ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Το πάθημα του ερωτιάρη Γεωργάκη

το-πάθημα-του-ερωτιάρη-γεωργάκη-274762

Αγαπητοί μου αναγνώστες, πιστεύω ότι όλοι σας θα θυμάσθε το εύθυμο και το περιλάλητο τραγούδι, που λέει: Ο Γιώργος είναι πονηρός και αυτά που λέει, μη τα τρως και από τις 12 και μπρος, κυκλοφοράει για γαμπρός.

Από το τραγούδι αυτό, πήρα αφορμή και με το σημερινό μου δημοσίευμα, σας εξιστορώ και εγώ, την ερωτική δραστηριότητα για κάποιο άλλο γνωστό μου Γιώργο, που οι συγχωριανοί του τον φώναζαν Γεωργάκη, λόγω του μικρού του αναστήματος. Αυτός όμως, παρά το μειονέκτημά του, ήταν παθιασμένος ερωτιάρης.

Ο μπάρμπα Αχιλλέας, πατέρας του Γεωργάκη, τον άφησε ορφανό σε ηλικία 15 χρονών και είχε και τρεις μεγαλύτερες αδελφές, την πανέμορφη Αμαλία, που είχε το φρύδι χελιδονιού, τη ρωμαλέα Αποστολία και τη μοντέρνα Κωνσταντία.

Ο Γεωργάκης ήταν μεν κοντόσωμος, αλλά είχε πολλά προτερήματα: Ήταν πανέξυπνος, διπλωμάτης και πολύ καλός μίμος. Στο καφενείο που έπινε τον καφέ του, οι θαμώνες τον παρακινούσαν να προσποιηθεί κάποιον, για να γελάσουν. Ο Γεωργάκης δεν τους χαλούσε το χατίρι. Μιμούνταν πότε τον αγράμματο παπα-Πέτρο του χωριού τους, το πως έψαλνε το Ευαγγέλιο με τη βραχνή φωνή του και άλλοτε πάλι, τη θλιβερή φωνή της κουκουβάγιας και οι θαμώνες ξεκαρδίζονταν στα γέλια.

Σύμφωνα με το τοπικό έθιμο του χωριού του, αν και ήταν ο μικρότερος από την ορφανή του οικογένεια, αυτός ανέλαβε τις βαριές οικογενειακές υποχρεώσεις: Την οικονομική διαβίωση της οικογένειας καθώς και τη φροντίδα να φτιάσει τα προικιά για τις αδελφές του και να βρει και γαμπρούς να τις παντρέψει, δεδομένου ότι ο πατέρας του, ήταν φτωχός και δεν άφησε και περιουσία. Το μόνο περιουσιακό στοιχείο που τους άφησε, ήταν ένα ζευγάρι άλογα και ένα αναπηρικό διπλόκαρρο.

Ο Γεωργάκης όμως, παρ’ όλες τις βαριές οικογενειακές υποχρεώσεις που κληρονόμησε, δεν απελπίστηκε. Αφού βασάνισε το μυαλό του, αποφάσισε να γίνει καρροτσέρης – αγωγιάτης, διότι συνηγορούσαν δυο λόγοι: 1ος, Διότι είχε τ’ άλογα και το κάρο για μεταφορές και 2ον, διότι στη γειτονική πόλη των Τρικάλων, κάθε Δευτέρα, γινότανε παζάρι για αγοραπωλησίες γεωργικών προϊόντων και οι συγχωριανοί του πήγαιναν στο παζάρι για να πουλήσουν τα προϊόντα τους, φορτωμένα στα γαϊδουράκια τους, διανύοντας δυο ώρες δρόμο και ταλαιπωρούνταν.

Ο Γεωργάκης, για να βεβαιωθεί, εάν η δουλειά του θα πήγαινε καλά, έκανε ένα δοκιμαστικό τεστ. Μια Κυριακή πρωί, μετά τη λήξη της θείας Λειτουργίας, πήγε στο Βακούφκο – Εκκλησιαστικό καφενείο, που ήταν συγκεντρωμένοι πολλοί συγχωριανοί του και πίνανε τον καφέ τους, αφού τους καλημέρισε, πήρε το θάρρος και τους ανακοίνωσε την απόφασή του και για να τους καλοπιάσει, τους υποσχέθηκε ότι θα τους παίρνει και λίγο αγώγι για τη μεταφορά των προϊόντων τους.

Οι συγχωριανοί του βρήκαν καλή την απόφασή του και τον παρότρυναν να ξεκινήσει τη δουλειά του και του υποσχέθηκαν και αυτοί, ότι θα τον βοηθήσουν όλοι τους.

Ο Γεωργάκης, αφού πήρε τη διαβεβαίωσή τους, τους ευχαρίστησε και έφυγε.
Το απόγευμα της ίδιας Κυριακής, βγήκε στην πλατεία του χωριού τους και έκανε το Ντελάλη, φωνάζοντας δυνατά: Ακούστε!! Ακούστε!! Αγαπητοίμ’ συγχωριανοί. Εγώ πήρα την απόφαση, κάθε Δευτέρα το πρωί, να πηγαίνω με το κάρρομ’ στο παζάρ’ στα Τρίκαλα αγώγια.

Οσοι έχετε σοδήματα για πούλημα, θα πρέπει, πρωί-πρωί, τη Δευτέρα να φέρτε τα φορτώματά σας στη ρούγα του σπιτιούμ’.

Τη Δευτέρα το πρωί, γέμισε η ρούγα του από πελάτες με τα φορτώματά τους. Ο Γεωργάκης μόλις τα είδε, πέταξε από τη χαρά του. Αφού ήρθε η ώρα για να ξεκινήσει, ανασήκωσε τα μανίκια του και στο άψε – σβήσε φόρτωσε τα τσουβάλια. Στη συνέχεια, αφού ανέβηκαν στο κάρρο και οι ιδιοκτήτες από τα φορτώματα, ο Γεωργάκης έριξε μια κρυφή ερευνητική ματιά σ’ όλα τα τσουβάλια και αφού κρυφοϋπολόγισε ότι θάβγαζε καλό αγώγι, έκανε το σταυρό του και σιγομουρμούρισε: Αχ! παναγίτσαμ’, βοήθα με να παν καλά οι δλεςμ’ και εγώ σ’ υπόσχομαι, ότι μόλις γυρίσω απ’ το παζάρ’, θάρθω στην εκκλησιά και θα σανάψω μια λαμπάδα μεγαλύτερ’ απ’ το μπόϊμ’.

Στη συνέχεια, αφού τράβηξε το χαλινάρι από τ’ άλογά του και ξεκίνησε το κάρο, ο διπλωμάτης Γεωργάκης για να διασκεδάσει τους πελάτες του, άρχισε και μιμούνταν πότε τη φωνή πολλών συγχωριανών του και πότε τη φωνή του λύκου και οι πελάτες ου ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Ετσι, με τα καρκαριστά γέλια τους, έφτασαν στο παζάρι, χωρίς ταλαιπωρία και έμειναν και ευχαριστημένοι.

Ο Γεωργάκης αφού δούλεψε λίγους μήνες και συγκέντρωσε ένα μεγαλούτσικο χρηματικό ποσόν, αγόρασε τις προίκες για τις αδελφές του και αφού βρήκε και γαμπρούς τις πάντρεψε και απαλλάχτηκε απ’ όλες τις υποχρεώσεις και ως προστάτης της οικογένειας, έκανε τη σκέψη να παντρευτεί και αυτός.

Εκανε πρόταση γάμου, σε μια κοπέλα από καλή οικογένεια. Η κοπέλα όμως, δεν έκανε αποδεχτή την πρότασή του για δυο λόγους: Πρώτα για το κοντό του ανάστημα και κατά δεύτερο λόγο, διότι το επάγγελμά του, δεν ήταν προσοδοφόρο…

Ο Γεωργάκης πικράθηκε μεν, αλλά, δεν απελπίστηκε. Παντρεύτηκε μια άλλη κοπέλα, απ’ τον απάν μαχαλά, που την έλεγαν Πιπίτσα. Ηταν μεν λίγο ασχημούλα, αλλά, είχε μεγάλη περιουσία. Στην αρχή, τα πήγαιναν καλά· αργότερα όμως, η Πιπίτσα άρχισε αδικαιολόγητες γκρίνιες. Ο Γεωργάκης, όπως προανέφερα, ήταν διπλωμάτης. Για να την καλοπιάσει, την έλεγε γλυκόλογα και μια Δευτέρα, που πήγε στα Τρίκαλα, την αγόρασε ένα πολύχρωμο κολιέ, καθώς και πολλά καλλυντικά. Πάραταυτα, η Πιπίτσα συνέχιζε τις γκρίνιες και το χειρότερο που έκανε, δεν ανταποκρίνονταν ούτε και σε συζυγικές της υποχρεώσεις…

Δικαιολογημένα, ο Γεωργάκης πικράθηκε και άρχισε να ερωτοτροπεί με την όμορφη γειτόνισσά του την κυρά Μήτσινα. Πως όμως, να την εκμυστηρευτεί το φλογερό του έρωτα; Ντρέπονταν. Επειδή όμως, ο καιρός περνούσε, ο Γεωργάκης κάθε βράδυ έμενε άγρυπνος.
Το φλογερό του έρωτα, αποφάσισε και τον εκμυστηρεύτηκε στο φίλο του το Στέργιο.
– Φίλε Στέργιο, αυτό και αυτό μου συμβαίνει. Ο φίλος του, όταν άκουσε την απροσδόκητη επιθυμία του παραξενεύτηκε και του είπε:
– Φίλε Γεωργάκη, εγώ σε συμβουλεύω να μη ξεστρατείς και χαλάσεις τη φαμιλιάσ’.
– Φίλε Στέργιο, επιμένω.
– Αφού επιμένς, άκουσε τη συμβουλή μου.
– Σ’ ακούω, σ’ ακούω φίλε Στέργιο.
– Για να πλησιάσεις τη γειτόνισσά σου, θα πρέπει πρώτα να πιάσεις φιλικές σχέσεις με το σύζυγό της και όταν σιγουρευτείς, πως έγινε φίλος σου και απέκτησε και την εμπιστοσύνη σου, τότε, θα βρίσκεις διάφορες δικαιολογίες και θα πηγαίνεις, στο σπίτι της απαρεξήγητος, οπότε έτσι, κάποια μέρα, θα βρεις ευκαιρία να την εκμυστηρευτείς τον έρωτά σου.

Ο Γεωργάκης, αφού άκουσε με προσοχή τη συμβουλή του φίλου του και τη βρήκε σωστή, άρχισε και έκανε συχνά παρέα με το σύζυγό της και όταν τον συναντούσε στο καφενείο, τον κερνούσε πότε κανένα καφεδάκι και πότε και κανένα τσιπουράκι, όχι βέβαια σκέτο, αλλά, με έξτρα μεζέ. Αφού συνδέθηκε με το σύζυγό της, κάποια μέρα, που έμαθε ότι ο άνδρας της απουσίαζε, πήρε το θάρρος και πήγε στο σπίτι της και την εκμυστηρεύτηκε το φλογερό του έρωτα.

Η κυρά Μήτσινα ξαφνιάστηκε από την απροσδόκητη ερωτική του εξομολόγηση και του είπε:
– Γεωργάκη, δε φοβάσαι μη το μάθ’ η γναίκας και θάχς φασαρίες;
– Κυρά Μήτσινα, εγώ την κολακεύω και τη λέω, ότι είναι η ωραιότερη απ’ όλες τις γυναίκες της γειτονιάς μας και μεχ’ εμπιστοσύν.
– Γεωργάκημ’ άμα είναι έτσ’, κατ’ θα γίν, αργότερα όμως…
Ο Γεωργάκης, όταν άκουσε την υποσχόμενη απάντησή της, δεν κρατήθηκε, χίμηξε και τη φίλησε και έφυγε χαρούμενος. Περίμενε όμως να βρει κάποια μεγαλύτερη ευκαιρία για να ολοκληρώσει το φλογερό του έρωτα! Και η ευκαιρία αυτή, δεν άργησε. Ένα απόγευμα μιας Κυριακής που βγήκε στην πλατεία του χωριού του για να βρει πελάτες για το παζάρι της Δευτέρας, κατά καλή του τύχη, τον συνάντησε ο σύζυγος της κυρά-Μήτσινας.
– Γεωργάκη, αύριο Δευτέρα, θέλω να με κρατήσεις δυο θέσεις στο κάρρο, διότι θάρθω και γω στα Τρίκαλα με τη γναίκαμ’.
– Ναι, ναι γείτονα, θα σι κρατήσω. Το πρόσωπο του Γεωργάκη, άστραψε από χαρά, διότι πίστεψε, πως ήρθε η ευκαιρία, που ζητούσε ανυπόμονα.
Αφού στη συνέχεια, συγκέντρωσε αρκετούς πελάτες για το παζάρι της Δευτέρας, ξεκίνησε να γυρίσει στο σπίτι του. Πριν όμως, προφτάσει να μπει στην αυλή του σπιτιού του, τον έφτασε από κοντά ο μπάρμπα Βασίλτς, από τον απάν μαχαλά και το είπε:
– Γεωργάκη, αύριο θάρθω και γω στο παζάρ’. Θέλω να πλήσω ένα τσοβάλ’ αρβύθια.
– Μπάρμπα Βασίλ’ λυπάμαι. Δεν μπορώ να σι πάρω, διότι συμπλήρωσα φορτώματα και παζαριώτες, (υπολογίζοντας με σιγουριά, ότι θαρχότανε στο παζάρ’ και η κυρά-Μήτσινα) γι’ αυτό και έβαλε δίπλα από τη δική του θέση μια καρέκλα για να καθήσει κοντά του ή κύρα-Μήτσινα

Το πρωί όμως της Δευτέρας, αφού ο Γεωργάκης φόρτωσε όλα τα τσοβάλια και ήρθε η ώρα να ξεκινήσει, αυτός καθυστερούσε σκόπιμα, διότι περίμενε την ερωτ…….. του. Οι πελάτες όμως, επειδή δεν γνώριζαν την πονηρή καθυστέρησή του, ανησυχούσαν και φώναζαν δυνατά:
– Άντε! Άντε! Γεωργάκη, πέρασε η ώρα. Ο Γεωργάκης όμως, ήξερε τι έκανε, καθυστερούσε σκόπιμα, για νάρθει η κυρά-Μήτσινα με το σύζυγό της. Ξαφνικά όμως, ήρθε μόνος τους, ο σύζυγός της.

Ο πονηρός Γεωργάκης, προσποιούμενος, ότι τάχα βιαζότανε να ξεκινήσει, ρώτησε το σύζυγό της…
– Μήτσο, θ’ αργείσ’ νάρθ’ η γναίκας;
– Γεωργάκη, η γναίκαμ’ δε θαρθ’, διότι ψες την έπιασε φοβερός πονοκέφαλος και δεν έκλεισε μάτι.
Ο Γεωργάκης, μόλις άκουσε το πικρό χαμπέρι, πικράθηκε. Κατάπιε την πίκρα του και μουρμούρισε:
– Βρε, βρε, την παλιο-βρόμα, σήμερα, βρήκε μέρα και την έπιασε πονοκέφαλος; Εγώ για το δικό της χατίρι, έδιωξα το μπάρμπα-Βασίλ’ και έχασα και το αγώγι του.
Ο Γεωργάκης λοιπόν, ύστερα από αυτή την καντεμιά που έπαθε, έπαψε πια, να ερωτοτροπεί με την κυρά-Μήτσινα. Αρχισε να μπεκρουλιάζει και να γλεντοκοπάει σ’ όλους τους γάμους και στα πανηγύρια και για να δείξει πως είναι και κουβαρδάς, όταν έμπαινε πρώτος στο χορό, κολλούσε στο μέτωπο του κλαριτζή, ένα κολλαριστό 5δραχμο, αλλά, του έλεγε κρυφά στ’ αυτί του:
– Φίλε, άμα μπιτίσ’ το γλέντ’, να μη φυγς. Από το 5δραχμο που σι κόλλστα στο κούτελοσ’, θα κρατήσ’ μόνον δυο δραχμές και θα με γυρίσ’ πίσω, τις 3 δραχμές.
– Ναι, ναι, Γεωγάκη μ’.
Τώρα, πέσμου ποιο τραγούδ’ θελς, να σε παίξω για να χορέψ;
– Εγώ φίλε, όπως ξέρς, είμαι καρροτσέρης. Θα με παίξ’ το σχετικό τραγούδι του καρροτσέρη, που λέει: «Καρροτσέρη, καρροτσέρη, πόσα τάλαρα γυρεύεις, να μας πας και να μας φέρεις;»
– Πέντε τάλαρα γυρεύω, να σας πάω και να σας φέρω».
Μόλις ο κλαριτζής άρχισε να παίζει το αγαπημένο του τραγούδι, ο Γεωργάκης μερακλώθηκε. Αφού κορδώθηκε για να πάρει λίγο ύψος…, άρχισε και χόρευε με πολλά τσαλιμάκια, με πηδηχτές στροφές και να φωνάζει δυνατά: ΟΠΑΤΑ! ΟΠΑΤΑ! Μα και οι παριστάμενοι όμως συγχωριανοί του για να τον επαινέσουν, ζητωκραύγαζαν:
– Μπράβο!! Μπράβο! Γεωργάκη.

Αγαπητοί μου φίλοι συμπολίτες, τελειώνοντας την εξιστόρηση του σημερινού μου δημοσιεύματος, κρίνω σκόπιμον και συμβουλεύω τους ερωτιάρηδες, να μην ερωτεύονται παράφορα, διότι κινδυνεύουν να πάθουν και αυτοί, αυτό, που έπαθε και ο δικός μου φίλος, ο Γεωργάκης… Αυτά για την Ιστορία…

Του Νίκου Τσεκούρα,

συνταξιούχου δάσκαλου

Το πάθημα του ερωτιάρη Γεωργάκη

Μότο: Ο μπάρμπα Αχιλλέας, πατέρας του Γεωργάκη, τον άφησε ορφανό σε ηλικία 15 χρονών και είχε και τρεις μεγαλύτερες αδελφές, την πανέμορφη Αμαλία, που είχε το φρύδι χελιδονιού, τη ρωμαλέα Αποστολία και τη μοντέρνα Κωνσταντία.

Αγαπητοί μου αναγνώστες, πιστεύω ότι όλοι σας θα θυμάσθε το εύθυμο και το περιλάλητο τραγούδι, που λέει: Ο Γιώργος είναι πονηρός και αυτά που λέει, μη τα τρως και από τις 12 και μπρος, κυκλοφοράει για γαμπρός.

Από το τραγούδι αυτό, πήρα αφορμή και με το σημερινό μου δημοσίευμα, σας εξιστορώ και εγώ, την ερωτική δραστηριότητα για κάποιο άλλο γνωστό μου Γιώργο, που οι συγχωριανοί του τον φώναζαν Γεωργάκη, λόγω του μικρού του αναστήματος. Αυτός όμως, παρά το μειονέκτημά του, ήταν παθιασμένος ερωτιάρης.

Ο μπάρμπα Αχιλλέας, πατέρας του Γεωργάκη, τον άφησε ορφανό σε ηλικία 15 χρονών και είχε και τρεις μεγαλύτερες αδελφές, την πανέμορφη Αμαλία, που είχε το φρύδι χελιδονιού, τη ρωμαλέα Αποστολία και τη μοντέρνα Κωνσταντία.

Ο Γεωργάκης ήταν μεν κοντόσωμος, αλλά είχε πολλά προτερήματα: Ήταν πανέξυπνος, διπλωμάτης και πολύ καλός μίμος. Στο καφενείο που έπινε τον καφέ του, οι θαμώνες τον παρακινούσαν να προσποιηθεί κάποιον, για να γελάσουν. Ο Γεωργάκης δεν τους χαλούσε το χατίρι. Μιμούνταν πότε τον αγράμματο παπα-Πέτρο του χωριού τους, το πως έψαλνε το Ευαγγέλιο με τη βραχνή φωνή του και άλλοτε πάλι, τη θλιβερή φωνή της κουκουβάγιας και οι θαμώνες ξεκαρδίζονταν στα γέλια.

Σύμφωνα με το τοπικό έθιμο του χωριού του, αν και ήταν ο μικρότερος από την ορφανή του οικογένεια, αυτός ανέλαβε τις βαριές οικογενειακές υποχρεώσεις: Την οικονομική διαβίωση της οικογένειας καθώς και τη φροντίδα να φτιάσει τα προικιά για τις αδελφές του και να βρει και γαμπρούς να τις παντρέψει, δεδομένου ότι ο πατέρας του, ήταν φτωχός και δεν άφησε και περιουσία. Το μόνο περιουσιακό στοιχείο που τους άφησε, ήταν ένα ζευγάρι άλογα και ένα αναπηρικό διπλόκαρρο.

Ο Γεωργάκης όμως, παρ’ όλες τις βαριές οικογενειακές υποχρεώσεις που κληρονόμησε, δεν απελπίστηκε. Αφού βασάνισε το μυαλό του, αποφάσισε να γίνει καρροτσέρης – αγωγιάτης, διότι συνηγορούσαν δυο λόγοι: 1ος, Διότι είχε τ’ άλογα και το κάρο για μεταφορές και 2ον, διότι στη γειτονική πόλη των Τρικάλων, κάθε Δευτέρα, γινότανε παζάρι για αγοραπωλησίες γεωργικών προϊόντων και οι συγχωριανοί του πήγαιναν στο παζάρι για να πουλήσουν τα προϊόντα τους, φορτωμένα στα γαϊδουράκια τους, διανύοντας δυο ώρες δρόμο και ταλαιπωρούνταν.

Ο Γεωργάκης, για να βεβαιωθεί, εάν η δουλειά του θα πήγαινε καλά, έκανε ένα δοκιμαστικό τεστ. Μια Κυριακή πρωί, μετά τη λήξη της θείας Λειτουργίας, πήγε στο Βακούφκο – Εκκλησιαστικό καφενείο, που ήταν συγκεντρωμένοι πολλοί συγχωριανοί του και πίνανε τον καφέ τους, αφού τους καλημέρισε, πήρε το θάρρος και τους ανακοίνωσε την απόφασή του και για να τους καλοπιάσει, τους υποσχέθηκε ότι θα τους παίρνει και λίγο αγώγι για τη μεταφορά των προϊόντων τους.

Οι συγχωριανοί του βρήκαν καλή την απόφασή του και τον παρότρυναν να ξεκινήσει τη δουλειά του και του υποσχέθηκαν και αυτοί, ότι θα τον βοηθήσουν όλοι τους.

Ο Γεωργάκης, αφού πήρε τη διαβεβαίωσή τους, τους ευχαρίστησε και έφυγε.

Το απόγευμα της ίδιας Κυριακής, βγήκε στην πλατεία του χωριού τους και έκανε το Ντελάλη, φωνάζοντας δυνατά: Ακούστε!! Ακούστε!! Αγαπητοίμ’ συγχωριανοί. Εγώ πήρα την απόφαση, κάθε Δευτέρα το πρωί, να πηγαίνω με το κάρρομ’ στο παζάρ’ στα Τρίκαλα αγώγια.

Οσοι έχετε σοδήματα για πούλημα, θα πρέπει, πρωί-πρωί, τη Δευτέρα να φέρτε τα φορτώματά σας στη ρούγα του σπιτιούμ’.

Τη Δευτέρα το πρωί, γέμισε η ρούγα του από πελάτες με τα φορτώματά τους. Ο Γεωργάκης μόλις τα είδε, πέταξε από τη χαρά του. Αφού ήρθε η ώρα για να ξεκινήσει, ανασήκωσε τα μανίκια του και στο άψε – σβήσε φόρτωσε τα τσουβάλια. Στη συνέχεια, αφού ανέβηκαν στο κάρρο και οι ιδιοκτήτες από τα φορτώματα, ο Γεωργάκης έριξε μια κρυφή ερευνητική ματιά σ’ όλα τα τσουβάλια και αφού κρυφοϋπολόγισε ότι θάβγαζε καλό αγώγι, έκανε το σταυρό του και σιγομουρμούρισε: Αχ! παναγίτσαμ’, βοήθα με να παν καλά οι δλεςμ’ και εγώ σ’ υπόσχομαι, ότι μόλις γυρίσω απ’ το παζάρ’, θάρθω στην εκκλησιά και θα σανάψω μια λαμπάδα μεγαλύτερ’ απ’ το μπόϊμ’.

Στη συνέχεια, αφού τράβηξε το χαλινάρι από τ’ άλογά του και ξεκίνησε το κάρο, ο διπλωμάτης Γεωργάκης για να διασκεδάσει τους πελάτες του, άρχισε και μιμούνταν πότε τη φωνή πολλών συγχωριανών του και πότε τη φωνή του λύκου και οι πελάτες ου ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Ετσι, με τα καρκαριστά γέλια τους, έφτασαν στο παζάρι, χωρίς ταλαιπωρία και έμειναν και ευχαριστημένοι.

Ο Γεωργάκης αφού δούλεψε λίγους μήνες και συγκέντρωσε ένα μεγαλούτσικο χρηματικό ποσόν, αγόρασε τις προίκες για τις αδελφές του και αφού βρήκε και γαμπρούς τις πάντρεψε και απαλλάχτηκε απ’ όλες τις υποχρεώσεις και ως προστάτης της οικογένειας, έκανε τη σκέψη να παντρευτεί και αυτός.

Εκανε πρόταση γάμου, σε μια κοπέλα από καλή οικογένεια. Η κοπέλα όμως, δεν έκανε αποδεχτή την πρότασή του για δυο λόγους: Πρώτα για το κοντό του ανάστημα και κατά δεύτερο λόγο, διότι το επάγγελμά του, δεν ήταν προσοδοφόρο…

Ο Γεωργάκης πικράθηκε μεν, αλλά, δεν απελπίστηκε. Παντρεύτηκε μια άλλη κοπέλα, απ’ τον απάν μαχαλά, που την έλεγαν Πιπίτσα. Ηταν μεν λίγο ασχημούλα, αλλά, είχε μεγάλη περιουσία. Στην αρχή, τα πήγαιναν καλά· αργότερα όμως, η Πιπίτσα άρχισε αδικαιολόγητες γκρίνιες. Ο Γεωργάκης, όπως προανέφερα, ήταν διπλωμάτης. Για να την καλοπιάσει, την έλεγε γλυκόλογα και μια Δευτέρα, που πήγε στα Τρίκαλα, την αγόρασε ένα πολύχρωμο κολιέ, καθώς και πολλά καλλυντικά. Πάραταυτα, η Πιπίτσα συνέχιζε τις γκρίνιες και το χειρότερο που έκανε, δεν ανταποκρίνονταν ούτε και σε συζυγικές της υποχρεώσεις

Δικαιολογημένα, ο Γεωργάκης πικράθηκε και άρχισε να ερωτοτροπεί με την όμορφη γειτόνισσά του την κυρά Μήτσινα. Πως όμως, να την εκμυστηρευτεί το φλογερό του έρωτα; Ντρέπονταν. Επειδή όμως, ο καιρός περνούσε, ο Γεωργάκης κάθε βράδυ έμενε άγρυπνος.

Το φλογερό του έρωτα, αποφάσισε και τον εκμυστηρεύτηκε στο φίλο του το Στέργιο.

– Φίλε Στέργιο, αυτό και αυτό μου συμβαίνει. Ο φίλος του, όταν άκουσε την απροσδόκητη επιθυμία του παραξενεύτηκε και του είπε:

– Φίλε Γεωργάκη, εγώ σε συμβουλεύω να μη ξεστρατείς και χαλάσεις τη φαμιλιάσ’.

– Φίλε Στέργιο, επιμένω.

– Αφού επιμένς, άκουσε τη συμβουλή μου.

– Σ’ ακούω, σ’ ακούω φίλε Στέργιο.

– Για να πλησιάσεις τη γειτόνισσά σου, θα πρέπει πρώτα να πιάσεις φιλικές σχέσεις με το σύζυγό της και όταν σιγουρευτείς, πως έγινε φίλος σου και απέκτησε και την εμπιστοσύνη σου, τότε, θα βρίσκεις διάφορες δικαιολογίες και θα πηγαίνεις, στο σπίτι της απαρεξήγητος, οπότε έτσι, κάποια μέρα, θα βρεις ευκαιρία να την εκμυστηρευτείς τον έρωτά σου.

Ο Γεωργάκης, αφού άκουσε με προσοχή τη συμβουλή του φίλου του και τη βρήκε σωστή, άρχισε και έκανε συχνά παρέα με το σύζυγό της και όταν τον συναντούσε στο καφενείο, τον κερνούσε πότε κανένα καφεδάκι και πότε και κανένα τσιπουράκι, όχι βέβαια σκέτο, αλλά, με έξτρα μεζέ. Αφού συνδέθηκε με το σύζυγό της, κάποια μέρα, που έμαθε ότι ο άνδρας της απουσίαζε, πήρε το θάρρος και πήγε στο σπίτι της και την εκμυστηρεύτηκε το φλογερό του έρωτα.

Η κυρά Μήτσινα ξαφνιάστηκε από την απροσδόκητη ερωτική του εξομολόγηση και του είπε:

– Γεωργάκη, δε φοβάσαι μη το μάθ’ η γναίκας και θάχς φασαρίες;

– Κυρά Μήτσινα, εγώ την κολακεύω και τη λέω, ότι είναι η ωραιότερη απ’ όλες τις γυναίκες της γειτονιάς μας και μεχ’ εμπιστοσύν.

– Γεωργάκημ’ άμα είναι έτσ’, κατ’ θα γίν, αργότερα όμως…

Ο Γεωργάκης, όταν άκουσε την υποσχόμενη απάντησή της, δεν κρατήθηκε, χίμηξε και τη φίλησε και έφυγε χαρούμενος. Περίμενε όμως να βρει κάποια μεγαλύτερη ευκαιρία για να ολοκληρώσει το φλογερό του έρωτα! Και η ευκαιρία αυτή, δεν άργησε. Ένα απόγευμα μιας Κυριακής που βγήκε στην πλατεία του χωριού του για να βρει πελάτες για το παζάρι της Δευτέρας, κατά καλή του τύχη, τον συνάντησε ο σύζυγος της κυρά-Μήτσινας.

– Γεωργάκη, αύριο Δευτέρα, θέλω να με κρατήσεις δυο θέσεις στο κάρρο, διότι θάρθω και γω στα Τρίκαλα με τη γναίκαμ’.

– Ναι, ναι γείτονα, θα σι κρατήσω. Το πρόσωπο του Γεωργάκη, άστραψε από χαρά, διότι πίστεψε, πως ήρθε η ευκαιρία, που ζητούσε ανυπόμονα.

Αφού στη συνέχεια, συγκέντρωσε αρκετούς πελάτες για το παζάρι της Δευτέρας, ξεκίνησε να γυρίσει στο σπίτι του. Πριν όμως, προφτάσει να μπει στην αυλή του σπιτιού του, τον έφτασε από κοντά ο μπάρμπα Βασίλτς, από τον απάν μαχαλά και το είπε:

– Γεωργάκη, αύριο θάρθω και γω στο παζάρ’. Θέλω να πλήσω ένα τσοβάλ’ αρβύθια.

– Μπάρμπα Βασίλ’ λυπάμαι. Δεν μπορώ να σι πάρω, διότι συμπλήρωσα φορτώματα και παζαριώτες, (υπολογίζοντας με σιγουριά, ότι θαρχότανε στο παζάρ’ και η κυρά-Μήτσινα) γι’ αυτό και έβαλε δίπλα από τη δική του θέση μια καρέκλα για να καθήσει κοντά του ή κύρα-Μήτσινα

Το πρωί όμως της Δευτέρας, αφού ο Γεωργάκης φόρτωσε όλα τα τσοβάλια και ήρθε η ώρα να ξεκινήσει, αυτός καθυστερούσε σκόπιμα, διότι περίμενε την ερωτ…….. του. Οι πελάτες όμως, επειδή δεν γνώριζαν την πονηρή καθυστέρησή του, ανησυχούσαν και φώναζαν δυνατά:

– Άντε! Άντε! Γεωργάκη, πέρασε η ώρα. Ο Γεωργάκης όμως, ήξερε τι έκανε, καθυστερούσε σκόπιμα, για νάρθει η κυρά-Μήτσινα με το σύζυγό της. Ξαφνικά όμως, ήρθε μόνος τους, ο σύζυγός της.

Ο πονηρός Γεωργάκης, προσποιούμενος, ότι τάχα βιαζότανε να ξεκινήσει, ρώτησε το σύζυγό της…

– Μήτσο, θ’ αργείσ’ νάρθ’ η γναίκας;

– Γεωργάκη, η γναίκαμ’ δε θαρθ’, διότι ψες την έπιασε φοβερός πονοκέφαλος και δεν έκλεισε μάτι.

Ο Γεωργάκης, μόλις άκουσε το πικρό χαμπέρι, πικράθηκε. Κατάπιε την πίκρα του και μουρμούρισε:

– Βρε, βρε, την παλιο-βρόμα, σήμερα, βρήκε μέρα και την έπιασε πονοκέφαλος; Εγώ για το δικό της χατίρι, έδιωξα το μπάρμπα-Βασίλ’ και έχασα και το αγώγι του.

Ο Γεωργάκης λοιπόν, ύστερα από αυτή την καντεμιά που έπαθε, έπαψε πια, να ερωτοτροπεί με την κυρά-Μήτσινα. Αρχισε να μπεκρουλιάζει και να γλεντοκοπάει σ’ όλους τους γάμους και στα πανηγύρια και για να δείξει πως είναι και κουβαρδάς, όταν έμπαινε πρώτος στο χορό, κολλούσε στο μέτωπο του κλαριτζή, ένα κολλαριστό 5δραχμο, αλλά, του έλεγε κρυφά στ’ αυτί του:

– Φίλε, άμα μπιτίσ’ το γλέντ’, να μη φυγς. Από το 5δραχμο που σι κόλλστα στο κούτελοσ’, θα κρατήσ’ μόνον δυο δραχμές και θα με γυρίσ’ πίσω, τις 3 δραχμές.

– Ναι, ναι, Γεωγάκη μ’.

Τώρα, πέσμου ποιο τραγούδ’ θελς, να σε παίξω για να χορέψ;

– Εγώ φίλε, όπως ξέρς, είμαι καρροτσέρης. Θα με παίξ’ το σχετικό τραγούδι του καρροτσέρη, που λέει: «Καρροτσέρη, καρροτσέρη, πόσα τάλαρα γυρεύεις, να μας πας και να μας φέρεις;»

– Πέντε τάλαρα γυρεύω, να σας πάω και να σας φέρω».

Μόλις ο κλαριτζής άρχισε να παίζει το αγαπημένο του τραγούδι, ο Γεωργάκης μερακλώθηκε. Αφού κορδώθηκε για να πάρει λίγο ύψος…, άρχισε και χόρευε με πολλά τσαλιμάκια, με πηδηχτές στροφές και να φωνάζει δυνατά: ΟΠΑΤΑ! ΟΠΑΤΑ! Μα και οι παριστάμενοι όμως συγχωριανοί του για να τον επαινέσουν, ζητωκραύγαζαν:

– Μπράβο!! Μπράβο! Γεωργάκη.

Αγαπητοί μου φίλοι συμπολίτες, τελειώνοντας την εξιστόρηση του σημερινού μου δημοσιεύματος, κρίνω σκόπιμον και συμβουλεύω τους ερωτιάρηδες, να μην ερωτεύονται παράφορα, διότι κινδυνεύουν να πάθουν και αυτοί, αυτό, που έπαθε και ο δικός μου φίλος, ο Γεωργάκης… Αυτά για την Ιστορία…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου