ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Δεν φταίνε οι λέξεις

δεν-φταίνε-οι-λέξεις-268352

Δεν είμαι νομικός ή νομομαθής. Μπορώ, όμως, να ερμηνεύσω, γλωσσικά (όχι νομικά), τη λέξη ιθαγένεια. Ποιος, αγαπητοί μου, θα μιλήσει για την ιθαγένειa; Αυτό που η φωνή του ακούγεται παντού: Το λεξικό. Και ποιος θα περάσει το κατώφλι των λέξεων; Αυτός που μέσα θέλει να μπει: Ο φιλομαθής.

Πολλοί, μα πάρα πολλοί, τώρα τελευταία, νιώθουν πως τους «φταίει» αυτή η λέξη, γι αυτό μπορούν να γνωρίσουν κάτι πολύ απλό. Γιατί φαίνεται πως ήρθε πια ο καιρός αυτό να γίνει. Άλλωστε, ποτέ δεν είναι αργά να γνωρίσουμε καλύτερα το α,β,γ. Κι αν αυτό δεν μας φτάνει, δεν πειράζει. Μόνο να μη μας κακοφαίνεται.

Εσύ, πάντως, πρέπει να το μάθεις. Ξεκίνα, λοιπόν. Πρέπει όλα να τα ξέρεις! Για να μπορείς μετά να κρίνεις…
Η λέξη ιθαγένεια, λοιπόν, που παράγεται από το επίθετο ιθαγενής, σημαίνει αυτόν που κατάγεται από την ίδια χώρα, στην οποία κατοικεί μόνιμα. Η λέξη «ιθαγένεια», επομένως, υποδηλώνει αυτόν που έχει νομικό και πολιτικό δεσμό, που συνδέει τον πολίτη με το κράτος του. «Ιθαγενής», με άλλα λόγια, είν’ αυτός που κατάγεται από αληθινό γένος (ιθαγενής = αληθινός+γένος). Γιατί, στα αρχαία ελληνικά, «ιθός» σημαίνει αληθινός. Συνώνυμα του επιθέτου αυτού είναι τα εξής: ντόπιος, αυτόχθων, γηγενής, επιχώριος (εγχώριος). Αντίθετά του τα επίθετα: αλλοδαπός, αλλογενής, ξένος, ετερόχθων, έποικος.

Με τη λέξη «αυτόχθων», εννοούμε αυτόν που κατοικεί στη χώρα των προγόνων του, τον «γηγενή», ενώ «εγχώριος» αυτόν που ανήκει στη χώρα, που προέρχεται απ’ αυτή. Ή εννοούμε ό,τι παράγεται σ’ αυτή. Είναι, δηλαδή, ο «εντόπιος» και το «εντόπιο», αντίστοιχα. «Γηγενής», κατά τον λεξικογράφο, είναι αυτός που ζει στη χώρα που γεννήθηκε ο ίδιος και οι γονείς του. Αντίθετό του είναι το επίθετο «πρόσφυγας». Το «ντόπιος» (από το αρχαίο «εντόπιος»), που παράγεται από το «εν+ντόπιος», έχει να κάνει με ό,τι είναι τοπικό. Αντίθετά του είναι τα επίθετα «ξένος» και «ξενόφερτος».

Η λέξη υπήκοος, τώρα, και το παράγωγο υπηκοότητα. Το «υπήκοος» (υπό+ακοή) προέρχεται από το αρχικό επίθετο «υπήκοος» και την πρόθεση «υπό». Και για να μιλήσουμε λίγο, ετυμολογικά, το «υπήκοος» υποδηλώνει αυτόν που υπόκειται στην πολιτική εξουσία ενός κράτους ή ενός ηγέτη. Είναι δηλαδή πολίτης ενός κράτους. Και «υπηκοότητα» είναι η ιδιότητα του υπηκόου. Σύμφωνα με το Ορθογραφικό – Ερμηνευτικό και Ετυμολογικό Λεξικό της Δημοτικής, της Εταιρείας Ελληνικών Εκδόσεων, το παράδειγμα «Εχω την ελληνική υπηκοότητα» σημαίνει ότι «Είμαι πολίτης του ελληνικού κράτους».

Συνώνυμα και αντώνυμα της λέξης έχουμε πολλά. Μερικά απ’ αυτά είναι: αλλόφυλος, αλλογενής, αλλοεθνής, αλλοδαπός, με αντίθετά τους τα ομόφυλος, ομογενής, ομοεθνής, ημεδαπός. Ο αλλοδαπός δεν είναι άλλος από τον καταγόμενο από ξένο τόπο (δες τη λατινική λέξη «aliud» = άλλος, ξένος.) Είναι ο υπήκοος ξένου κράτους.

Φταίνε οι λέξεις; Μα όχι. Γιατί, κάθε φορά, το τι θα πούμε πιο κάτω, οι λέξεις θα μας το πουν. Και, βέβαια, από μία σύμπτωση, βρίσκουν οι λέξεις το άλλο νόημά τους. Πάντως, όποιος ξέρει τι κρύβεται μέσα στ’ αγάλματα και στις λέξεις, ας το μαρτυρήσει, μια μέρα. Ως τότε, όμως, όλες οι λέξεις δε μας φτάνουν για να πούμε το τίποτα. Και με ποιες και πόσες λέξεις να μιλήσουμε τη σιωπή, για να σωπάσει, επιτέλους;
Ποιος φταίει, λοιπόν; Ποιος είναι ο εχθρός μας;

Οι λέξεις, ομολογώ, δεν φταίνε. Φταίνε οι πέτρες, όταν δεν χτίζουμε σωστά; Οι άνθρωποι φταίνε, που δεν χρησιμοποιούν τις λέξεις σωστά, που αγνοούν την πολυσημία και την αμφισημία τους, που δεν κυριολεκτούν, δεν ακριβολογούν, δεν λένε τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Γιατί ο λόγος της αλήθειας είναι από τη φύση του απλός.

Οι άνθρωποι φταίνε, που μιλούν ψιθυριστά και παραπλανητικά, που μασούν τα λόγια τους, που, χωρίς λόγο σοβαρό, αλλάζουν γνώμη και στάση ζωής. Σαν το δέντρο που, όταν, συχνά, μεταφυτεύεται, δεν καρποφορεί.
Ποιος φταίει, λοιπόν; Ποιος είναι ο εχθρός μας; Τον πεινασμένο, που μας άρπαξε το τελευταίο ψωμί, σαν εχθρό τον αντιμετωπίζουμε. Μα τον κλέφτη, που δεν πείνασε ποτέ του, δεν ορμάμε να τον αρπάξουμε απ’ το λαρύγγι. Και τον εγκληματία, που έκανε το έγκλημα, στη φυλακή τον στέλνουμε. Αλλά την κοινωνία, που προετοίμασε τον εγκληματία, δεν εννοούμε να την αλλάξουμε. Ξέρετε, δεν χρειαζόμαστε μόνο την αξιολόγηση, για την οποία μιλούμε τόσο συχνά. Χρειαζόμαστε περισσότερο την αξιοποίηση. Δεν έχουμε ανάγκη μόνο από κατασκευαστές, αλλά και από κριτές. Ο κατασκευαστής, κατά τον Αριστοτέλη, δεν μπορεί να είναι ούτε ο πρώτος, μα ούτε και ο μόνος κριτής του έργου του.

Δεν φταίνε, λοιπόν, οι λέξεις. «Είναι ο μακάριος ύπνος της γλώσσας μας, που μιλάει τη γλώσσα, που ποτέ δεν θυμούμαστε. Είναι οι λέξεις, που εισρέουν στον ύπνο των λέξεων, μόλις ακριβώς προφερθούν. Είναι η γλώσσα μας, μονάχη, μες στο στόμα μας. Και είναι εκεί που θραύονται οι λέξεις». Και, τότε, η σκέψη, χαμένη στα μάτια ενός χελιδονιού, εμφανίζεται ξανά στο κλάμα ενός κροκόδειλου. Αλλά, ας αφήσουμε τις λέξεις ήσυχες, σε τίποτα δε φταίνε, φίλε Γ. Μπαμπινιώτη. Ας αφήσουμε τη σιγανή βροχή σε λέξη να μεταμορφώνεται – μια λέξη δίχως τρύπες. Κι έτσι, αναπάντεχα, πάνω απ’ τα ερείπιά μας, ν’ αφεθούμε κι εμείς στο καθαρό θάμβος της απεραντοσύνης.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου