟΡΗΣ» για να τον ανταποδώσει την εγκάρδια ευχή του αφεντικού του, γύρισε και τον κοίταξε κατάματα λυπημένα, τίναξε τη χαίτη του, κούνησε τη φουντωτή ουρά του και μ’ ένα δυνατό χλιμίντρισμα του είπε στερνό αντίο. Ετσι ο μπάρμπας μου ο Κωνσταντής γύρισε πίσω στο σπίτι του δακρυσμένος, ο δε «ΝΤΟΡΗΣ» ακολούθησε με περηφάνεια το φαντάρο, διότι συναισθάνθηκε ότι έπρεπε και αυτός, να κάνει το πατριωτικό καθήκον.

Το «ΝΤΟΡΗ», ύστερα από λίγες μέρες, τον πήγαν στην πρώτη γραμμή του μετώπου στο (Λ.Ο.Μ.) = (λόχος ορεινών μεταφορών) και πρόσφερε τις υπηρεσίες του.

Αγαπητοί μου αναγνώστες, στην προκειμένη περίπτωση πιστεύω ότι εδώ έχει θέση η σοφή λαϊκή παροιμία που λέει: «Αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει». Ε! λοιπόν ο Ντορής είχε τύχη βουνό. Στο λόχο που πήγε, έτυχε κατά καλή συγκυρία, ο υπεύθυνος του λόχου, να είναι ο συγχωριανός μας και γείτονάς μας Σωτήρης Α… Όταν λοιπόν κάποια μέρα, έφτασαν στο λόχο του 4 υποζύγια φορτωμένα με πυρομαχικά, όλως παραδόξως είδε πως ανάμεσά τους ήτανε και ο «ΝΤΟΡΗΣ» του μπάρμπα Κωνσταντή του γείτονά του. Όταν τον είδε και βεβαιώθηκε πως πράγματι αυτός ήτανε, πήγε κοντά του, τον χάιδεψε, δάκρυσε και μονολόγησε: «Κι εσύ εδώ Ντορή μου;» Και ο Ντορής που κατάλαβε τη συγκίνηση του Σωτήρη, κούνησε με περηφάνια το κεφάλι του και μ’ ένα δυνατό χλιμίντρισμα του βεβαίωσε πως και αυτός ήρθε στο μέτωπο να προσφέρει τις υπηρεσίες του.

Από την ίδια μέρα ο Σωτήρης έγινε σωτήρας του Ντορή. Τον φρόντιζε σαν να ήταν δικό του παιδί. Τον έδινε περισσότερο κριθάρι, συγκριτικά με τα άλλα υποζύγια και τον φόρτωνε λιγότερα πυρομαχικά, για να μην σκοντάψει και πέσει κάτω σε καμιά απόκρημνη χαράδρα και θα τον έτρωγαν τα όρνια.
Αφού πέρασαν λίγες μέρες και κόπασαν κάπως οι μάχες, ο Σωτήρης έκλεψε λίγο χρόνο από την ανάπαυσή του και έγραψε ένα γράμμα στο μπάρμπα μου τον Κωνσταντή. Να το τι έγραφε:

– Μπάρμπα Κωνσταντή, το γράμμα που θα λάβεις ίσως σε ξαφνιάσει. Είναι από μένα το γείτονά σου το Σωτήρη Α…. που είμαι στην πρώτη γραμμή και νύχτα – μέρα πολεμάω με τους μακαρονάδες Ιταλούς πάνω στα κατσάβραχα μ’ ένα μπόι χιόνι. Και τώρα μπάμπα Κωνσταντή σε γράφω και ένα ευχάριστο νέο που είναι δικό σου.

Σε πληροφορώ, ότι ο αγαπημένος σου «ΝΤΟΡΗΣ» στάθηκε τυχερός. Τον φέρανε στον δικό μου λόχο και τον περιποιούμαι όπως τον φρόντιζες και συ.

Ύστερα από λίγες μέρες ο μπάρμπας μου ο Κωνσταντής έλαβε το απρόσμενο γράμμα από το γείτονά το τον Σωτήρη και όταν το διάβασε και έμαθε τα ευχάριστα νέα για το «ΝΤΟΡΗ» του, δάκρυσε και μονολόγησε: Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ Σωτήρη μ’.

Την ίδια μέρα, ο μπάρμπας μου ο Κωνσταντής έστειλε και αυτός στο Σωτήρη το εξής ευχάριστο γράμμα:
– Αγαπητέ γείτονα Σωτήρη, έλαβα το γράμμα σου και έμαθα τα ευχάριστα νέα για το Ντορή μου. Σε ευχαριστώ θερμά για το ενδιαφέρον που δείχνεις και σου υπόσχομαι όταν γυρίσεις με το καλό στο χωριό, θα σφάξω το καλύτερο αρνί και θα σου κάνω το τραπέζι. Κάνε κουράγιο και ο Άι-Δημήτρης θα κάνει το θαύμα του.

Σ’ ευχαριστώ,
ο γείτονά σας
ΚΩΝ/ΝΟΣ ΠΑΛΑΝΤΖΑΣ

Στο μέτωπο κάθε μέρα γινόταν σκληρές μάχες. Οι στρατιώτες μας παρ’ όλα τα φτωχά πολεμικά μέσα που είχαν πάντα έβγαιναν ΝΙΚΗΤΕΣ. Ο Πρωθυπουργός της Ιταλίας ο Μουσολίνι αφού πέρασαν έξι (6) μήνες και πλέον και έβλεπε ότι οι επιχειρήσεις του πολέμου δεν πήγαιναν καλά, την Άνοιξη έκανε μια γενική επίθεση με περισσότερο στρατό και με περισσότερα μηχανικά μέσα, αλλά και πάλι δεν μπόρεσε να κάμψει το φρόνημα των στρατιών μας, οπότε ο στρατός του αναγκάστηκε και ξαναϋποχώρησε ατάκτως. Όταν όμως οι σύμμαχοί τους οι Γερμανοί έμαθαν ότι οι φίλοι τους οι Ιταλοί, έχαναν τον πόλεμο στην Αλβανία, στις 6 Απριλίου του 1941 μας κήρυξαν και αυτοί τον πόλεμο και μέσα σε λίγες μέρες με τα βαριά μηχανοκίνητά τους έφτασαν στην πόλη της ΚΑΛΑΜΠΑΚΑΣ και συγκεκριμένα στη γέφυρα της «ΜΟΥΡΓΚΑΝΑΣ» και έφραξαν το δρόμο, για να μην προφθάσουν οι στρατιώτες μας να υποχωρήσουν χωρίς απώλειες.

Οταν όμως οι στρατιώτες μας έμαθαν το πικρό χαμπέρι που ήταν ακόμη στην πρώτη γραμμή και αμύνονταν ακόμη με τα υπολείμματα του Ιταλικού στρατού, μοιραίως εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και άρχισαν να υποχωρούν ατάκτως, μέσα από δασωμένες περιοχές, από ρεματιές και από λαγκάδια, για να μην τους συλλάβουν οι Γερμανοί αιχμαλώτους. Ο Σωτήρης παρ’ όλη την τρομάρα του δεν εγκατέλειψε τον αγαπημένο του «ΝΤΟΡΗ», τον καβαλίκευσε και σιγά – σιγά μέσα από κρυφά μονοπάτια κατόρθωσε και αυτός και έφτασε μέχρι τη δασωμένη περιοχή της ΚΑΛΑΜΠΑΚΑΣ. Αφού τον έδεσε σε μια βαθιά κρυψώνα, πήγε και αυτός και κάθισε παράμερα πίσω από ένα βράχο. Σε λίγο η δασωμένη περιοχή, γέμισε από στρατιώτες και συζητούσαν να βρουν τρόπο να γλιτώσουν από τους Γερμανούς. Όταν οι Γερμανοί τους αντιλήφθηκαν άρχισαν και τους πυροβολούσαν με όλμους και κανόνια.

Ο Ντορής μόλις άκουσε τους πυροβολισμούς, έκοψε το σχοινί που τον είχε δέσει ο Σωτήρης και το έσκασε τον κατήφορο, για να γυρίσει στο χωριό μας. Μα και οι στρατιώτες μας όταν κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από τον κλοιό των Γερμανών, αναγκάστηκαν και έβγαιναν από το δάσος ταπεινωμένοι, μπουλούκια – μπουλούκια και παραδίνονταν. Οι Γερμανοί αφού τους αιχμαλώτισαν, τους υποχρέωσαν και πέταξαν τα όπλα τους πάνω στο οδόστρωμα και ένα βαρύ τανκ περνούσε από πάνω και τα έκανε λιώμα. Καταλαβαίνετε την ταπείνωση που ένιωσαν οι στρατιώτες μας.

Οι στρατιώτες μας μετά τον αφοπλισμό τους, ταπεινωμένοι και νηστικοί, μπουλούκια – μπουλούκια άρχισαν να υποχωρούν, όχι βέβαια από τον ασφαλτόδρομο, αλλά μέσα από τους χωραφόδρομους, φοβούμενοι, μήπως και πάλι βρεθούν μπροστά από καμιά άλλη Γερμανική φάλαγγα και πάθουν κάτι το χειρότερο.

Μα και ο «ΝΤΟΡΗΣ» την ίδια τύχη είχε. Ταπεινωμένος, νηστικός και κούτσα – κούτσα πήρε το δρόμο της επιστροφής για το χωριό μας. Ο πανέξυπνος «ΝΤΟΡΗΣ», για να μη χάσει το δρομολόγιο της επιστροφής, ακολούθησε την κατηφορική κοίτη του Πηνειού ποταμού και έφτασε στα Τρίκαλα στο χωριό ΣΤΕΦΑΝΟΣΑΙΟΙ σήμερα ΔΡΟΣΕΡΟ. Εκεί μπροστά στο ποτάμι δεν είχε πόρο για να περάσει απέναντι. Αναγκάστηκε και κολύμπησε και βγήκε απέναντι στην περιφέρεια. Στη συνέχεια αι σε απόσταση 2 χιλιομέτρων περίπου, βρήκε μπροστά του και τον Πάμισο ποταμό και επειδή και αυτός είχε αρκετό νερό αναγκάστηκε και πάλι και βγήκε κολυμπώντας απέναντι, στο χωριό Μεγάλα Καλύβια. Στην τοποθεσία εκείνη ξύπνησαν μέσα του παλιές θύμησες.

Θυμήθηκε το νερόμυλο με τη φτερωτή του μπάρμπα ΘΥΜΙΟΥ ΧΑΧΑΜΗ τον μυλωνά, που πήγαινε με τον μπάρμπα μου τον Κωνσταντή φορτωμένος 150 οκάδες γέννημα (καλαμπόκι), για να το κάνει αλεύρι. Μια και δυο δεν έχασε καιρό. Παρέκαμψε το δρομολόγιο για την επιστροφή στο χωριό μας και πήγε να δει από κοντά το νερόμυλο.

Ο μύλος όμως, ήταν εγκαταλελειμμένος και η αυλή του χορταριασμένη. Ο «ΝΤΟΡΗΣ» όμως πλησίασε κοντά στην πόρτα αλλά και αυτή ήταν κλειδωμένη. Εσκυψε το κεφάλι του και έβαλε το αυτί του, μήπως ακούσει την παλιά γνώριμη φωνή του μπάρμπα Θύμιου του μυλωνά, που κάθε τόσο φώναζε: Άλλος, άλλος. Ποιος έχει σειρά να ρίξει το άλεσμά του. Δυστυχώς, αφού δεν άκουσε τίποτε, γύρισε πίσω λυπημένος και ακολούθησε το δρομολόγιο για το χωριό μας. Ύστερα από πορεία μιας ώρας περίπου έφτασε στο χωριό μας και στάθηκε έξω από την ανοιχτή ξυλόπορτα της αυλής του σπιτιού και δεν προχώρησε να μπει μέσα, διότι ήθελε να κάνει έκπληξη το αφεντικό του. Και για να τον δώσει νόημα, ότι γύρισε από το μέτωπο, χλιμίντρισε δυνατά δυο φορές.

Την ώρα εκείνη, έξω στην αυλή του σπιτιού, ήταν στρωμένο το Πασχαλινό τραπέζι διότι την ημέρα εκείνη ήταν η δεύτερη μέρα του Πάσχα. Όταν ξαφνικά το αυτί του μπάρμπα μου Κωνσταντή, άκουσε το απροσδόκητο χλιμίντρισμα, του φάνηκε πως ήταν από το Ντορή του. Άφησε το Πασχαλινό τραπέζι και βγήκε δειλά – δειλά έξω από την αυλή για να βεβαιωθεί. Ξαφνικά βρέθηκε μπροστά στον αγαπημένο του Ντορή.

Τον άρπαξε από το λαιμό του και τον φίλησε. Μονολογώντας είπε: Παναγιά μου, Παναγιά μου, έκανες το θαύμα σου. Μα και ο Ντορής όμως, αισθανόμενος τη θερμή υποδοχή του αφεντικού του, την ανταπόδωσε και αυτός, μ’ ένα τίναγμα της χαίτης και μ’ ένα νέο παραπονιάρικο χλιμίντρισμα. Στη συνέχεια τον έπιασε από τη χαίτη του και τον οδήγησε μπροστά στο Πασχαλινό τραπέζι. Αφού τον καλοσώρισαν και τα άλλα μέλη της οικογένειας με φιλιά και χάδια, ο μπάρμπας μου ο Κωνσταντής πήρε από το καλάθι του τραπεζιού ένα κόκκινο αυγό, το τσούγκρισε στο μέτωπό του και αφού έσκυψε του είπε κλαίγοντας: – Ντορή μου καλωσόρισες και Χρόνια Πολλά.

Στη συνέχεια, αφού το ξεφλούδισε, του έδωσε και το έφαγε. Ο Ντορής ανταπέδωσε την καλοσύνη του αφεντικού του, μ’ ένα νέο χλιμίντρισμα και με ένα κούνημα της φουντωτής ουράς του.
Έτσι ο μπάρμπας Κωνσταντής τη χρονιά εκείνη έκανε διπλό Πάσχα. Μια για την Ανάσταση του Χριστού και μια για την επιστροφή του αγαπημένου του Ντορή.

Ύστερα από δυο μέρες γύρισε στο χωριό μας και ο Αλβανομάχος Σωτήρης. Ο ερχομός του έβγαλε φτερά και το έμαθε όλο το χωριό και πήγαν αι τον καλωσόρισαν.

Την πρωτιά όμως την είχε πάρει ο μπάρμπας μου ο Κωνσταντής. Αφού τον καλοσώρισε με αγκαλιές και φιλιά μετά τον ευχαρίστησε για το μεγάλο ενδιαφέρον που έδειξε για το Ντορή του πάνω στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας. Στη συνέχεια τον κάλεσε στο σπίτι του και το έκανε και το τραπέζι που τον είχε υποσχεθεί. Στο τραπέζι αυτό, παρευρέθηκα και εγώ. Συζητώντας με το Σωτήρη για να μάθω νέα από το μέτωπο, μεταξύ των πολλών πολεμικών περιστατικών που μου διηγήθηκε, με ενημέρωσε αι για την αξιόλογη νοημοσύνη του «ΝΤΟΡΗ» καθώς και για τη βοήθειά του, σε πολλές και δύσκολες περιπτώσεις.

Σύμφωνα λοιπόν με την ομολογία του, ο «ΝΤΟΡΗΣ» όταν καταλάβαινε ότι οι στρατιώτες μας είχαν «ΝΙΚΕΣ» και χαίρονταν, εκδήλωνε και αυτός τη δική του χαρά με το δικό του τρόπο.

Παρ’ όλο το βαρύ φορτίο, που κουβαλούσε στην πλάτη του, βάδιζε πάνω στο στενό μονοπάτι γρήγορα – γρήγορα για να προφθάσει να πάει τα πυρομαχικά έγκαιρα στον τόπο της μάχης.
Αντίθετα όμως, όταν οι στρατιώτες μας είχαν αποτυχίες, τότε ο «ΝΤΟΡΗΣ» συναισθανόταν ντροπή. Κατέβαζε το κεφάλι του και βάδιζε νωθρά – νωθρά ταπεινωμένος.

Πιστεύω ότι αυτή η συμπεριφορά του, ήταν παρόμοια με την συμπεριφορά του «ΒΟΥΚΕΦΑΛΑ» του Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ.

Όπως θυμάμαι από την Ιστορία του Δημοτικού Σχολείου, όταν ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ είχε ΝΙΚΕΣ, τότε ο Βουκεφάλας χαιρόταν και αυτός. Σήκωνε το κεφάλι του ψηλά και χλιμιντρούσε δυνατά, για να συγχαρεί το αφεντικό του. Αντίθετα όμως, όταν ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ είχε ήττες, τότε, ο Βουκεφάλας, συναισθανόταν και αυτός ντροπή κατέβαζε το κεφάλι το και βάδιζε νωθρά – νωθρά.

Η ιστορία αυτή, δεν σταμάτησε μέχρι εδώ. Συνεχίστηκε και μ’ ένα ακόμη πιο ευχάριστο κοινωνικό γεγονός. Ο μπάρμπας μου ο Κωνσταντής εξετίμησε τον χαρακτήρα του Σωτήρη και τον έκανε γαμπρό στην όμορφη και μονάκριβη κόρη το τη ΒΑΣΙΛΩ και τον έδωσε προίκα αμπέλια και χωράφια.
Το ζευγάρι ήταν αγαπημένο και ζούσε ευτυχισμένα. Και όταν ο καλός Θεός τους βοήθησε και η Βασίλω έκανε το πρώτο τη αγόρι, του έδωσε το όνομα του πατέρα της. Ο μπάρμπας μου ο Κωνσταντής, τρελάθηκε από τη χαρά του διότι ο εγγονός του πήρε το δικό του όνομα και για να ευχαριστήσει το αντρόγυνο, τους έδωσε πανωπροίκι και τον αγαπημένο του Ντορή.

Ετσι ο μπάρμπας μου ο Κωνσταντής, έκλεισε τα μάτια του τρισευτυχισμένος.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου