ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η Αριστερά στα χρόνια της λιτότητας

η-αριστερά-στα-χρόνια-της-λιτότητας-419004

Γράφει ο Απόστολος Παπατόλιας, Διδάκτωρ δημοσίου δικαίου – Πρώην Νομάρχης

Αποτελεί πλέον κοινή παραδοχή ότι στο πλαίσιο του επώδυνου συμβιβασμού που σηματοδοτεί η συμφωνία με τους πιστωτές, η Αριστερά πρέπει να επινοήσει εκ νέου το ρόλο της και να επαναδιατυπώσει το όραμά της με ένα νέο αφήγημα, προσαρμοσμένο στις νέες ασφυκτικές συνθήκες διακυβέρνησης.

Προσώρας, στο επίπεδο της εκλογίκευσης της συμφωνίας, κερδίζουν έδαφος οι «αμυντικές» ή «απολογητικές» προσεγγίσεις που ερμηνεύουν το συμβιβασμό ως ένα νέο «Μπρεστ Λιτόφσκ», ως τον πικρό καρπό μιας βαριάς ήττας, που υπενθυμίζει τις αρετές του πολιτικού ρεαλισμού που επέδειξε ο Λένιν για να διασώσει ό,τι μπορούσε από τη σοσιαλιστική επανάσταση. Με άλλα λόγια, «συνθηκολογήσαμε για να σταθούμε στα πόδια μας και μετά βλέπουμε με τους ευρωπαίους εκβιαστές…».

Αυτή η ερμηνεία δεν προσφέρει σπουδαίες υπηρεσίες στην «Κυβερνώσα Αριστερά», αφού την εκθέτει ως έρμαιο των εξελίξεων και των εξωγενών επικαθορισμών, ενώ δεν αποκαθιστά επ’ ουδενί την τρωθείσα τιμή του αριστερού κόσμου, καθώς βάζει επ’ αόριστον «στο ψυγείο» το πρόταγμα της κοινωνικής αλλαγής.

Ουσιαστική διέξοδο στην αριστερή διακυβέρνηση μπορεί να προσφέρει μόνο μια προωθητική και δημιουργική αφήγηση, ικανή να εμπνεύσει ένα νέο συλλογικό ήθος και μια νέα συνολική προσπάθεια εθνικής ανόρθωσης σε δύσκολες συνθήκες περιοριστικών πολιτικών. Κάπου εδώ αξίζει να ξαναθυμηθούμε πώς ένας μεγάλος διανοητής και πολιτικός της Αριστεράς, ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, αντιλαμβανόταν τους επώδυνους συμβιβασμούς και τις επιβεβλημένες θυσίες ενός λαού για να διασωθούν τόσο η εθνική αξιοπρέπεια όσο και η προοπτική της κοινωνικής αλλαγής.

Πράγματι, οι απόψεις του Μπερλινγκουέρ, ιστορικού ηγέτη του Κ.Κ. Ιταλίας, που διατυπώθηκαν όχι πολλά χρόνια πριν (στα τέλη της δεκαετίας του ’70) σε ένα περιβάλλον κρίσης, όχι εντελώς ανόμοιο με το σημερινό (ελλείμματα, δημόσιο χρέος, ανεργία), αποκτούν σήμερα μια παράδοξη επικαιρότητα. Εξηγούμαι: Κάθε φορά που η αναγκαιότητα της δημοσιονομικής σταθεροποίησης και προσαρμογής πρόβαλλε ως αναπόδραστη, έμπαινε μοιραία και το ερώτημα αν ένα πρόγραμμα λιτότητας έχει πολιτικό ή ιδεολογικό πρόσημο. Ο ιταλός ηγέτης απαντούσε απερίφραστα ότι η λιτότητα δεν είναι εξ ορισμού αντιλαϊκή, ταξική ή νεοφιλελεύθερη, αλλά κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις μπορεί να αποτελέσει μια αυθεντικά αριστερή πολιτική!

Κατά πρώτον, για φιλοσοφικούς και ηθικούς λόγους, ριζικά αντίθετους με το συντηρητικό «οικονομικό ρεαλισμό», καθώς για τον Μπερλινγκουέρ «είναι αυταπάτη η διαιώνιση ενός μοντέλου ανάπτυξης που στηρίζεται στην τεχνητή μεγέθυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης που αποτελεί πηγή σπατάλης, παρασιτισμού, εξάντλησης των πόρων και οικονομικών καταστροφών». Κατά δεύτερον, για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης, δεδομένου ότι η δημόσια σπατάλη, η φοροδιαφυγή, η μαύρη εργασία και η διαφθορά (οι ιταλικές παθογένειες του τότε και της Ελλάδας του σήμερα) πλήττουν πρωτίστως τα συμφέροντα των εργαζομένων, καθώς αναδιανέμουν εισόδημα σε βάρος της μισθωτής εργασίας και της κοινωνικής πολιτικής επ’ωφελεία πελατειακών και παρασιτικών συμφερόντων, υποτελών του συστήματος.

Μ’ αυτό το ιδεολογικό περιεχόμενο, ο Μπερλινγκουέρ κάλεσε τους εργαζόμενους το 1977 να στηρίξουν σκληρά μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης, θέτοντας δύο κρίσιμες προϋποθέσεις για τη γείωση των περιοριστικών πολιτικών στις λαϊκές δυνάμεις: Πρώτον, να κατανέμονται δίκαια τα κοινωνικά βάρη-αναδιανέμοντας έμμεσα εισόδημα προς τα χαμηλότερα στρώματα- και να ενεργοποιείται ένα δίχτυ ασφάλειας για τους πιο αδύναμους. Δεύτερο και σπουδαιότερο, να προωθείται ένα ευρύτερο πλέγμα μεταρρυθμίσεων στο κράτος και την οικονομία, που δεν θα μπαλώνουν προσωρινά τις δημοσιονομικές ανισορροπίες, αλλά θα ξεριζώνουν οριστικά τους μηχανισμούς που παράγουν κοινωνική ανισότητα και αρνητική αναδιανομή εισοδήματος (πελατειασμός, παρασιτισμός, φοροδιαφυγή, διαφθορά).

Ένα “πρόγραμμα λιτότητας” θα μπορούσε επομένως να χρησιμεύσει ως το εργαλείο για τη μετάβαση προς ένα νέο δικαιότερο και υγιέστερο οικονομικό περιβάλλον, όπου το υποκείμενο της διακυβέρνησης θα διατηρεί την «ιδιοκτησία» των περιοριστικών πολιτικών, επιλέγοντας τους κερδισμένους και τους χαμένους της δημοσιονομικής προσαρμογής. Οι μεταρρυθμίσεις που συνοδεύουν αυτό το πρόγραμμα δεν θα είχαν ωστόσο καμία αξία, αν οι κυβερνώντες τις υιοθετούσαν με βαριά καρδιά είτε ως αγγαρεία είτε ως αναγκαίο κακό, που αντιστρατεύεται τον αξιακό κώδικα της Αριστεράς. Για τον Μπερλινγκουέρ αντιθέτως, οι μεταρρυθμίσεις έπρεπε να αποκτήσουν ευρεία λαϊκή στήριξη, ακριβώς επειδή οι έμμεσες αναδιανεμητικές τους επιπτώσεις κατέληγαν προς όφελος των εργαζόμενων και σε βάρος της οικονομικής μαφίας. Άρα, η Αριστερά έπρεπε όχι μόνο να πιστέψει σ αυτές, αλλά και να εμπεδώσει στην κοινωνία ένα νέο ήθος και μια νέα αγωνιστική συλλογικότητα που θα διευκόλυνε την εφαρμογή και μακροημέρευσή τους!

Οι αναλογίες με την παρούσα κατάσταση στη χώρα μας είναι πράγματι εντυπωσιακές. Οπως και η πρόκληση για την εγχώρια «Κυβερνώσα Αριστερά» να επαναδιατυπώσει το λόγο της, να αναπλάσει το όραμά της και να οικοδομήσει μια νέα -πιο ανθεκτική- πολιτική ενότητα, ανασυντάσσοντας παράλληλα τη χώρα πάνω σε υγιέστερες και φιλολαϊκότερες βάσεις. Χωρίς καμία απολογητική διάθεση, ενοχικά συμπλέγματα ή καθηλωτικές φοβικές νοοτροπίες.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου