ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Φρικιαστικές κατοχικές εικόνες ~ «Καλέ κυρά πεινάω…»

φρικιαστικές-κατοχικές-εικόνες-καλ-351386

Του Βασίλη Καραμπερόπουλου

Η μαυρίλα της κατοχής είχε πλακώσει για καλά την πατρίδα στην μαύρη περίοδο 1941-1944. Παντού πένθος, παντού μαυρίλα, παντού συμφορά. Δεκαεφτάρηδες τότε, νοιώθαμε να μας σφίγγει περισσότερο η πείνα, να σέρνουμε τα αδύναμα λόγω πείνας, πόδια μας, να μαζεύουμε τα κουρέλια μας και ο κατοχικός κλοιός να σμπαραλιάζει την αξιοπρέπειά μας, να τσαλακώνει το ηθικό μας, να μας καταγράφει σαν ένα από τα εκατομμύρια νούμερα, την παρουσία μας εδώ , στον ματωβαμμένο αυτό τόπο. Και όχι μόνο αυτό.

Οι κρεμάλες και οι τυφεκισμοί ήταν το άλλο φρικιαστικό δείγμα της αιματοβαμμένης περιόδου, από την οποία δεν έλειπαν και πλιατσικολόγοι- σφετεριστές της περιουσίας μας, οι μαυραγορίτες με την αρπαγή και την απληστία, οι πάσης μορφής αχρείοι- εκμεταλλευτές του πόνου και της δυστυχίας του λαού. Όμως εκείνο που έκανε τον καθένα μας να ραγίζει η καρδιά του, ήταν οι πεινασμένοι, αυτοί που κοιμόταν νηστικοί στα απαγγερά και στα πεζοδρόμια. Πολλοί από αυτούς, μεταφέρονταν, πεθαμένοι, με τα καροτσάκια στο νεκροταφείο.

Θλίψη και πόνος πολύς. Βαριά, καταθλιπτική η ατμόσφαιρα. Τα ουρλιαχτά καθημερινό άκουσμα και η γερμανική μπότα να συνθλίβει ελευθερίες, ανθρώπινες αξίες, ανθρώπους. Και η ζωή κυλούσε με αυτούς τους φρικιαστικούς ρυθμούς, χωρίς την κάποια παρηγοριά, χωρίς την οποιαδήποτε ελπίδα, χωρίς έλεος.

Ομως οι κραυγές πόνου που ακούγονταν, κυρίως στα χωριά, όπου υπήρχε κάποια ελπίδα να υπάρξει ανταπόκριση με το «καλέ κυρά πεινάω» ράγιζε καρδιές, έβλεπε ο καθένας μας στον εαυτό του, και μια περίπτωση πειναλέας κραυγής, μια παράσταση όπου ο πρωταγωνιστής- άνθρωπος βουτούσε στην ανέχεια, στην πείνα. Και μη νομίσετε πως και εδώ η κατάσταση ήταν καλύτερη. Πεινασμένοι και εδώ, έκαναν εφόδους στους μύλους για λίγο αλεύρι, οικογένειες που συντηρούνταν με χόρτα ανακατεμένα με λίγη άχνα αλευριού, ουρές για λίγο ψωμί στο χωριάτικο φούρνο, δουλειά συντήρησης της δημοσιάς Βόλου- Λάρισας με μεροκάματο μισό κιλό ψωμί.

Ολα μαύρα, όλα καταθλιπτικά. Και πάνω απ’ όλα η κραυγή απελπισίας «καλέ κυρά πεινάω» που σου έσχιζε την καρδιά, που έσμιγε με τον δικό σου πόνο, τη δική σου καταθλιπτική πορεία. Γιατί τα θυμόμαστε και τα λέμε τώρα; Γιατί τα ζήσαμε προσωπικά, η πείνα που κατέτρωγε τα σωθικά μας και μας έριξε πολλές φορές άρρωστους στο κρεβάτι, που κοιμόμασταν νηστικοί, που ακουμπούσαμε για κάποιο καιρό στην μεγαθυμία και την αρωγή συγγενών μας, γιατί η πείνα δεν έκανε διακρίσεις, ούτε υποχωρήσεις, όταν μάλιστα είχε περιτυλίξει με την πονοδιάστατη παρουσία της ολόκληρες οικογένειες.

Το «καλέ κυρά πεινάω» είναι θύμηση μιας σκοτεινής περιόδου, είναι το δράμα ενός λαού, είναι η κραυγή που αχνά μέχρι και τις μέρες μας ακούγεται, για να μας κεντρίζει το ενδιαφέρον, να μας θυμίζει σκοτεινές περιόδους, για να μας δείχνει δρόμους σιγουριά και ελπίδας, σε τέτοιους χαλεπούς καιρούς που τίποτε δεν σημαδεύει και τίποτε δεν αποκλείεται.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου