ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Εμείς δεν «Μένουμε Ελλάδα»

εμείς-δεν-μένουμε-ελλάδα-370560

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Αλλά ζούμε στην Ελλάδα. Γιατί η ζωή μας στην Ελλάδα δεν είναι προσωρινή παραμονή. Στη χώρα, όπου γεννηθήκαμε, ανατραφήκαμε και σταδιοδρομήσαμε, όπου ονειρευτήκαμε και δώσαμε μάχες ενάντια σε βάρβαρους εισβολείς (και κερδίσαμε αυτές τις μάχες με αυτοθυσία, τιμή και δόξα), εμείς δεν μένουμε, αλλά ζούμε. Και ζούμε κάτω από συνθήκες κατοχικής εξαθλίωσης, και διακοπές καλοκαιρινές, όπως παλιά, δεν μπορούμε πια να κάνουμε. Επομένως, δεν νιώθουμε Έλληνες, όταν «μένουμε Ελλάδα». Για τον μισό (και παραπάνω) ελληνικό πληθυσμό, η Ελλάδα έγινε μόνο μία φωτογραφία, ένα στιγμιότυπο κομμένης ανάσας.

Ολους μάς γοητεύει, με τις φυσικές της καλλονές, η Ελλάδα, αλλ’ εμείς, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να την χαιρόμαστε για δυο – τρεις μέρες, βιαστικά και ανοικονόμητα, κι ύστερα να την πληγώνουμε όσο περισσότερο μπορούμε. Και να μας πληγώνει, μολονότι ένας ολόκληρος ξένος κόσμος βρίσκεται προσκυνητής στα πόδια της. Αυτή, όμως, έπαψε πια να δίνει χαρά στα παιδιά της – μάνα μητριά με το ραβδί στο χέρι.

Φαίνεται πως δεν θα μπορέσουμε άλλο πια ν’ απολαύσουμε τις ομορφιές της, αυτοπρόσωπα. Είδαμε ό,τι προφτάσαμε να δούμε. Τώρα, θα φωνάζουμε: Ελλάδα, φως ανείδωτο, κι εμείς, οι μόνοι ζωντανοί, στο ζωηρό κι ακλόνητο μηδέν της ιστορικής μας μνήμης. Μοιάζουμε με πρόβατα που ο βοσκός τ’ αναζητεί, τη νύχτα, με τον φανό του. Ή μήπως χάθηκε κι ο βοσκός;

Εμείς δεν «μένουμε στην Ελλάδα», όπου μαθαίνουν να μαγειρεύουν τον αστακό και λίγοι να τον απολαμβάνουν, πλάι στο κύμα. Εμείς ζούμε στην Ελλάδα και αγωνιζόμαστε να βρούμε τρόπους σωτηρίας της και σωτηρίας μας. Και σαστίζουμε από τα νέα δεινά και καλούμε σε βοήθεια, απεγνωσμένα.

Εμείς δεν «μένουμε Ελλάδα», μέσα σε ακριβά ξενοδοχεία, με πισίνες και ματαιόδοξους κοσμικούς τύπους. Εμείς ζούμε σε μία Ελλάδα φτωχοποιημένων κοινωνικών τάξεων, νέων που μαστίζονται από την ανεργία και εργαζομένων χωρίς προοπτική, πολιτών που δεν έχουν πια στον ήλιο της Ελλάδας μοίρα.

Εμείς δεν «μένουμε Ελλάδα», όπου διαφημίζονται τα μονοπάτια των βουνών για προνομιούχους περιπατητές. Εμείς ζούμε στην Ελλάδα, όπου κλείνουν οι δρόμοι των ονείρων. Και ζούμε σε μία αυταπάτη, αλλά δεν παύουμε να ελπίζουμε, έστω και με σκοτεινό το βλέμμα μας στο μέλλον. Ξέρουμε (από τις πιο μεγάλες εθνικές μας τραγωδίες) πως το φως του ήλιου θα σβήσει, μια μέρα, το φως των ματιών μας. Ο ήλιος, όμως, θα ξαναβγεί για να φωτίσει τα μάτια των νέων γενεών.

Εμείς δεν θέλουμε να μένουμε μ’ αυτούς που «μένουν Ελλάδα», αλλά να ζούμε μ’ αυτούς που αγωνίζονται να ζήσουν, να συνυπάρχουμε μ’ αυτούς που υπάρχουν στο πλευρό μας, και να συνοδοιπορούμε στον ίδιο ανήφορο με όσους μοιράζονται τις νέες ιστορικές μας εμπειρίες. Δεν θέλουμε να μένουμε σε μία Ελλάδα, όπου το κρατικό της κανάλι, παρουσιάζοντας τα μαγικά ελληνικά τοπία, παίζει ξένη μουσική (και σχεδόν σπάνια ελληνική), τη στιγμή που, στην ελληνική αρχαιότητα, για να ψυχαγωγήσουν τους νέους, εισήγαγαν στην εκπαίδευση τη μουσική. Όταν μας δείχνουν βυζαντινά ξωκλήσια, αρχαιολογικούς χώρους και δάση οξυάς και καστανιάς, ελαιοπερίβολα κι αμπέλια, ασβεστωμένα νησιώτικα σπιτάκια και καλντερίμια ορεινών χωριών, με ξένη μουσική υπόκρουση, είναι παράκρουση του νου. Ακούγοντας ελληνική μουσική, δεν θα λησμονήσουμε εύκολα τα ειδυλλιακά και πρόσχαρα τοπία της Ελλάδας. Με την προβολή μιας πλούσιας εορταστικής μουσικής εικόνας, από την ελληνική ύπαιθρο, πλημμυρισμένη από χρώμα και φως, νιώθουμε περισσότερο Ελληνες. Έχουμε συνθέσει ελληνική μουσική με δύναμη και σφρίγος, και είμαστε σε θέση να σκιαγραφήσουμε μουσικά έναν οραματισμό, μία περιπλάνηση της φαντασίας και της σκέψης τού φυσιολάτρη λαού μας, σε διάφορα σημεία του ελληνικού χώρου. Μπορούμε να ταξιδέψουμε στο χώρο και στο χρόνο, με υπέροχη ελληνική μουσική, με τη συνοδεία, κάθε φορά, μιας διαφορετικής μας μούσας (εξ ου και η έννοια της μουσικής). Και από την απροσπέλαστη Πίνδο, να πάμε ως κάτω από το Ταίναρο και την ηρωική μεγαλόνησο. Είναι ανόητο να προβάλλεις ένα ελληνικό πανηγύρι και να το συνοδεύεις με ξένη μουσική. Θέλουμε, με τα μάτια της ψυχής μας, ν’ αγναντεύουμε τα θεόρατα βουνά και να μας κυριεύει δέος. Θέλουμε να γυρίζουμε τ’ αυτιά μας στον κάμπο, εκεί που χορεύουν εύθυμα, στο ρυθμό της ελληνικής μουσικής, εκεί που πανηγυρίζουν, και μ’ ένα σκόνης σύννεφο, να φτάνει ο αχός στ’ αυτιά μας. Ως Έλληνες, ήμασταν πάντα οι δημιουργοί της μουσικής και οι ονειρευτές των δικών μας ονείρων.

Επίσης, δεν μας αρέσει να μένουμε στην Ελλάδα των συμβιβασμών (όσο έντιμοι κι αν είναι), και των συμβιβασμένων (όσο ορθολογιστές κι αν είναι). Δεν δεχόμαστε τους διχαστές και τους διχασμένους, τους δανειστές και τους δανεισμένους. Δεν διαπραγματευόμαστε (που μοιάζει να παζαρεύουμε), αλλά, αντίθετα, να πραγματευόμαστε τα δημόσια πράγματα. Ως Ελληνες, ζούμε μία θλιβερή και πικρή καθημερινότητα, κι ο ζυγός της υποδούλωσης δείχνει να μας συντρίβει. Ούτε τρέφουμε καμία συμπάθεια για τις ποδοπέδες και τους ποδοπατημένους, τους χορτασμένους και τους πεινασμένους, τους μιαρούς και τους μιασμένους. Ξέρουμε ότι η ηθικότητα διδάσκει, όχι πώς να γίνεις ευτυχισμένος, αλλά πώς να γίνεις άξιος της ευτυχίας. Πιστεύουμε ότι στην Ελλάδα του Πλάτωνα η παιδεία είναι ο δεύτερος ήλιος για τους ανθρώπους. Χρειαζόμαστε τον πρώτο ήλιο για να οργώνουμε με ελπίδα και ν’ αλωνίζουμε μετέχοντας, ασφαλώς, στον καρπό που ελπίσαμε. Μας ενδιαφέρει, όμως, περισσότερο ο δεύτερος ήλιος, που είναι για τους νέους σωφροσύνη, για τους φτωχούς πλούτος και στολίδι για τους πλούσιους.

Κλεισμένοι σ’ έναν στενό πια χώρο, με απερίγραπτη στενοχώρια, περήφανοι, όμως, για τις καινούργιες μας εμπειρίες, αναρωτιόμαστε πότε ανοίξαμε, για πρώτη φορά, ένα παράθυρο στον κόσμο. Πού (και με ποιους) φάγαμε το πικρό ψωμί της κατοχής, για πρώτη μας φορά. Και πού, για πρώτη φορά, δεν μπορέσαμε να κλείσουμε μάτι, στα παγωμένα κουρέλια, που μας τύλιξαν.

Και, τότε, για πρώτη φορά, στείλαμε ένα επείγον γράμμα στους πραγματικούς συμπατριώτες μας, λέγοντάς τους πως, κάποτε, θα ξυπνήσουμε, σ’ έναν νέο χώρο. Μετά τρέξαμε και φτάσαμε. Προσέξαμε, όμως, για πρώτη φορά, ότι είχαμε τρέξει νωρίτερα απ’ ό,τι φτάσαμε.

Στα βορειοηπειρωτικά βουνά, κάτω από συνθήκες αγριότητας και εθνικού μαρτυρίου, όταν σηκώνουμε τα σπαραγμένα μάτια της φαντασίας μας, θαρρώ πως βλέπουμε, σε κάποια απόσταση, τους πολεμιστές εκείνης της εποποιίας. Σε ποια απόσταση; Σε απόσταση ζωής από μας! Εκεί στέκεται ακόμα η μητέρα μας και στρώνει το τραπέζι. Μας καταλαμβάνει, όμως, γιατί την κοιτάζουμε, για τελευταία φορά. Απίστευτο! Είναι η απόσταση του θανάτου. Τώρα, αναρωτιόμαστε πότε θ’ ακούσουμε πάλι, να μας μιλούν για κάποιον, που θα μπορέσει να μας απελευθερώσει. Για κάποιον που θα δεχτεί να ορκιστεί πως δεν θα μας προδώσει.

Αλλά, πραγματικά, βλέπω, για τελευταία φορά(;), σήμερα. Στην Ελλάδα που ζω και στο δρόμο που μένω, μπροστά σ’ ένα σχολείο, ένας ρακοσυλλέκτης, που βρωμάει ολόκληρος αδειάζει τενεκέδες. Μυρίζει το ψωμί του λείψανο, δειπνάει, ο δυστυχής, τούς πεθαμένους. Για τελευταία φορά, για τελευταία φορά(;) Έρχεται κι ένας δεύτερος, κι ένας τρίτος, κι ένας τέταρτος. Κι ύστερα αμέτρητοι ρακοσυλλέκτες, αμέτρητα τα ράκη της Ελλάδας, ψυχικά ράκη που φυσούν στους σκουπιδοτενεκέδες την ψυχή τους.

Πεινάει ο λαός, σκυφτός στους δρόμους, και του θεού φωνάζει: «Βόηθα!»

Ωχου, ελάτε όλοι εσείς, που δεν ζείτε, όπως σας αξίζει, ελάτε πια κι εσείς του κρατικού καναλιού, να ζήσουμε στην Ελλάδα. Κοιτάξτε και τον γραφιά του καναλιού. Στον ίσκιο κάθεται, σταυροπόδι, παχύς, χοντραλειμμένος ξίγκια. Κοιτάζει την Ελλάδα, χαίρεται. Κοιτάζει τον Έλληνα, και παχαίνει. Παχύδερμο έγινε!

Θα θέλατε να δείτε, τώρα, μερικές από τις δεκάδες γλωσσικές μπαρούφες των τηλεπαρουσιαστών τού συγκεκριμένου προγράμματος, ιδιαίτερα της γυναίκας που, από την πολλή της ευγένεια, τιμαρεύει τα Ελληνικά της, τα ξυστρίζει και μετά τα πασάρει στους τηλεθεατές της. Όταν θέλει να μάθει «πόσο κοστίζει ο ύπνος σ’ ένα ξενοδοχείο», ενθυμούμενη τα προβατάκια στο χωριό της, ρωτάει: «πόσο πάει το μαλλί»; Έχετε ακούσει ποτέ, στον βίο της εθνικής μας γλώσσας, το επίρρημα «αεροπλανικά»; Το ξεστόμισε κι αυτό! Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η κυρία αυτή (και μάλιστα σ’ ένα κρατικό κανάλι) μου θυμίζει τον άρτο που παρασκευάζουν, χωρίς προζύμι, οι Ισραηλίτες κι οι καθολικοί, το άζυμο ψωμί, ίσως και το αζύμωτο. Αλλά με το αζημίωτο! Και γιατί, κυρία μου, λέτε «εξτρίμ τρόπος» κι όχι ακραίος; Γιατί αυτά τα μεσοβέζικα; Γιατί αυτές οι παπαρδέλες; Και γιατί τόσο γαστρονομικό ενδιαφέρον, όταν σας ακούει ένας λαός που πεινάει και που τα παιδιά του «μένουν Ελλάδα», αλλά άνεργα, αταξίδευτα και απελπισμένα; Πότε θα ντραπείτε γι αυτή την αναισθησία σας; Φαίνεται πως εσείς, τελικά, «μένετε Ελλάδα». Πάντως, αντίθετο του αφελληνισμού είναι ο εξελληνισμός. Εξελληνιστείτε λίγο, σας παρακαλούμε. Σας ακούνε τα Ελληνόπουλα! Μήπως «Μένουνε κι αυτά Ελλάδα»;

Δεν είναι και τόσο δύσκολα τα πράγματα όταν, τα σημάδια από τις πληγές, σαν κάνει κρύο, αρχίζουν να πονάνε. Θα πάρετε κάποιο φάρμακο. Πάνω σε άμμο χτίσαμε, πρώτα. Και μετά χτίσαμε πάνω σε βράχο. Σαν γκρεμίστηκε ο βράχος, σταματήσαμε να χτίζουμε. Στη συνέχεια, συχνά, χτίζαμε ξανά και ξανά, όπως τύχαινε, πάνω σε άμμο και βράχο, μα έχουμε μάθει.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου