ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η πολιτική “ιδιοκτησία” των προοδευτικών μεταρρυθμίσεων

η-πολιτική-ιδιοκτησία-των-προοδευτ-404360

Του Απόστολου Παπατόλια, Δρ Δημοσίου Δικαίου Παν. Nanterre, πρώην Νομάρχη Μαγνησίας

Σύμφωνα με τον Πρωθυπουργό, η “ιδιοκτησία” των βάρβαρων δημοσιονομικών μέτρων που περιλαμβάνονται στα Προαπαιτούμενα ή την υπό διαπραγμάτευση Συμφωνία 2015-2016, ανήκει αποκλειστικά στους δανειστές, καθώς αυτά δεν υιοθετήθηκαν οικεία και ελευθέρα βουλήσει, αλλά υπό το κράτος ασφυκτικών πιέσεων και εκβιασμών, με κύριο φόβητρο την άτακτη χρεοκοπία και την αποβολή της χώρας από το ευρωσύστημα. Ο Αλέξης Τσίπρας εμφανίζεται αντιθέτως περισσότερο πρόθυμος, στο πλαίσιο αυτού του “σημειολογικού ανταρτοπόλεμου” (Eco), να διατηρήσει την “ιδιοκτησία” των πολιτικών που αντισταθμίζουν τη δημοσιονομική διάσταση του νέου Προγράμματος και εκφράζονται μέσα από την προοπτική α) της αναδιάρθρωσης του χρέους, β) της χρηματοδότησης ενός διευρυμένου αναπτυξιακού ή επενδυτικού πακέτου και γ) της προώθησης ενός ευρύτερου πλέγματος διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα συμβάλλει στην αναπτυξιακή επανεκκίνηση και την παραγωγική ανασυγκρότηση του τόπου.

Διαφαίνεται ότι ο διαχωρισμός αυτός εκ μέρους του Πρωθυπουργού δεν απηχεί μια περιστασιακή συμβολική χρήση, αλλά σηματοδοτεί την απαρχή ενός νέου μονιμότερου αφηγήματος για την Κυβερνώσα Αριστερά, υπηρετώντας ένα διπλό σκοπό: αφενός να σώσει την πληγωμένη τιμή της Αριστεράς από μια βαριά και ομολογημένη ήττα και αφετέρου να προσδώσει μια πιο προωθητική και δημιουργική διάσταση στην άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας, εμπνέοντας ένα νέο συλλογικό αίσθημα σε συνθήκες ύφεσης και σκληρής λιτότητας. Έτσι, το πρωθυπουργικό αφήγημα περί “διπλής ιδιοκτησίας”, στο βαθμό που εκπέμπει το αισιόδοξο μήνυμα της κοινωνικής αφύπνισης για την εθνική ανόρθωση, λειτουργεί συγχρόνως και ως αντίδοτο στα παραλυτικά συμπτώματα της συλλογικής αυτολύπησης και της ενοχικής ομφαλοσκόπησης της Αριστεράς μετά την πρόσφατη Συμφωνία.

Πράγματι, αν δοθεί έμφαση στο “εσωτερικό μέτωπο”, δηλαδή στις διαρθρωτικές αλλαγές και τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις που εκριζώνουν τους μηχανισμούς της κοινωνικής ανισότητας σε βάρος των αποκλεισμένων ομάδων του πληθυσμού και εξυγιαίνουν τα δημόσια οικονομικά, αναδιανέμοντας εισόδημα επ’ ωφελεία του κόσμου της εργασίας, θα ήταν παράδοξο να μην αναλάβει η κυβέρνηση της Αριστεράς την πολιτική “ιδιοκτησία” των μέτρων που εξασφαλίζουν την εξυγίανση της οικονομίας και τη βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής προστασίας. Με άλλα λόγια, όσο η άμυνα απέναντι στον οικονομικό πόλεμο των νεο-συντηρητικών Ευρωπαϊκών κύκλων συνδυάζεται με την ολομέτωπη επίθεση στους εγχώριους μηχανισμούς του πελατειασμού, του παρασιτισμού, της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, τόσο ευκολότερα αποτρέπεται ο πολιτικός “διχασμός του υποκειμένου” της διακυβέρνησης, μετριάζεται η δυσαρμονία με το αριστερό φρόνημα και κινητοποιείται το κοινωνικό σώμα για τη στήριξη των δημοσίων πολιτικών.

Στο ίδιο αφηγηματικό πλαίσιο μπορεί να ενταχθεί και η πρωθυπουργική επίκληση της διακυβέρνησης ως “οχυρού μάχης” ενάντια στα “οργανωμένα συμφέροντα” και υπέρ των “κοινωνικά αδύναμων”. Εδώ οι ελευθερίες της διακυβέρνησης ερμηνεύονται ως η λυτρωτική δυνατότητα της δημόσιας εξουσίας να ασκήσει οικονομική και κοινωνική πολιτική με ταξικό πρόσημο, εξισορροπώντας τα δημοσιονομικά βάρη της συμφωνίας με μέτρα σταδιακής χαλάρωσης της λιτότητας από πόρους που θα εξοικονομηθούν μέσα από τον περιορισμό των προνομίων της ολιγαρχίας. Ό εστί μεθερμηνευόμενον ότι τα “όπλα” της διακυβέρνησης μπορούν να αξιοποιηθούν, ακόμη και σε ένα περιβάλλον ασφυκτικού οικονομικού ετεροκαθορισμού, ως εργαλεία ανακούφισης των ασθενέστερων, ως ταξικό αντίβαρο στην ξενόφερτη λιτότητα και – το σπουδαιότερο – ως εξουσία εκρίζωσης των παθογενειών που εκτρέφουν αδικία και ανισότητα την ίδια στιγμή που υπονομεύουν την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.

Το παραπάνω αφήγημα δεν αποκτά ωστόσο νόημα στο πεδίο της εμπράγματης πολιτικής, εάν δεν υποστηρίζεται παράλληλα από ένα πλήρως επεξεργασμένο και ιεραρχημένο σχέδιο ανασυγκρότησης (παραγωγικής, διοικητικής, κοινωνικής), που θα αποτυπώνεται κάθε φορά στο μείγμα των ασκούμενων πολιτικών μέσα από συγκεκριμένους και μετρήσιμους στόχους και δείκτες, τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και σε μεσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο. Όπως σημείωνε πρόσφατα ο Σάββας Ρομπόλης (ΕφΣυν 17/7), μια “σχεδιασμένη αναπτυξιακή παρέμβαση” σημαίνει ότι “στις 13 Περιφέρειες της χώρας απαιτείται να εκπονηθούν 13 master plans ανασυγκρότησης”, στα οποία θα καταγράφονται “οι αναπτυξιακές δυνατότητας κάθε Περιφέρειας και κάθε κλάδου, προκειμένου να πραγματοποιηθούν συγκεκριμένες επενδύσεις με όρους καινοτομικής επιχειρηματικότητας και όχι, όπως στο παρελθόν, με όρους επιδοματικής πολιτικής”. Κι αυτό για να αισιοδοξούμε ότι απ το 2016 θα πετύχουμε μια οριακή ανάκαμψη της τάξης του 1%…

Αυτές τις πολιτικές της ανάκαμψης και της σταδιακής μετάβασης στο ξέφωτο της κανονικότητας -με την προσδοκία της δίκαιης αναδιανομής των ωφελειών της ανάκαμψης- είναι αναγκαίο να προτάξει η σημερινή κυβέρνηση, διατηρώντας πάση θυσία την “ιδιοκτησία” και την απόλυτη ευθύνη στην εφαρμογή τους. Είναι η μόνη λύση που διαθέτει για να δικαιολογήσει την αποστολή της, να θωρακίσει την ιδεολογική της ταυτότητα και να εμπνεύσει τους πολίτες για να εξέλθει η χώρα οριστικά από την κρίση. Ανάμεσα στο άχαρο “κατενάτσιο” κόντρα στους νεοφιλελεύθερους εραστές του grexit και το καταθλιπτικό σύνδρομο της συλλογικής αυτοταπείνωσης, τύπου “νέα Βάρκιζα”, αυτή η ηθικο-πολιτική στάση είναι και η μόνη που αρμόζει σε μια μαχόμενη Κυβερνώσα Αριστερά στην υπηρεσία του δημοσίου συμφέροντος και της κοινωνικής αλλαγής.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου