ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

«Προικοσύμφωνο και αρραβώνας»

προικοσύμφωνο-και-αρραβώνας-445358

Του Σεραφείμ Αθανασίου

Γνωστά σε όλους μας τα προικοσύμφωνα και η κατάργηση αυτών πριν από μερικά χρόνια. Τον παλιό εκείνο καιρό χωρίς «προίκα και προικιά» δύσκολα παντρευόταν οποιοδήποτε κορίτσι και ανάλογα με τα περιουσιακά στοιχεία των γονιών της όποιας νύφης, τις περισσότερες φορές εν αγνοία της, γινόντουσαν τα «νταραβέρια» με τους προξενητάδες της άλλης πλευράς.

Ποτέ δεν συμμετείχε ο γαμβρός στη συμφωνία της προίκας, έδιδε όμως τις δικές του εντολές και με τα πηγαινέλα των μεσολαβητών πρηζόντουσαν τα πόδια τους, χώρια που «μάλλιαζε» η γλώσσα τους στο να λένε και να λένε ένα σωρό καλά που έσερνε «εκείνο το καλό παιδί πάνω του», και η κοπελιά που θα τον έπαιρνε, θα ήταν ευτυχισμένη σε όλη της τη ζωή.

Αλλά, καμιά φορά, και «ο γαμβρός» δεν γνώριζε τίποτε. Τα κανόνιζε όλα ο πάτερ φαμίλιας ο οποίος τρισευτυχισμένος παρουσίαζε τις συμφωνίες τετελεσμένες, λέγοντας στο γιό του, «αυτή θα πάρεις, και την έπαιρνε».

Ο υποψήφιος γαμβρός είτε ανακατευόταν (πάντα από μακριά), στις διαπραγματεύσεις, είτε όχι, προτού πατήσει το πόδι του στο σπίτι της νύφης, γνώριζε τι θα βάλει στην τσέπη του και μάλιστα πριν τα στέφανα.

Ολες οι υποχρεώσεις (από πλευράς γονιών νύφης) και βάσει των συμφωνιών με όρους απαράβατους, έπρεπε να εκπληρωθούν, προτού πάνε στην Εκκλησία ή στο σπίτι που θα γινόταν το μυστήριο του γάμου. Και για όσους δεν το γνωρίζουν, την παλιά εκείνη εποχή, οι κατά τόπους Μητροπόλεις επέτρεπαν να γίνονται γάμοι και στα σπίτια των ενδιαφερομένων.

Ακόμα και την Βασίλισσα της Ισπανίας Σοφία, κόρη του Παύλου, Βασιλιά των Ελλήνων το 1960, ο Ελληνικός Λαός την προίκισε, προκειμένου να γίνει σύζυγος του Βασιλιά της Ισπανίας Χουάν Κάρλο και τα χιλιάδες δολάρια προίκας, εκείνο το «μορφόπαιδο», έτσι τον έλεγαν οι τότε νεαρές Ελληνίδες, τα έβαλε στον τραπεζικό του λογαριασμό και πριν βάλλει το στεφάνι στο κεφάλι του.

Θυμάμαι τότε είχε «χαλάσει ο κόσμος και ο ντουνιάς», με τις εφημερίδες διαμαρτυρόμενες να γράφουν, για τις κάπου 350.000 χιλιάδες δολάρια που έδιδε ως προίκα το Κράτος των Ελλήνων στον «γαμβρό» μας λεβεντόκορμο πράγματι Χουάν, χώρια τα χιλιάδες επίσης έξοδα για τον χλιδάτο γάμο της Πριγκίπισσας, και όλα αυτά σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου.

Διαβάζαμε τότε στις εφημερίδες (ήταν άγνωστες οι τηλεοράσεις και μακάρι να μη υπήρχαν και σήμερα αυτά τα χαζοκούτια) ότι η Βασίλισσα Φρειδερίκη επέμεινε στον τότε Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή, να δώσει το Δημόσιο προίκα στη Σοφία, πολύ πιο περισσότερα χρήματα, από εκείνα που είχε αποφασίσει η Κυβέρνηση Καραμανλή, και επειδή ο πρωθυπουργός αρνιόταν, εκείνη «κατέβασε τα μούτρα της» με αποτέλεσμα να ψυχρανθούν Καραμανλής – Φρειδερίκη.

Οι εφημερίδες και για πολύ διάστημα έκαναν χρυσές δουλειές. Κάθε μέρα πρωί και απόγευμα (κυκλοφορούσαν και απογευματινές) εξαφανιζόντουσαν από τα περίπτερα μέσα σε λίγη ώρα, επειδή το αναγνωστικό κοινό παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τις γκρίνιες Κυβέρνησης-Αντιπολίτευσης και, εκτός αυτού, ήθελε να δει φωτογραφίες από τον «χλιδάτο» γάμο της πριγκίπισσάς του, και τις οποίες φωτογραφίες, μόνο στις εφημερίδες ή εβδομαδιαία περιοδικά θα έβλεπε!

Αναφέρθηκα σε «προίκες και προικιά» για να περιγράψω πιο κάτω μια συμφωνία της εποχής εκείνης, που έγινε μεταξύ δύο χωρικών του Θεσσαλικού κάμπου, όταν μια μέρα επιστρέφοντας από τα χωράφια τους, συναντήθηκαν σε κάποιο κατσικόδρομο και «τα είπαν» για «ούλες τσ’δλιές» για να καταλήξουν στα λουκούμια που έφαγαν στο καφενείο «τχουριούτς»!

Είναι πράγματι ενδιαφέρουσα ιστορία και τούτο γιατί εκτός των όσων είπαν χρησιμοποιούν στην κουβέντα τους την χαρισματική λαογραφική διάλεκτο των Θεσσαλών και πιστεύω απόλυτα ότι οι αναγνώστες του «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ» θα την παρακολουθήσουν με πολύ ευχαρίστηση και, θα συμπληρώσω, όρεξη.

Διαβάστε την, ή καλύτερα μελετήστε την προσεκτικά, για να μάθετε και την παλιά και πάντα σεβαστή «κουτσουρεμένη» γλώσσα, των αγαπημένων μας προγόνων.

-Καλμέρα Μήτσου/ Καλμέρα Πάνου./Τι κάνς ρε Μήτσιου, είσι καλά ρε θηρίου?/ Καλά είμι ρε Πάνου,ισί?/Καλά κι γώ./-Χάρκα πουλί που σίδα./-Κι γω του ίδιου Μήτσιου./-Τι έγινε μη τη γρούνας,γένσι?/-Γένσι λέι, έντικα έκανε./Έντικααα./Ναι η ρουφιάνα ./Κι δε μλες,θα μκρατίις ένα να του μιγαλώσου κι να του σφάξου τα Χριστούγεννα /Άκου λέει, θα του ξηχουρίσου κιόλας, να είναι του καλύτερου και νάρθις να του σμαδέψ.

Σι φχαριστό ρε φίλε ίσι καλός άνθρουπους./Κι σι ίσι καλός, κι του γρούν, θα στου δώσου τζάμπα, δε θέλου λεφτά./-Να ίσι καλά./ -Κι δε μλές ρε Πάνου ι Τριγώνας τι κάν?/ Καλά ίνε και έφτασι στα χρόνια τσπαντριάς./ -Πόσου ίνε τώρα?/-Ίνε ικουσιδιό./ Κιουδκός μ ου Παντελής, ένα χρόνου τη μπιρνάι / Κίνε καλό, του πιδίς./Κι του δκός του κουρίτς, καλό ίνε/ Φχαριστώ ρε φίλε./Κι δε μλές ρε Πάνου, τι προίκα δινς στί Ντριγώνας?/ Τσδίνου του χουράφ, στ΄θες Καλίτσις, μια γιλάδα ,ίκους πρατίνες και δυο γίδις.

– Πάνου, να μη του αδικίις του κουρίτσ, λίγα ίνε αυτά π’ τδίνις./Ναι αλλά έχου κιάλου πιδί./ ικίνου θα παρ προίκα,αρσινκό ίνε./ Σ’αυτό έχις δίκιου./ Γιαυτό πρέπ να δόις κιάλα στου σπλάχνους.

– Τι να δώσου, σκέπτουμι, αλά πρέπ να σπου ότι ίνε κί πουλί νκουκυρά./ Μά ι ρεύ νόστμα φα ι τά, αρμέι τ’ γιλάδα, πιτάι τ’ γκουπριά απ’ τα ζα, μι τ’ γμάρα, στου τριφίλ, ίνε κουρίτς για ούλες τσδλιές τσπί-στιού, πουλί προυκουμένου,σλέου.

– Ιντάξ, προυκουμένου, ξιπρουκουμένου, ισί να μι νταδικίις./ Ισί ρε Μήτσιου,αν τούχις κουρίτς δκός, τι θάκανες?/ Ιγώ θα τούδνα κί τ’ γρούνα γινμεν όπους ίνε μη τα έντικα γρουνόπλα./ Αυτό σκέπτουμι τώρα να κάνου κι γώ./ Κι δε μλες ρε Πάνου, τι λες, θέλς να γίνουμι ζμπιθέρ/ Ακου λέι, ισένα να μη θέλου, του γκαλό τουν άνθρουπου απτούν γνουρίζου κι μι γνουρίζ απου μκρό πιδί. Ιδό στ΄Μυρ γινθήκαμι, κι στ΄Μυρ, θα πιθάνουμι.

– Κόλατου ρε ζμπέθηρε κι να μας ζήσνε τα πιδιά μας. Πάμε τώρα να του πούμι τσγνέκιζ μας για να κάνουν χαρά κ΄αυτές. Κί τνάλ μέρα η τι μπαράλ του λέμι κι στα πιδιά μας. Ιμίς αν θες να συναντιθούμι ταχιά, να πιούμι μαζί κεφέ,ιγώ κιρνάου, κι να κανουνίσουμε πότι θα γίν του συμβόληου τχουραφιού, θα μας του πι αυτό κιού συμβουληουγράφους τσΚαρδίτσας πθά πάμι αναγκαστικά κικί. Τάλα: γρούνια,γιλάδες,πρατίνες κι γίδις τα γράφουμι ιμίς μαζί σε ένα απλό χαρτάκ κι του δίνς ισί στου πιδίμ να καν χαρά κι κίνου. Κι τη γρούνα φέρτιν απουβδουμάδα στη δικιαμ τνα-χιρόνα για να μη κουράζισι ισί κιι γκαθαρίις τσβουνιές κι τσλάσπις απ τη γρούνα, μιγαλίτιρους άνθρουπους απου μένα, στα χρόνια.

Άντι πάμι τώρα ζμπέθηρε να σι κιράσου ένα λουκούμ απ μούδουσις τόση χαρά κίστηρα στου σπίτιμ θα πάου πλαλόντας./ Πάμι ζμπέθηρε κι να μας ζήσνε τα πιδιά μας, κι να κανουνίσουμε ιμίς οι δυο, όπους κανουνίσαμι κι τι μπρίκατς, του γάμουτς στην ακλησιά η στου σπίτιμ. Κι σ αυτό μόνου να ρουτίσουμε κι τσγνέκιζμας, γιατί δε χριάζουντι αυτές να τα ξέρνε ούλα όσα σιμφουνούμι ιμίς ί άντριδες. Άντι πάμι./Νάσι καλά κι πάμι.

Και χαρούμενοι πήγαν στο καφενεδάκι του χωριού τους για να φάνε το λουκουμάκι τους, στην υγειά και την ευτυχία των παιδιών τους τα οποία δε γνώριζαν τίποτα για όσα γινόντουσαν πίσω από την πλάτη τους.

Σημείωση: Η ιστορία είναι αληθινή και συνέβη το έτος 1937 στο χωριό Μύρες Καρδίτσας. Τις πληροφορίες μου έδωσε ο καλός μου φίλος Στέφανος Παπαβαρσάμης, συνταξιούχος τραπεζικός. Η Τρυγόνα, που ήταν αδελφή του παππού του φίλου μου Στέφανου (έχει και το όνομά του), παντρεύτηκε τον Παντελή και για όλα τους τα χρόνια ήταν ένα ευτυχισμένο ανδρόγυνο. Τα τότε ζευγάρια δεν άλλαζαν συντρόφους, όπως γίνεται σήμερα, με ροή υποκαμίσων.

Τότε που άλλοι κανόνιζαν τη ζωή ενδιαφερομένων προσώπων και τα ζευγάρια, μάθαιναν για τον αρραβώνα τους, αφού όλα και από άλλους είχαν συμφωνηθεί, όχι μόνο ζούσαν ευτυχισμένα αλλά δημιουργούσαν και ζηλευτές οικογένειες.

Σήμερα όλα χάλασαν, αποκτήσαμε όμως περισσότερη μόρφωση, περισσότερο πολιτισμό και περισσότερη άνεση. Αυτή όμως την άνεση την χαρήκαμε για μερικά μόνο χρόνια, επειδή με ανορθόδοξο τρόπο την αποκτήσαμε, γι’ αυτό και τη χάσαμε.

Και τώρα; Α’ τώρα μας κάνει συντροφιά το άγχος και μάλιστα επί 24ώρου βάσεως, επειδή στο σπίτι μας επικρατεί μια ωραία ατμόσφαιρα. Μας συντροφεύουν βλέπετε τόσοι καλοί άνθρωποι, όπως για παράδειγμα: ο Σόιμπλε, η Λαγκάρντ με την άγνωστη ακόμη λίστα της, εκείνος ο νέος του Δ.Ν.Τ. Τόμσεν, που όταν ερχόταν στη Χώρα μας, ανεβοκατέβαινε η πίεση όλων μας, και στην όλη καθημερινή μας παρέα, μας κάνει την τιμή και έρχεται η Πλανηταρχέσα μας κ. Μέρκελ.

Ξέρετε είναι εκείνη η κυρία που κατευθύνει τις τύχες της μισής Γης, επειδή τον άλλο μισό δορυφόρο μας, τον έχουν στη δικαιοδοσία τους και τον προστατεύουν άλλοι μας φίλοι, άσχετο αν μέσα σ’ αυτόν γίνονται καθημερινές αποκεφαλίσεις, πνιγμοί σε πισίνες και σταυρώσεις ακόμη και μικρών παιδιών. Κατά τα άλλα έχουμε πολιτισμό και επαναλαμβάνω ζούμε μέσα σε μια ωραία ατμόσφαιρα.

Ξέφυγα λίγο από τους καλούς μας Θεσσαλούς συμπεθέρους και πιστεύω να τύχω συγχώρεσης.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου