ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Κατανάλωση και απόλαυση στο καλοκαίρι των 50 ευρώ

κατανάλωση-και-απόλαυση-στο-καλοκαίρ-402780

Γράφει ο Νίκος Κουρεμένος

Η συνεχιζόμενη έλλειψη χρημάτων εκτός από τις δυσκολίες και στενοχώριες που καθημερινά συσσωρεύει, μας αποτρέπει/αποκλείει από μια πληθώρα καταναλωτικών ενεργειών. Έτσι έχουμε αρκετό χρόνο για απελπισία αλλά και μια καλή ευκαιρία να την αντιπαρέλθουμε προσπαθώντας να αποτιμήσουμε την πραγματική έκταση κι αναγκαιότητα της κατανάλωσης στην καθημερινότητά μας.

Η περίοδος του καλοκαιριού κατέχει σε σχέση με τις άλλες εποχές μια αμεσότερη επαφή με την ψυχοσωματική υπόστασή μας. Η εργασιακή ανάπαυλα και η ζωογόνος ζέστη που ενώνει σωματικά τη φύση με τα σχεδόν γυμνά σώματά μας αποδίδουν στο καλοκαίρι μια επαναλαμβανόμενη ανάμνηση του πρώτου ανθρώπου που χωρίς το άγχος του δυτικού πολιτισμού ζούσε σε άρρηκτη επαφή με τη φύση.

Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι το καλοκαίρι απαρνιόμαστε ή ακόμη και βγαίνουμε για λίγο από την δυναστική καθημερινότητα των υποχρεώσεων και των αμείλικτων διοριών και κάνουμε πρακτική τον φυσιολάγνο άνθρωπο του Ρουσσώ ή την ενστικτώδη ζωή του Ξένου του Καμύ, αν δεν είχε καταπλακωθεί από αλλεπάλληλες σκηνοθεσίες και καταναλωτικά προγράμματα.

Η απίστευτη σωρεία υλικών και άυλων καταναλωτικών προϊόντων για το καλοκαίρι (ρούχα, αξεσουάρ, είδη κοσμητικής, ξενοδοχεία, κέντρα αισθητικής, εστιατόρια, γραφεία εισιτηρίων, δάσκαλοι κολύμβησης κ. λ.) επιβάλλει την αναγκαιότητά τους μέσω την σκηνοθεσίας της απόλαυσης του καλοκαιριού. Ύστερα από πολλές δεκαετίες διαφημίσεων, ταινιών, φωτογραφιών αλλά και βιβλίων έχουμε φτάσει ν’ αποζητούμε το σκηνοθετημένο καλοκαίρι στην πισίνα με τη μαργαρίτα στο χέρι και τις αιθέριες υπάρξεις να παρελαύνουν μπροστά απ’ την ξαπλώστρα μας που δεν αποτελεί παρά την μετεξέλιξη/εγκιβωτισμό εκείνης της αβίαστης καταπραϋντικής αίσθησης της ξέγνοιαστης επαφής του ανθρώπου με τη φύση πολύ πριν την βιομηχανική επανάσταση.

Η δυνατότητα που έχουμε όλοι να σκεφτούμε τα όρια αυτής της διάβρωσης/παραλλαγής καθορίζει και την έκταση της απελπισίας στους τωρινούς καιρούς της αφραγκίας. Ασφαλώς όλοι αναγκαστικά να περάσουμε λιγότερο καταναλωτικά το καλοκαίρι μας όμως αυτό δεν σημαίνει ότι θα το απολαύσουμε αφού δίπλα μας θα έχουμε μαζί και την στενοχώρια του αναγκαίου αλλά κι ανυπόφορου συμβιβασμού. Είναι το λιγότερο μάταιο να προτείνουμε σε κάποιον που δυσκολεύεται οικονομικά πρακτικές λύσεις φτηνών διακοπών όπως ο οικοτουρισμός, ο εθελοντισμός ή το κάμπινγκ όταν η οπτική του παραμένει προσκολλημένη σε πιο κομφορμιστικά μοντέλα που συνήθιζε τον παλιό καλό καιρό1.

Το κλειδί βρίσκεται στο χρόνο και πιο συγκεκριμένα στην συνειδητοποίηση του ως εξέλιξη κι όχι ως διορία. Όταν σιωπηλά συναινούμε να μειώσουμε την καταναλωτικότητά μας χωρίς να την έχουμε ουσιαστικά απαρνηθεί, όταν μένουμε και κοιτάμε στη βιτρίνα ένα καταπληκτικό αλλά ακριβό μαγιό που ασφαλώς δεν θα το αγοράσουμε, αυτός ο χρόνος της αγοραστικής ανημποριάς μας ξεγελά με μια διορία (μέχρι την αγορά/κατανάλωση του προϊόντος) που συνεχώς μετατοπίζει το τέλος του. Όταν απλώνουμε την πετσέτα στην άμμο της παραλίας και καθόμαστε άτσαλα πάνω της χαζεύοντας τη θάλασσα περιμένουμε εκείνη τη στιγμή που θα τεντωθούμε σε μια αναπαυτική ξαπλώστρα κάποιου ξενοδοχείου. Αδυνατώντας να γεμίσουμε το χρόνο με κατανάλωση μένουμε μετέωροι, λυπημένοι, απελπισμένοι. Είναι ακριβώς η ψυχική κατάσταση που βρίσκεται ένας μακροχρόνια άνεργος μόνο που αυτός στερείται της επαγγελματικής δράσης αντί της καταναλωτικής.

Ο χρόνος στην καλοκαιρινή σκηνοθεσία, ακολουθώντας την αμερικάνικη κινηματογραφική παράδοση τεμαχίζεται, ώστε μέσω του ασθμαίνοντας ντεκουπάζ να χωρέσουν όσα περισσότερα πράγματα γίνεται. Κι ενώ στις ταινίες ντεκουπάρουν το χρόνο για να προλάβουν να γίνουν περισσότερο θεαματικές να δείξουν περισσότερα πράγματα, η σκηνοθεσία του καλοκαιριού υπάρχει για να διογκώνει την κατανάλωση αλλότριων2 προϊόντων. Η κλασσική πια αριστερή κριτική για επίπλαστες ανάγκες κι άχρηστα προϊόντα τόσα χρόνια δεν κατόρθωσε να μας αποτρέψει από αυτά ακριβώς γιατί ποτέ δεν είχαμε το χρόνο να δούμε οντικά (με τον τρόπο του Χέγκελ και του Χαϊντέγκερ) ή υπαρξιακά (με τον τρόπο του Καμύ και του Σαρτρ) να αντιληφτούμε της άρρητες ριζωματικότητες με το περιβάλλον τους (κατά τον τρόπο του Ντελέζ).

Δεν είναι τυχαίο που όλοι οι παραπάνω διανοητές ασχολήθηκαν κεντρικά με τον χρόνο όχι μόνο ως αντιληπτική apriori τακτική αλλά κι ως υπαρκτική συνδρομή από την γέννηση μέχρι τον θάνατο των πραγμάτων. Ο χρόνος ωριμάζει τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα σπάει τις ανόητες όσο κι ετερόκλητες συνοχές της εμπορευματικής αισθητικής, τους δίνει χώρο ν’ αναδείξουν τον πλούτο των συσχετισμών τους με το περιβάλλον, με μας, με τη φύση που τα γέννησε κι όχι κάποιου σκηνοθετικού ταλέντου.

Γράφει ο Καμύ στον Ξένο: «Ξανάπεσα λοιπόν στο κρεββάτι μου, αναζήτησα στο μαξιλάρι τη μυρωδιά από το αλάτι που τα μαλλιά της Μαρί είχαν αφήσει…»2. Μια μικρή απόλαυση του καλοκαιριού, μια οικεία εμπειρία μετά από ένα δροσιστικό μπάνιο στην θάλασσα, ένα κβάντουμ αίσθησης που ο ήρωας του Καμύ ζει στην πληρότητά του ακριβώς γιατί το ζει την μοναδικότητά του, απλό και μόνο του κι όχι στο γκροτέσκο συνονθύλευμα εμπειριών που ζουν οι νεαροί τηνέϊτζερ πρωταγωνιστές στις αμερικάνικες κολλεγιακές ταινίες. Έχει συγχρονισθεί με τις απειροστές λεπτομέρειες του περιβάλλοντός του, το καλοκαιρινό πρωινό, η ραθυμία που νιώθει τη μέρα στο ρεπό του, την ανάμνηση της κοπέλας που χθες κολυμπούσαν μαζί, στοιχεία συνοχής της φύσης και της ζωής. Η παροντικότητα του εξελίσσεται μαζί με την παροντικότητα όλων όσων επισυμβαίνουν στις θερμές και ηλιόλουστες στιγμές του καλοκαιριού σ’ ένα διαρκώς συγχρονισμένο συμβάν που θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε μεταφυσική σκηνοθεσία αν θέλαμε καλά και σώνει να το εκλογικέψουμε με τον κλασσικό ντετερμινιστικό τρόπο της επιστήμης.

Μ’ αυτό τον τρόπο μπορούμε να χαρούμε το αγαθά του μεσογειακού καλοκαιριού, να τα δούμε μέσα στην ισορροπία του ντόπιου μεσογειακού βιώματος. Και μπορούμε να το κάνουμε αυτό γιατί έχουμε όλο το χρόνο δικό μας. Το μεσογειακό καλοκαίρι δεν ανήκει στους Έλληνες όπως δεν ανήκει και σε καμιά καταναλωτική προοπτική. Όμως εμείς έχουμε την τύχη να ζούμε εδώ, δεν χρειάζεται να εξαγοράσουμε δέκα ή είκοσι μέρες για να το ζήσουμε. Έχουμε το χρόνο (ως αδρανείς πια καταναλωτές) αλλά και την ευκολία (ως μεσογειακοί) να ωριμάσει η σχέση μας με τα πράγματα, να τα χαρούμε στην απλότητά τους και να απολαύσουμε την καταπραϋντική συνένωση/επιστροφή στο γενέθλιο τόπο μας. Η δεκτικότητα του καλοκαιριού είναι ίσως το μόνο φάρμακο που μπορεί να μετριάσει τις δύσκολες καταστάσεις που ζούμε.

Πρέπει όμως να δώσουμε στον εαυτό μας το χρόνο για να συγχρονιστεί με το θερμό γίγνεσθαι του καλοκαιριού και τελικά να το ανακαλύψει μέσω της δωρεών μέθεξης που προσφέρει έτσι κι αλλιώς η μητέρα φύση. Ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της κατανάλωσης γιατί είναι συστατικό στοιχείο της ζωής. Ο χρόνος εξελίσσει, ωριμάζει, συνενώνει συγχρονίζει κάθε ζωή πάνω στη γη σε μια αλληλέγγυα και ζωογόνα συναναστροφή. Στην παρούσα συγκυρία και στο βαθμό που ο ίδιος ο καπιταλισμός μας δίνει αυτό το περιθώριο μέχρι την διόρθωση της οικονομίας μας, έχουμε μια λαμπρή ευκαιρία/διορία να δοκιμάσουμε με τα μικρά πράγματα που τραγουδάει ο Σαββόπουλος στο σχετικό τραγούδι του3, να περάσουμε ένα μεγαλειώδες καλοκαίρι προσηλωμένοι (αλλά όχι συμβιβασμένοι!) σε ταπεινές κι ανέξοδες μικρές εμπειρίες έστω και με πενήντα ευρώ στη τσέπη. Θα μας φτάσουν και θα περισσέψουν!

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Η εντυπωσιακή άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ δικαιολογείται από αυτή τη διακαή αναμονή του Έλληνα για την επιστροφή στις παλιές καλές μέρες της οικονομικής ευφορίας και κατανάλωσης. Μπορεί μετά από μερικούς μήνες κι ύστερα από τη δραματική (από κάθε άποψη ακόμη και τη χολυγουντιανή…) διαπραγμάτευση με τους ευρωπαίους να φαντάζουν το λιγότερο τραγελαφικές οι αρχικές διακηρύξεις του κόμματος ωστόσο εντόπισαν με μιας το απωθημένο του ψηφοφόρου, την ασίγαστη επιθυμία του για επιστροφή στην ευμάρεια των δανικών, μια πολύ πετυχημένη πολιτικά κίνηση που τους έμπασε σχεδόν αυτόματα μέσα στο Μαξίμου.
  2. Τα καταναλωτικά αγαθά του καλοκαιριού σε πρώτη ματιά φαίνονται ευκταία με τις καλοκαιρινές ανάγκες αλλά σε καμιά περίπτωση σε συγχρονίζονται με τη φυσιολογική υπόσταση του σώματός μας και της φύσης. Τρανά παραδείγματα τα αντηλιακά που μας παρασύρουν στο άκρως επικίνδυνο πια μαύρισμα με την επίφαση της προστασίας και τα εκατομμύρια πλαστικά αξεσουάρ (σωσίβια, παιχνίδια κ. λ.) που απ’ τη στιγμή που φτιάχτηκαν θα εξαφανιστούν σε μερικές χιλιάδες χρόνια.
  3. Αλμπέρ Καμύ Ο ΞΕΝΟΣ εκδ. Δωδώνη, 1969
  4. Στο «καλοκαίρι» του Διονύση Σαββόπουλου είναι χαρακτηριστική η απουσία του είναι μέσα στην πληθώρα καλοκαιρινών εικόνων που αναφέρονται στους στίχους. Το ελλειπτικό συντακτικό πέρα της ποιητικής του διάστασης φανερώνει και τη δύναμη της μοναδικότητας αυτών των απειροστών εμπειριών που όχι μόνο μπορούν μόνες τους χωρίς καταναλωτικά μπιχλιμπίδια να πλουτίσουν το καλοκαιρινό βίωμα, αλλά και να ανασύρουν με μιας όλο το σύνολο των άρρητων (για την τρεχνοαισθητική) σημαινομένων τους απλά και μόνο με τον ήχο της λέξη τους χωρίς τη βοήθεια του συντακτικού.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου