ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Γιάννης Μαντίδης: Σε ποια χώρα να πάω;

γιάννης-μαντίδης-σε-ποια-χώρα-να-πάω-265465

Κάποτε πέρναγα απ’ την Πλάκα. Απ’ τις μπουάτ φίλων καλλιτεχνών. Του Λάκη Παππά, του Γιάννη Αργύρη και άλλων, που τώρα δεν υπάρχουν. Τώρα αλλάζω δρομολόγιο, όταν βρίσκομαι στην πρωτεύουσα. Πιάνω τη Μητροπόλεως, Σύνταγμα, Μοναστηράκι, Θησείο και παρακάτω. Τελευταίες καλές μέρες του Φθινόπωρου και τα στενάκια γεμάτα τουρίστες. Τρώνε, γελάνε, αστειεύονται, δείχνουν ν’ απολαμβάνουν τη ζωή σε μια ευτυχισμένη χώρα. Και ‘κει που πάω να ευτυχήσω κι εγώ, οι επόμενες σκηνές, η μια μετά την άλλη, με φρενάρουν.

Στην εκκλησία της Μητρόπολης μπαινοβγαίνουν τουρίστες. Αυτή η κοπέλα, όμως, που στέκεται ακίνητη μπρος στη μεγάλη εικόνα, δεν είναι ξένη, είναι δική μας, φαίνεται. Εχει την πίκρα της σημερινής γενιάς, την απελπισία στο πρόσωπο ζωγραφισμένη. Δεν προσεύχεται σιωπηλά, μιλάει, εκφράζεται, λες κι ο απέναντι άγιος, την ακούει, ποιος ξέρει, μπορεί και να της απαντάει. Τη βλέπουν οι τουρίστες και περιμένουν από περιέργεια να δουν πότε θα τελειώσει. Φεύγουν οι τουρίστες κι εκείνη συνεχίζει. Εκεί, μιλάει ακόμα…

Δεν είναι ανάμεσα στους απολαμβάνοντες τη ζωή φθινοπωριάτικους τουρίστες. Είναι κάπως παράμερα, όρθιο κι ακίνητο, ψηλό και νέο κορίτσι. Δεν είναι παραλλαγμένο, όπως αυτοί με τα βαμμένα άσπρα πρόσωπα, που υποκλίνονται, όταν τους ρίξεις ένα κέρμα. Εχει την «παραλλαγή» της νέας γενιάς, μορφή που τα λέει όλα, με μια λέξη. Την κρατάει στα χέρια του, σ’ ένα χοντρό χαρτόνι, γραμμένη με κεφαλαία: ΠΕΙΝΑΩ…

Στα σκαλάκια του Θησείου. Νεανικό το ακροατήριο, γύρω στα είκοσι κι ο κιθαρίστας μουσικός. Γνωστά μου αυτά που παίζει, σταμάτησα και βρίσκω κάπου ν’ ακουμπήσω. Επιτέλους, είπα, να κι ένας της νέας γενιάς που με αποτρέπει να θλιβώ. Τον χειροκρότησα και πλησιάζω να τον συγχαρώ. Δίπλα του ένα ανοιχτό καπέλο. «Άνεργος;», του λέω, μην έχοντας κάτι άλλο να του πω. «Μα, κύριε, είναι ερώτηση αυτή;», μου λέει και με κοιτάει σα να ‘βλεπε τουρίστα…

Το ίδιο βράδυ, σε μια νεανική παρέα, γνωστή κοπέλα με ρωτάει: «Εσείς που ξέρετε περισσότερα, μπορείτε να μας πείτε σε ποια χώρα να πάμε; Η Ελλάδα μάς τελείωσε…». Τι να της πω; Αν ήξερα, θα πήγαινα κι εγώ! Ναι, τώρα στα στερνά μου… Αλλωστε, στις ειδήσεις των οκτώ μας το ξανάπανε: Μειώνουν κι άλλο τις συντάξεις! Όχι από ‘κείνους που «ξεχνούν» να δηλώσουν το εκατομμύριο. Απ’ τους άλλους, τους μικροσυνταξιούχους! Και δεν καταλαβαίνουν οι ηλίθιοι, πως, φέρνοντάς μας σε απελπιστική κατάσταση, φέρνουν στην ίδια και χειρότερη και τ’ άνεργα παιδιά μας…

Λένε πως η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Μήπως έχει πεθάνει και το κρύβουν; Μπά, μάλλον υπάρχει κι επιζεί όσο θα γρατσουνάει την κιθάρα του εκείνο τ’ άνεργο παιδί στα σκαλάκια του Θησείου. Κι ας μην ακούν τις νότες του, όπως και τις άλλες νεανικές κραυγές, οι κυβερνώντες. Ούτε οι προηγούμενοι τις άκουγαν, ούτε οι και επόμενοι θα τις ακούν. Αλλάζουν μόνον οι ηθοποιοί και οι σκηνοθέτες. Το έργο ίδιο, το παίζουν χρόνια. Σαν την «Ποντικοπαγίδα» της Αγκαθα Κρίστι….

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου